ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ηλίας Γιαννιάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ηλίας Γιαννιάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

Πρωτοχρονιά 2021

 

ΗΛΙΑΣ Π. ΓΙΑΝΝΙΑΣ

ΥΜΗΤΤΙΩΤΗΣ

 

 Σ Τ ’   Α Γ Ι Ο   Π Α Ρ Α Θ Υ Ρ Ι

Μ Ε   Τ Ο Ν   Π Α Ν Α Ν Ο     Κ Α Ι   Τ Η   Μ Α Ρ Ι Α

Π Ρ Ω Τ Ο Χ Ρ Ο Ν Ι Α   2 0 2 1

Ο Π Ω Σ   Τ Ο Τ Ε

 

Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Ε Ν Ο   Σ Τ ’   Α Δ Ε Ρ Φ Ι    Μ Ο Υ

Μ Ι Χ Α Λ Η     Χ Α Τ Ζ Η Ν Ι Κ Ο Λ Α Ο Υ


Στον Υμηττό μας. Λίγα λεπτά πριν αλλάξει ο χρόνος. Λίγα λεπτά πριν εξαφανιστεί -επιτέλους- το 2020! Λίγα λεπτά πριν φανεί λαμπροστολισμένο το 2021. Λίγα λεπτά πριν ξεκινήσουμε το νέο μας ταξίδι στις ράγες ενός λαμπρού τραίνου, που τα βαγόνια του θα έχουν τις επιθυμητές προμετωπίδες όπως: Ελπίδα, χαρά, ευτυχία, πρόοδος, δημιουργικότητα και βέβαια υγεία. Διάβαζα ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη, μια και οι τέσσαρες τόμοι του είναι πάντα δίπλα μου πάνω στο γραφείο μου και σ’ αυτόν καταφεύγω για λίγο όταν θέλω να ξεκουραστώ απ’ το άλλο μου διάβασμα. Είχα παρασυρθεί από την αγνή, παρθένα, νησιώτικη, ατόφια, χωρίς αισχρή μετάφραση γραφή του. Τη γραφή, που με είχε κατακτήσει όταν πήγαινα στην Τετάρτη και Πέμπτη Δημοτικού, τότε που η αρχαία Λάχεση κλήρωσε τον Ευάγγελο Πεντέα, το σοφό δάσκαλο να μας κάνει μάθημα.

            Ξαφνικά πήρα τη μεγάλη απόφαση. Θα ΄βγαινα έξω να κάνω αλλαγή τού χρόνου με οποιονδήποτε Υμηττιώτη συναντούσα στη γειτονιά μου. Είπα να σπάσω το εμπάρκο. Στο φόβο μήπως πληρώσω 300 ευρώπουλα  με το απαγορευτικό για τον κορονοϊό -πανάθεμά τον- άρπαξα ένα κομμάτι χαρτί κι έγραψα:

Από Αδριανουπόλεως στον Υμηττό μέχρι Παναγούλη στον Υμηττό.

Αιτία εξόδου: Αλλαγή του χρόνου. 31-12-2020  Ώρα 23:45’.

Ναι, εγώ μια ζωή βοσκός ήμουν. Πού να ξέρω από γραφή μηνυμάτων στη νέα τεχνολογία τού σατανά, με τα κινητά και τα… ωραία τους; Έβαλα το χαρτί στην τσέπη, πήρα τα κλειδιά και βγήκα. Όμως ολάκερος ο Υμηττός έρημος. Ναί… έρημος! Κανένα σημάδι ζωής. Μόνο μια γάτα φάνηκε ξαφνικά να περνά κάθετα την Παναγούλη. Έστριψε το κεφάλι της τρεις φορές, για να σιγουρευτεί -ίσως- ότι κάποιος μουρλός κυκλοφορούσε μεσ’ στα μαύρα μεσάνυχτα και τελικά πήδησε τα κάγκελα τής Δήμητρας και πήγε να χωθεί κάπου να χουχουλιάσει.

            Συνέχισα να βαδίζω σιγοτραγουδώντας ένα παλιό ρεμπέτικο πουτρελαίνειτον φίλο και παλιό συμμαθητή Σπύρο Ραμαντάνη όταν το τραγουδώ με πάθος και φωνή στεντόρεια:

«Θεέ μου μεγαλοδύναμε, που ‘σαι ψηλά ‘κείπάνωωω…

Ρίξε λιγάκι τουμπεκί-Θεούλη μου-στον αργιλέ μου απάνω…»κλπ. κλπ.

Ποιός να με πιάσει μέσ’ στη νύχτα; Κανένα «όργανο» δεν κυκλοφορούσε έξω.

            Στον Υμηττό, τ’ ολόγιωμο φεγγάρι ασημοβάφει τα παλιά κεραμίδια στις τετράρριχτες κεραμοσκεπές των ελάχιστων κεραμόσπιτωνπό ‘χουν απομείνει απ’ τα αξέχαστα προσφυγικά της δεκαετίας του 1920. Ένα απ’ αυτά κρατιέται αγέρωχο κι αιωνόβιο -ναι, αιωνόβιο, 1920-2021- στην οδό Παναγούλη, με τη σχολαστικά λαμπροκαθαρισμένη πρασιά του από ένα γείτονα, πό’ χειτο κλειδάκι του λουκέτου της εξώπορτας δίπλα στο πεζοδρόμιο. Ενός γείτονα εβδομηντάχρονου λεβέντη, πού το λέει η καρδούλα του -μια καρδούλα γνωστή σ’ ολάκερο τον Υμηττό- που έρχεται, ποτίζει τα λουλούδια και το ‘μορφοστολίζει, κάνοντας κάποιες Υμηττιώτισσες να θέλουν να το νοικιάσουν.

            Στερέωσα το δοιάκι της πορείας μου γι’ αυτό το ιερό προσφυγόσπιτο. Λίγα βήματα πιο κάτω σταμάτησα μπροστά στο σπίτι τού δάσκαλου που είχαμε στην Έκτη Δημοτικού - ναι πριν… εξήντα χρόνια ακριβώς, 1961-2021 – ‘κείνου του αρχοντάνθρωπου του Μαρκουλάκη. Ακούμπησα στη μάντρα του κήπου του κι άρχισα ν’ αγναντεύω το απέναντι κιτρινοωχρωβαμμένοσπίτι. Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Το ρολόϊ μου έδειχνε 23:50. Σαν να άκουγα τον επιθανάτιο ρόγχο του φευγάτου -πια- 2020. Δέ θα αργούσε ν’ ακουστεί το κλάμα τού νεογέννητου 2021. Βαθύ ήταν το σκοτάδι, που προσπαθούσε να ραΐσει λίγο τ’ απαλόφεγγοφώς τού φεγγαριού.

            Κάρφωσα το βλέμμα μου απέναντι στο παράθυρο του σαλονιού. Ναι, δεν ξεγιελιόμουν… το παράθυρο φαινόταν ανοιχτό! Όχι, δέ φαινόταν… ήταν ανοιχτό. Μα πώς; … δαγκώθηκα. Έεε, δεν έχει «πώς»! Κάποιος το ‘χε ανοίξει από μέσα! Έψαχνα με μάνητα περισσή. Τρυπούσα με το βλέμμα μου τη μαύρη οθόνη τής νυχτιάς και προσπαθούσα να διακρίνω. Τώρα μού ‘δινε την εντύπωση ότι στο άνοιγμα τού παράθυρου έβλεπα δυόΥμηττιώτες, έβλεπα δυόγειτόνους. Δυόγειτόνους που με είχαν μεγαλώσει απ‘ τη μέρα, 5-1-1950, που γεννήθηκα στον Υμηττό. Ναι, αυτοί ήταν. Ήταν οι δεύτεροι γονείς μου! Ήταν ο Πανανός και η Μαρία Χατζηνικολάου.

            Ήταν  σαν ένας πίνακας, σαν ένα κάδρο. Ναι! Ήταν θά ‘λεγες μια ζωγραφιά… Ο άντρας ψηλός, ήρεμος, μ’ ένα αγνό παιδιάστικο χαμόγελο, που σού ‘δειχνεμέσ’ απ΄τα χείλη του να φαίνονται δυό σειρές γερά δόντια,βαμμένα θα ‘λεγες με την κιτρινάδα π΄άφηνε το τσιγάρο. Στο παιχνίδισμα πό ‘καναν οι ίσκιοι τής κληματαριάς στο φωτεινό του πρόσωπο, έβλεπες καθαρά -αν παρατηρούσες προσεκτικά- την ευτυχία πού τον πλημμύριζε καθώς αγκάλιαζε απ’ τους ώμους -απαλά, απαλά σα νά ’τανενεράϊδα- τη σύντροφό του. Ποιόςκοσμολάλητος ζωγράφος είχε απλώσει τις πινελιές του σ’ αυτόν τον τέλειο πίνακα και… Αλλά… όχι! Κουνήθηκαν. Δεν ήταν ζωγραφιά. Εκεί ήταν ζωντανοί… Ναί, ναί! Ο Πανανός Χατζηνικολάου κι η γυναίκα του η Μαρία.

            Αχ, ναι… ο Πανανός. Ένας σκληροτράχηλος γίγαντας πό ΄πιανε την πέτρα, την έστιβε κι έβγαζε το νερό πό ΄κρυβε μέσα της. Αλλά είχε και μιά πάναγνη, παιδιάστικη καρδιά, που -στα βάθια της, τυλιγμένη θα ‘λεγεςσ΄ένα αραχνοΰφαντο τρίχαπτο- σφυχτοκρατούσεμ΄ολόλαμπρη θερμή αγάπη ολάκερη  τη γειτονιά, όλο το ντουνιά! Και δίπλα η Μαρία Χατζηνικολάου, η γυναίκα του. Η προσωποποίηση της μάννας. Όποια εγκυκλοπαίδεια κι αν ανοίξεις και φθάσεις στο γράμμα Μ και στη λέξη ΜΑΝΝΑ, θα βρείς δίπλα τη φωτογραφία της.

            Τα τέσσαρα μάτια τους, χαρούμενα και νηφάλια, έλαμπαν μεσ’ στο μεσονύχτι, προσπαθώντας να υπερκεράσουν σε δύναμη τα Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια που είχε αναμμένα η Δήμητρα στο μπαλκόνι της. Τολάμπος τους ήταν τέτοιο, που έκαναν ν΄αντιφέγγει  λαμπρά το φτωχικό τους προσφυγόσπιτομέσ΄στο βαθύ σκοτάδι.  Μέσ΄στα μεσάνυχτα! Ναι, ακριβώς μεσάνυχτα! Ο Πανανός σήκωσε από μακριά το δεξί του χέρι σ’ ένα χαιρετισμό από καρδιάς και με ΄κείνη την απίθανη φωνή του -φωνή κοσμολάλητου τενόρου- μού φώναξε από μακριά:

-Γιέ μου, ευτυχισμένο το 2021!!!

Όταν με φώναζε «Γιέ μου», πετούσα από ευτυχία στα τρισμεσούρανα. Δεν είχα τη δύναμη να του μιλήσω… Του κούνησα αργά το χέρι και ψιθύρισα μέσα μου:

-Ναι, θα ΄ναι ευτυχισμένο το 2021. Είμαι σίγουρος γι΄αυτό. Το ‘πε ο Πανανός! 

            Αποφάσισα να πάω κοντά τους, να μιλήσουμε… Όταν έχεις φάει με το κουτάλι τη μοναξιά, μόνο οι γονείς σου μπορούν να σου κρατήσουν συντροφιά στην αλλαγή του χρόνου. Άφησα τη μάντρα του Μαρκουλάκη κι άρχισα να διασχίζω την Παναγούλη κάθετα, πλησιάζοντας το απέναντι πεζοδρόμιο, αργοβηματίζονταςλιτανευτικά και προσκυνηματικά, γιατί μπαίνοντας στην πρασιά αυτού τούπροσφυγόσπιτου, πάντοτε αισθάνομαι ότι πηγαίνω να προσκυνήσω ένα χώρο ιερό για μένα, με το δέος που αισθάνεται κανείς όταν μπαίνει στο ιερό μιας παλιάς βυζαντινής εκκλησιάς. Έφθασα απέναντι, έβγαλα το μικρό κλειδάκι και ξεκλείδωσα το λουκέτο, άνοιξα το μικρό «πορτί» -όπως έλεγε η Στέλλα Λαγουδάκη τη δεκαετία του ’50- και μπήκα στην πρασιά.

            Μεγάλες πήλινες γλάστρες με τεράστια πλατύφυλλα κι άλλες με πρασινοφουντωμένεςλεπτόκορμες γεμάτες μικράγκαθα αράχνες, έκαναν την πρασιά να μοιάζει με πίνακα του Βαν Γκογκ. Στο παρτέρι -δίπλα στο «πορτί» - καμάρωνε μια φουντοπροικισμένη μ’ αμέτρητα πολύσπορα ρόδια σφιχτόκορμη ροδιά. Δίπλα κατάλευκα χωνάκια από καταπράσινες κάλες, τέντωναν το λαιμό τους τ’ αψήλου. Μια τρανή τριανταφυλλιά έγερνε με τσαχπινιά το κορμί της στο χάϊδεμα τ’ αγέρα, περήφανη για τα λαμπροκόκκινα -σαν βυζαντινή πορφύρα- τριαντάφυλλά της. Πιό πέρα, στη γωνιά, μιάκουκλοπανέμορφη λεμονιά, γεμάτη με χρυσοκίτρινα χυμώδη ευωδιαστά λεμόνια. Πλησίασα στο πρόσωπό μου ένα χαμηλό ευλύγιστο κλαρί της γεμάτο λεμόνια. Πήρα ένα στις χούφτες μου και χωρίς να το κόψω το χάραξα με το νύχι του αντίχειρα μέχρι που δάκρυσε τους χυμούς τής φλούδας του. Με μια βαθιά εισπνοή μύρισα τη θεϊκή μυρωδιά και μετά άφησα την κλάρα λεύτερη να πλησιάσειτο σιδερένιο πρασινοβαμμένο κάγκελο και να δείχνει στους περαστικούς -σαν την εφηβοκόρη που χαίρεται τα λεμονόστηθα της εφηβείας της – τους πλουσιανεπτυγμένουςσκληρόφλοιους καρπούς της. Και λίγο παραδίπλα απ τη λεμονιά, μια μικρή κενή λακούβα, θυμίζει τον μαυροκαρβουνιασμένο κορμό μιας νεκρής μουριάς, ξεθαμμένης πριν λίγες μέρες από τον εβδομηντάχρονο λεβέντη τής γειτονιάς. Άκουσα τον ήχο απ’ το φτερούγισμα μιάς κουκουβάγιας, χάϊδεψα τον φουντωμένο όγκο τούμυριοχιλιαρωματισμένου δυόσμου μεσ’ την αγκαλιά τής πήλινης μεγάλης καφετιάς γλάστρας δίπλα στ’ αψηλό σκαλοπάτι τής ομορφοϊσιοτσιμεντοστρωμένης πρασιάς. Πιο πέρα τ’ αγιόκλημα, σφιχταγκάλιαζε ερωτικά το γεμάτο πόθο κορμί μιας άλλης λεμονιάς, σκαρφαλώνοντας τ’αψήλου.

            Δίπλα ένας παμπάλαιος μαρμάρινος νεροχύτης, ξαπλωμένος βαριεστημένα ανάσκελα, έβλεπε λες με φόβο την  παλιά ορειχάλκινη βρύση να τον κοιτάζει «καρσί», κρεμασμένη ένα μέτρο πάνω απ’τ’ ανοικτά του στήθια. Εκεί που ένα κρυστάλλινο σπαθί κρεμόταν απ’ τα χείλη της βρύσης, ακίνητο λες στον αιώνα. Σαν να’ταν η τιμωρία -θα ‘λεγες – στο λίγο νερό, που τόλμησε να κρεμάσει τη νεροσυρμή του χωρίς να φοβάται ότι ο παγωμένος αέρας τού μεσονυχτίου τής πρωτοχρονιάς, που κατέβαινε με φόρα απ’ την Πλατεία Υμηττού προσπαθώντας να λυγίσει τους χοντρόκορμους αυστραλιανούς ευκάλυπτους, τους βαθιορίζωτους στα πεζοδρόμια της ομορφασφαλτοστρωμμένης Παναγούλη – τής παλιάς Στρατηλάτου Κωνσταντίνου- θα μπόραγε να το παγώσει και να το κρατήσει πετρωμένο ολονυχτίς, μέχρι να το λιώσει τ’ απαλοχάδι τού αδύναμου ντροπαλόβγαλτου ήλιου τής Πρωτοχρονιάς, της Άγιας Μέρας π’ ακλουθούσε.

            Δυο, τρία λουλουδάκια πό ‘χαν στοιχηματίσει ότι θα ζήσουν, αντέχοντας την πρωτοχρονιάτικη παγωνιά, έστελναν μ’ επιμονή τη λάμψη τής κίτρινης ανθογύρης, τής σκεπασμένης με μικρές σταλαματιές δροσιάς, που ήταν θα ‘λεγες τα πικρά δάκρυα μιάςαπατημένης παρθένας, παρατημένης, μοναχής κι ανεμοδαρμένης απ’ τ’ αγιάζι της νυχτιάς. Και ‘κείνο το τρεμοφώς τους, σάνά ‘θελαν να τρυπήσουν εδώ κι εκεί το μαύρο σεντόνι τ’ απλωμένο μέσ’ στα μεσάνυχτα τής αλλαγής του χρόνου, έμοιαζε με την αδύναμη φωτοχλωμάδα που χαρίζουν οι μικρές νυχτολαμπίδες, οι κωλοφωτιές, καθώς με ειδικάφωτογόνα όργανα κάνουν τις στρουμπουλοκοιλίτσες τους ν’ ακτινοβολούν στα πέριξ.

            Μακριά απ’το έμπα τής πρασιάς, στο βάθος, πάνω στη στροφή τής σκοτεινής αυλής, το βλέμμα μου πήρε και τη μικρή ανάλαφρη βαρκούλα τούΠανανού, που περίμενε με υπομονή το καλοκαίρι, τότε που την έριχνε με το μαΐστρο τής αυγής στην αγκαλιά τής μεγάλης του αγάπης, τής θάλασσας του Σαρωνικού και κινούσε για το λατρεμένο του αλαργινό ψάρεμα, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει --για δυο-τρεις ώρες-- απ’ την απάνθρωπη ανθρωπότητα που σαν σουρτοθελιά έπνιγε τη δεκαετία τού ’50- στον Υμηττό τους μεροκαματιάρηδες τής προσφυγιάς. Αυτούς τους μεροκαματιάρηδες, που λάτρευε σαν αδέλφια του απ’ τα τρίσβαθα τής άδολης ψυχής του και που όταν γυρνούσε αργά πια με το μούχρωμα τής Επιτολήςτ’ Αποσπερίτη απ’ το ψάρεμα τους φώναζε και τους χάριζε τα ψάρια πό’χε ψαρέψει, για να φάνε τα παιδιά τους. Έτσι, στον Υμηττό, ΕΜΕΙΣ τα παιδιαρέλια τής δεκαετίας του ’50, τρώγαμε μια φορά τη βδομάδα ψάρια, χάρις στον Πανανό. Στον Πανανό, που τα ελάχιστα πια ψάρια που μινέσκανεμετά τα τόσα δώρα για τα λατρεμένα του παιδιά στη γειτονιά, τα έφερνε στο σπίτι του και τα τηγάνιζε στο χοντρό τηγάνι πάνω στη χιλιομαυρισμένη γκαζιέρα, στο μικρό στενό κουζινάκι με τον μικρό πέτρινο πάγκο δεξιά στο έμπα του και ένα χοντρό νεροχύτη κάτω απ’ το μικρό ανατολικό -γι’ αυτό και φωτεινό- παράθυρο αριστερά, δίπλα στη χαμηλή πέτρινη μάντρα τού Λευτέρη.

            Άφησα την πίσω αυλή και με βήμα ράθυμο, γεμάτο νοσταλγία για τα παλιά, γύρισα πάλι στη πρασιά, δίπλα στο «πορτί». Απόφυγα να δω προς το παράθυρο. Αντίθετα τού γύρισα πλάτη και έστειλα το βλέμμα μου ν’ απαλοχαϊδεύει το ψηλό γαλάζιο τριώροφο των Γαλάνηδων. Μα… κι εδώ ερημιά. Ολάκερο τριώροφο… Τόσα δωμάτια… Τόσα παράθυρα… όλα κλειστά. Ερημιά! Κανένας Γαλάνης! Τους ρούφηξε η Αμέρικα. Χαθήκαν όλοι. Μόνο ο Στελάρας έχει μείνει πέρα μακριά στο Σικάγο. Ναι, κείνο το ξανθόμαλλο Μπιτλάκι της δεκαετίας του ’60, τότε που σε κάθε τάξη τού «13» υπήρχε και ένας Γαλάνης. Μόνο ο Στέλιος πια μας τηλεφωνεί- αργιά και που- και ακούμε τη φωνή του και αυτός ακούει Ελληνικά! Ακούει τη γλώσσα του!

            Θα ‘ταν ένα μακρύ κομμάτι μπετονιάμ’ένα αγκίστρι δεμένο στην άκρη, που πέταξε ο Πανανός, γάντζωσε το γιακά μου και χωρίς να το καταλάβω με τράβηξε και βρέθηκα πάλι απέναντι στο ανοιχτό παράθυρο του σαλονιού. Έστησα αυτί ν’ ακούσω καλά… Ένα γραμμόφωνο σκόρπιζε μεσ’ στη σιγαλιά τής αλλαγής τού χρόνου στον έρημο Υμηττό, ένα μινόρε από ένα αξέχαστο αιωνόβιο, νοσταλγικό,σμυρνέϊκοτραγούδι, που τόσες και τόσες φορές- τότε που πλημμύριζαν την ψυχή του οι θύμισες τής Σμύρνης, τής πατρίδας του- είχα ακούσει να το σιγομουρμουρίζει ο Πανανός, σφουγγίζοντας κρυφά με τ’ ανάστροφο τής χιλιοροζιασμένης απ’ τη δουλειά παλάμης του, το δάκρυ , που σε αργή κίνηση γλιστρούσε απ’ το πανέξυπνο, ολόφωτο μάτι του,ακλουθώντας τη γραμμή μιας βαθιάς ρυτίδας, απομεινάρι μιας πολύπαθης σκληρής ζωής. Μιας ζωής, που όπως ο ημίθεος Ηρακλής είχε νικήσει το αθάνατο λιοντάρι πνίγοντάς το μεσ’ στα ανίκητα μπράτσα του, έτσι κι ο Πανανός την είχε κατακτήσει, τη ζωή, παλεύοντας τον αγώνα τον καθημερινό, τον σκληρό αλλά και αγιασμένο. Μιά ζωή, που τη σφιχταγκάλιαζε με τα πετρωμένα από τη δύναμη μούσκλια τής αγκαλιάς του, απ’ τα χαράματα που ‘φευγε για τη δουλειά, τη χιλιοπάλευε ολημερίς στο ταπί της παλαίστρας του μεροκάματου κι αργά το βράδυ την έρριχνε με μια λαβή ανασκέλωτα, πλάτη στο καναβάτσο και ακούγοντας το ανάποδο μέτρημα: Δέκα, εννέα, οχτώ… τρία, δύο, ένα πεταγόταν νικητής της ημέρας, μάζευε τα εργαλεία του στην τσάντα του κι έπαιρνε το δρόμο για το άγιο προσφυγικό του, να πιεί και κάμποσες μισές με το νέκταρ απ’ τη λαμπρόχρυση ρετσίνα του, να σβήσει βαθιά στο πιοτί τούς μεγάλους του καημούς, να ξετινάξει την κούραση απ’ το λιωμένο του κορμί, να πάρει ανάσα, να ξεδώσει, να ξαποστάσει, να νιώσει λεύτερος μέχρι το χάραμα τ’ άλλο πρωί.

            Το αιωνόβιο μπουζούκι συνέχιζε το Σμυρνέικο τραγούδι του όταν σκέφτηκα ότι θα ‘πρεπε να ευχαριστήσουμε την τεράστια θύμηση, που μας πρόσφερε απόψε ολοζώντανους τον Πανανό και την Μαρία Χατζηνικολάου σε μια Πρωτοχρονιάτικη χρυσή κύλικα, να μεθύσουμε πάνω στην αλλαγή του χρόνου, να σκίσουμε ‘κείνο το «Μένουμε σπίτι» το κρεμασμένο στην πόρτα μας, να δραπετεύσουμε για λίγο απ’ την άγρια κλεισούρα τού άτιμου κορονοϊού και για λίγη ώρα να σπάσουμε από πάνω μας τα δεσμά τής μοναξιάς που σκληροβόσκει με πίκρα στα στήθια μας και να πιούμε ένα κρασί – στημένοικαρσί- με δυο φίλους απ’ τα παλιά. Δυό φίλους π’ αποζητώ να ξαναδώ τα πρόσωπά τους. Ρίχνω το βλέμμα μου στο ανοιχτό παράθυρο να τους χορτάσω. Μα… τί έγινε; Κείνη η άγια μάννα δε φαίνεται πια. Κι ο Πανανόςαχνοσβύνει υποχωρώντας μεσ’ στην αχλύ τού μισοσκόταδου τού σαλονιού. Τελευταία ακούγεται απ’ το βάθος η φωνή του, όπως πάντα σίγουρηκαι στεντόρεια, σαν τη φωνή του μυθικού ήρωα απ΄την Αρκαδία, τού γενναίου Στέντορα,πό ‘χε πολεμήσει με όλους τους Έλληνες στην Τροία: Γιέ μου, Καλή Χρονιά!!!

            Σ΄ολάκερο τον Υμηττό αισθάνθηκα μόνος. Παντού ερημιά. Έκλεισα το παράθυρο. Μα τόση ώρα ήταν ανοιχτό… Δεν έκανα λάθος… Εκεί τόση ώρα ήταν… Ναι, έβαλα μια πέτρα να το κρατά κλειστό μη τ’ ανοίξει ο αγέρας, έκανα το σταυρό μου κατά λιακού και πισωγύρισα αργοπατώνταςαπαλόηχα. Τράβηξα το πορτί και κλείδωσα το λουκέτο με το μικρό του κλειδάκι. Βουβά τα μεσάνυχτα, τα σκιάζουν μοναχά οι κρότοι απ’ τα βαρελότα και βεγγαλικά απ’ την Πλατεία στο Σύνταγμα, που ήταν σαν να επαναλάμβαναν για να το εμπεδώσουμε: Πάει ο Παλιός ο Χρόνος!

            Έσυρα τα βήματα μου στ’ ομορφοπλακωστρωμμένο πεζοδρόμιο, χτυπώντας με «μυτάκια» κάθε νεράτζι που συναντούσα πεσμένο στο διάβα μου. Πέρασα δίπλα στη Μερσεντές του Λευτέρη και χάραξα με το δάχτυλο μου την παχιά νυχτερινή υγρασία που σκέπαζε το δεξί φτερό της. Έφτασα στη γωνιά Παναγούλη και Αδριανουπόλεως. Ύψωσα τα μάτια μου και αγνάντευα απέναντι το λαμπροφωτισμένο γιορτινό μπαλκόνι μου. Τα πολύχρωμα, πολυάριθμα λαμπάκια του τρεμαναβοσβήνανε και σαν πανίσχυροι μαγνήτες ένιωσα να με τραβούν εκεί ψηλά κι αισθάνθηκα να ‘μαι στην αγκαλιά τους, σαν ξαπλωμένος σε μια τεράστια φωτεινή αιώρα. Στ’ αυτιά μου, μια γνωστή, αξέχαστη φωνή ψιθύριζε: Γιε μου! Ευτυχισμένο το 2021!!!

ΕΙΘΕ!!!



Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

«Το μαντρί με τα ζα του Λια»


Λαμβάνω την τιμή να πληροφορήσω υμάς ότι τη Δευτέρα, 20-7-2020, γιορτή τ’ Αϊ-Λια γιορτάζω.
Το κοσμικό γεγονός θα λάβει χώραν εις την παραθαλάσσια στάνη μου, γνωστή ως «Το μαντρί με τα ζά του Λια». Δια τους έχοντας κότερο αρκεί ο γνωστός λιμενοβραχίων. Όσοι έλθουν με Λαμπορκίνι, Μαζεράτι, Μπέντλεϊ και άλλα αυτοκίνητα της… σειράς χτυπήστε το τροκάνι δυνατά, να σας ανοίξει ο βοσκός πού ‘χω στη στάνη, να τα παρκάρετε με τα γιδοπρόβατα, γιατί όξω κυκλοφορούν αλεπούδες, μαθές!
Αναμένουμε μεγάλο πανηγύρι και πολύ κόσμο. Γι’ αυτό να κρατάτε τις αποστάσεις απ’ τα ζά – κυρίως σκιάζομαι τα κριάρια που κουτουλάνε – και να φοράτε… μάσκα! Το καλλίτερο θα ήταν πλήρης στολή σφουγγαρά με σκάφανδρο και φιάλη οξυγόνου.
Όχι, όχι, όχι! Κορωνοϊός δεν υπάρχει!!! Απλά για να αναπνέετε λίγο καθαρό αέρα, γιατί έχει χαλάσει ο κλιματισμός στη… στάνη και όσο να ’ναι… λίγο μυρίζουν τα κακάκια απ’ τα πράϊτα κι οι σβουνιές απ’ τις αγελάδες στο διπλανό χωράφι. Ο Αϊ-Λιας να ‘ναι κοντά μας και θα περάσουμε μούρλια. Αλλιώς θα βουτήξει το άρμα του ξαφνικά και θα αναληφθεί στους ουρανούς και άντε να τακτοποιήσει το θέμα μετά ο… κοινοτάρχης.
Σας περιμένω ούλους τους φίλους βοσκούς με τα κότερά σας και τα καμπριολέ σας.
Με ούλη μου την αγάπη
Λιάς Γιαννιάς
Ένας Ζελιώτης-Αρκάς-βοσκός.
Αθήνα 18-7-2020




Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Ας χαρίσουμε γέλιο και χαρά !



ΟΧΙ!!! ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΥΣΙ!!!

Αλήθεια σας λέω!!! Σε λίγες μέρες θα συναντηθούμε από... πολύ κοντά και 
θα σας πλημμυρίσω από αγάπη, γέλιο, χαρά και ευτυχία όπως πάντα!!!
Αθήνα 6-6-2020
Το φιλαράκι σας
Ηλίας Π. Γιαννιάς
(απόφοιτος 1968)
Ένας 18χρονος θεοπάλαβος ασπρομάλλης και ασπρομούσης παππούς

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

Σκέψεις συμμαθητή μας (1968) στα 70α γενέθλιά του....

...και να ετοιμάζονται - σε ένα χρόνο από τώρα - οι απόφοιτοι της Τάξης μας (1969) !!!




Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Τρείς μήνες απ’ το ολοκαύτωμα στο Μάτι.

του Ηλία Παναγιώτη Γιαννιά

Γιατί... Θεέ μου;;;
Πίσω απ’ την αχλύ του πρωινού
μαύρη είν’ η ματωβαμμένη γη στο Μάτι.
Στάσου και δόσε βάση στο στεντώρειο μοιρολόϊ των φωνών,
Που σαν σουρτοθελιά σού πνίγουν την ανάσα.
Στάσου κι αφουγκράσου το ανατριχιαστικό άκουσμα
π’ ακλουθούσε το τσιτσίρισμα της καιόμενης ανθρώπινης σάρκας.
Στάσου κι αφουγκράσου την εκκωφαντική φωνή της σιωπής
τού θανάτου στο παντέρμο Κόκκινο Λιμανάκι.
Και θρήνησε --χωρίς άργητα-- κι εσύ μ’ αναφιλητά,
όπως τρεις μήνες πριν, στις 23 Ιούλη 2018, έκλαιγα πικρά
‘κείνο το δείλι, την ώρα της επιτολής τ’ Αποσπερίτη.
Κλάψε ν’ ακουσθεί ο θρήνος μέχρι το ξάγναντο για το Μακρονήσι.
Ο θρήνος που ακούν οι σκιές των εκατό αθώων,
που ουρανοβάμονες πια γυροφέρνουν ανάερα
και βλέπουν σαν τα πεφταστέρια τη «Νεκρή Γη» στο Μάτι.
Εκεί που κανείς δεν απολοήθηκε απ’ τους αναίσθητους,
που έχουν αγκιστρωθεί στη ραστώνη της σιγουριάς
της τετράχρονης βουλευτικής θητείας τους.
Που τις υψωμένες ανοιχτοδάχτυλες παλάμες
τού πονεμένου –απ‘ το ολοκαύτωμα στο Μάτι—λαού,
τις παίρνουν για χαράς κι αγάπης χαιρετισμό... οι ανάλγητοι!

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΖΗΤΗΣΕ ΣΥΓΝΩΜΗ!!!



Αχ, ρε πατέρα...
Ανασκαλεύοντας σαν σε παλιά μουρχούτα τα χρόνια πό ‘χαν περάσει όσο ζούσες κοντά μου σαν πυροσβέστης, τότε που παραδέχονταν οι συνάδελφοί σου οτι η ιερή μορφή σου απεικόνιζε τον καλλίτερο  πυροσβέστη που είχε γεννηθεί στην Ελλάδα, γυρνώ πισωθωριά (flash back που λένε οι γραμματιζούμενοι, γιατί εγώ όλη τη ζωή μου δεν έχω ανοίξει βιβλίο) και φθάνω στο Μάτι στις 23 Ιούλη 2018.
Αχ, ρε πατέρα...
Αν ζούσες ‘κείνο το δείλι στο Μάτι, πολλοί ‘θέλα νά ’χαν σωθεί απ’ τη δημολάλητη πείρα σου, την ευαίσθητη, άγια ψυχούλα σου και την ηρωική αυταπάρνηση και αδιαμφισβήτητη αυτοθυσία σου για τον συνάνθρωπο. Γιατί δεν ξέρω πώς έκανες ζάφτι τα στοιχεία της φωτιάς κι έβγαινες στο τέλος πάντα νικητής.




Σαν μνημόσυνο στον πατέρα μου
Παναγιώτη Γεωργίου Γιαννιά
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗ
πού σαν σήμερα στις 23 Οκτώβρη 1995, μέσ’ στ’ ανήλιαγο χεινοπώρι, μ’ άφησε κληρονομιά την ευαίσθητη, άγια ψυχούλα του και σαν αγνό λευκό περιστέρι πέταξε ψηλά στα τρισμεσούρανα.







Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Αφιερωμένο στον εγγονό του Ηλία Γιαννιά , για την εορτή του !

Όταν οι άγιοι περπατούσαν στή γή.
Ο πυροσβέστης απ’ την Τεγέα.




Παναγιώτης Γ. Γιαννιάς (Μπαλκανάς)
Αντιπύραρχος Πυροσβεστικού Σώματος
Ζελιώτης.

Ήταν απόγευμα. Η ώρα περασμένη. Έξω κυριαρχούσε μια βαρυονεφιά. Ένα μούχρωμα σαν μιά τεράστια ωχρογκρίζα αυλαία στη σκηνή ενός παλιού θεάτρου, όπως η θεώρατη κεντρική σκηνή τού Εθνικού στο κτίριο τού Τσίλερ.  Μια μουντή αλισάχνη συμπλήρωνε τη χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα και θά ‘λεγες ότι το αφράλατό της ζητούσε να σκιάσει τούς όγκους απ’ τα χαμηλά πετροχτισμένα και με τετράριχτες σκεπές κεραμιδοσκεπασμένα προσφυγικά με τους μακρόβιους Αυστραλιανούς ευκάλυπτους πού, δισθεώρατοι καθώς ήταν, ζητούσαν να τρυπήσουν τα τρισμεσούρανα, ξεκινώντας από ένα γαιοπρόβλητο κορμό στα πεζοδρόμια τού Υμηττού. Στη Στρατηλάτου Κωνσταντίνου, 14-15 παιδιά της γειτονιάς παίζανε ποδόσφαιρο, με φωνές χαρούμενες: - Έλα μεγάλε Μπέμπη με τις ντρίπλες σου! ή – Τι γκολάρα ήταν αυτή, ο... Υφαντής είσαι;
Ξαφνικά απ’ τη γωνιά στο βάθος τού δρόμου έστριψε ένα τζιπ τής πυροσβεστικής. Η στριγγλιά τής σειρήνας του ήταν εκκωφαντική και στην οροφή του ο φάρος με το κοκκινοκίτρινο φως έδιωχνε  όλους στην άκρη. Το τζιπ ήταν... γνωστό στη γειτονιά. Συχνά ερχόταν κι έπαιρνε τον πυροσβέστη να τον πάει σε μια πυρκαγιά, σε μιά πλημμύρα ή όπου αλλού θα βοηθούσε η δημολάλητη πείρα του μιά και η ζωή τον είχε τυλίξει πολλές φορές στη ρόκα του πανδαμάτορα χρόνου. Και τώρα έγινε το ίδιο. Ακούστηκε η στριγγιά τριβή των τροχών στην άσφαλτο, ο πυροσβέστης άνοιξε την πόρτα, σάλταρε μέσα και το τζιπ, στο πρώτο ανοιγόκλειμα των ματιών μας, έστριβε κιόλας 100 μέτρα πιο πέρα. Για κάποιες στιγμές ακουγόταν ακόμα η σειρήνα του. Μετά πλήρης ηρεμία σε ολόκληρο τον Υμηττό. Ηρεμία, ναι! Αλλά στο τζιπ της πυροσβεστικής; Εκεί... όχι!
Ο πυροσβέστης, που τον διέκρινε άλλες φορές μια αταραξία, μια νηφαλιότητα εκνευριστική, ήταν εκτός εαυτού! Ούρλιαζε στον οδηγό: - Πάτα, πάτα πιο γρήγορα! Λές και κάποιος του ψυθίριζε στ’ αυτί ότι δεν ήταν δυνατόν να προλάβει όσο κι αν έτρεχε. Τί να προλάβει; Τί συνέβαινε; Αυτά μόνο ο δημολάλητος πυροσβέστης μπορούσε να τα προαισθανθεί. Και φώναζε: - Πάτα, πάτα πιο γρήγορα! Το τζιπ σ’ ενάμιση λεπτό άφηνε τη μάντρα τού Α’ Νεκροταφείου, ωρμούσε στην κατηφόρα μέχρι τη γέφυρα τού Ιλισσού και «με μια γκαζιά» πέρναγε μπροστά απ’ την Πύλη τού Αδριανού. Κι ο πυροσβέστης ούρλιαζε: - Πάτα, πάτα κι άλλο! Στην Αμαλίας η κίνηση δεν ήταν μεγάλη, ο πυροσβέστης είχε βγει ο μισός έξω απ’ το παράθυρο και με το δεξί του χέρι έκανε σινιάλο στους οδηγούς να πάνε στην άκρη. Ο Εθνικός Κήπος  τέλειωνε  και φάνηκε η Βουλή, όταν είπε στον οδηγό του: - Κατέβα ανάποδα την Όθωνος και μπες με φόρα στη Μητροπόλεως! Πήραν δύναμη απ’ το πυκνοκισσόπλεκτο άγαλμα τού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου απέναντι στο έμπα τής μεγάλης εκκλησιάς και με δυό ανάσες έφτασαν στην Αθηνάς. Ο πυροσβέστης είχε τρελλαθεί, ούρλιαζε: - Πάτα, πάτα πιο γρήγορα! Την επόμενη στιγμή μπήκαν σ’ ένα δρομάκι  που έγραφε  «Οδός Αγίας Θέκλας». Στο βάθος είχε γίνει παρανάλωμα τής φωτιάς ένα παμπάλαιο διόροφο σπίτι, τής εποχής του 1800. Ένα σπίτι που παλιά ζούσε ένας γιατρός με την πανέμορφη, νεραϊδοαγγιγμένη κόρη του την οποία είχε ερωτευθεί ο Λόρδος Βύρων. Ο πυροσβέστης πρόσεξε –περιβόητη ήταν η παρατηρητικότητά του- ότι τέσσαρες πυροσβέστες με τους αυλούς τους μπροστά στην είσοδο τού ισογείου άφηναν το νερό τους να στροφοδινιέται για να σβήσουν ό,τι μπορούσαν.
Τον πυροσβέστη ξαφνικά σαν σουρτοθελιά τον έσφιξε η αγωνία που σφυροκοπούσε ασίγιαγα τα φυλλοκάρδια του. Νόμιζε ότι θα λυποθυμήσει. Αλλά ευτυχώς εμπιστεύτηκε η καρδιά τη φωνή τής πείρας τού νού τού πυροσβέστη. Δεν μπορούσε να περιμένει.  Δεν έπρεπε να περιμένει.  Δεν είχε δικαίωμα να περιμένει. Γιατί δεν θα προλάβαινε. Σε λίγα δευτερόλεπτα θα ήταν αργά. Άλλωστε ψηλά στον ουρανό, μεσ’ στη μαυρίλα του καπνού είδε μια μορφή φωτεινή, γλυκειά, γαλήνια που τόσες φορές τον είχε βοηθήσει. Η μορφή αυτή του ‘κλεισε φιλικά το μάτι σαν να του ‘λεγε: ΤΩΡΑ!!!
Και ο πυροσβέστης κατάλαβε. Ένοιωσε μέσα του μια πρωτόφαντη έκρηξη αδρεναλίνης και με τον δεξιό αγκώνα χτύπησε με δύναμη την κλειστή πόρτα του τζιπ. Η μπετούγια έγινε κομμάτια και η πόρτα τινάχτηκε στο κενό και βρόντηξε με πάταγο μπροστά, πάνω στον δεξιό τροχό. Ο πυροσβέστης πετάχτηκε έξω και σαν δρολάπι αφηνιασμένο όρμησε στο δρομάκι φωνάζοντας με όλη τη δύναμη τής άγιας ψυχής του, σαν παραλοϊσμένος:
-Πίσωωωωω! Παιδιά πίσωωωωωωω! Οι τέσσαρες πυροσβέστες, που σκυμένοι μπροστά στην κεντρική είσοδο τού ισογείου έρριχναν νερό πολεμώντας την ανίκητη φωτιά, άκουσαν τη στεντώρεια φωνή τού έμπειρου συναδέλφου τους και έκαναν δύο βήματα πίσω πατώντας στην άσφαλτο τού στενού δρομίσκου.
                Και τότε – ω Θεέ μου!!! – ακούστηκε ένας γδούπος λες και είχε πέσει αεροπλάνο μπροστά τους. Πράγματι, το τεράστιο Πεντελισιομαρμάρινο νεραϊδοτριχαπτοσκάλιστο μπαλκόνι τού πρώτου ορόφου, έσκασε με μιά γεωσείστικη δόνηση στο πεζοδρόμιο, μπροστά στην πόρτα τού ισογείου. Εκεί που δευτερόλεπτα πριν ήταν οι τέσσαρες πυροσβέστες. Η φωνή: Πίσωωω! Παιδιά πίσωωω! δονούσε ακόμα τα τύμπανα στ’ αυτιά τών τυχερών πυροσβεστών όταν αυτοί με δακρυσμένα τα -κατακόκκινα απ΄τις φλόγες και την μυαλοζαλίστρα κάπνα- μάτια τους, έτρεξαν να ευχαριστήσουν τον σωτήρα τους φιλώντας του τα χέρια. Κι ο καλοκάγαθος πυροσβέστης τους χάϊδεψε τα κεφάλια με πατρική στοργή όπως έκανε πάντα κι απολοήθηκε ταπεινά, χαμηλώνοντας τα αγνά –απ΄τις αντανακλάσεις τής άγιας ψυχής του- γκριζογάλανα μάτια του: -Μα... εγώ δεν έκανα τίποτα!!!
Τί είπε ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ;;; Μόλις είχε βιώσει ένα απ’ τα αμέτρητα αμάραντα άθλα της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, αφού με την πρωτόφαντη διορατικότητά του και με την αξιοθαύμαστη απο όλους παρατηρητικότητά  του είχε σώσει τη ζωή τεσσάρων πυροσβεστών-συναδέλφων του και όμως το είχε ήδη λησμονήσει, πιστεύοντας ότι απλά είχε κάνει το... καθήκον του!!! Μετά γύρισε χωρίς άργητα και έκανε το σταυρό του κατά λιακού, ενώ σφούγγιζε τα βουρκωμένα του μάτια με τ’ ανάστροφο τής παλάμης του.  
                Τέλος ζήτησε και πήρε απ΄τον υπεύθυνο αρχιπυροσβέστη έναν αυλό, φωνάζοντας πάλι με τη δυνατή φωνή του, που ακουγόταν κάποτε σ’ όλα τα διάσελα τού Μαίναλου στην αντροξεθρέφτρα Αρκαδία, τότε που, μειράκιο ακόμα, ξαπόστανε στο ασίγιαγο δροσαγέρι κουρασμένος, όταν έβοσκε με τρανό σάλαγο «τσάπ, τσάπ! έϊ, έϊ!» μέσ’ στον κουρνιαχτό τα πολυβοστρυχοπλουμισμένα πρόβατα της φαμίλιας του με τα θεόηχα, αργόηχα τροκάνια να αχολογούν τη θεϊκή καλλικέλαδη ποιμενική μελωδία του Αρκά τραγοπόδαρου θεού Πάνα στο αμαραντοπαλιουροτσουκνιδοαφανοσπαρτογαϊδουραγκαθοθρουμποριγανοτριβολιδοσκολιαντροκουσκουτοφαλαριδογαλατσιδοαγριογκορτσιομπουρτζαφανοφουσκουνιαγριοκισσομπουρτζιοσμυρτιοαγριολουπινοσερνικοβοτανοαγριαλισφακιορεικοβαλσαμοαγριοτριανταφυλλιοβατοσχινοθυμαροσκεπασμένο αιγοπροβατοβόσκητο αγιοχώματο, βαρυανήφορο καταράχι, με τον πελώριο -φτιαγμένο από ασήκωτες στουρναρόπετρες- κουκούερα-σηματωρό, έργο του ΔΙΚΑΙΟΥ Αριστείδη Μπίσια γιού του ΑΓΙΟΥ μπάρμπα Λεωνίδα, ουρανεβασμένο ψηλά στον Άϊ-Λιά του Ζελιού, έξω απ’ την Τρίπολη, αγναντεύοντας απ’ τ’ αψήλου κατά λιακού τον Κολοσούρτη με τις σκολιοφιδίσιες στροφές του κι απ’ την άλλη, πέρα, το αλίσμηκτο Κατάκολο, στην άκρη του Μωριά στο βαθυγάλανο ατλάζι της μυριοχιλιοπεντάμορφης θάλασσας εκεί στα ξαγνάντια, που βουτά σαν ολοπόρφυρη ζωγραφιά το πυρίφλογο αχτινοβόλημά του ο ήλιος το δείλι, την ώρα τής επιτολής τού Αποσπερίτη. Όπως τότε που τραγουδώντας το πατροπαράδοτο δημοτικό Μωραϊτικο λεβέντικο γεωσείστικο τσάμικο «Μέσ’ στο βάλτο Γιάννη Γιαννιά» (Γιαννιάς άλλωστε κι αυτός), έσκιαζε τα γοργόφτερα αγριοπούλια που κρυμενοκουρνιασμένα μεσ’ στη λάβρα του μεσημεριού, λάκαγαν απ’ των δεντρών τα κλώνια και σκορπανεμίζονταν απ’ τη στεντώρεια φωνή του κι άναβε σεβντά στις Ζελιωτοπούλες που τον άκουγαν. Έτσι το ίδιο, φώναξε πάλι:
-Παιδιά, όλοι μαζί, πάμε τώρα να σβήσουμε τη φωτιά!!! Είς έργον!!!

Ηλίας Παναγιώτη Γιαννιάς (Μπαλκανάς)
Τηλ. 2107626525
Αθήνα 20 Ιούλη 2018, τ’ Άϊ-Λιά.


Αφιερωμένο στον εγγονό μου Ηλία,
για τη γιορτή του.

Διάρκεια ανάγνωσης κειμένου 11’

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

ΣΚΕΨΕΙΣ, ΓΝΩΣΕΙΣ, ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΥΜΗΣΕΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΣΙΒΥΛΛΑ EXIT» ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ «ΦΑΝΗΣ ΧΗΝΑΣ».


Ηλία Π. Γιαννιά

            Πάρτε τη... φραπεδιά σας, αράξτε αναπαυτικά στον καναπέ σας και διαβάστε. Δεν έχω γράψει ΚΡΙΤΙΚΗ. Ένα φιλικό κουβεντολόι θα κάνουμε αναμετάξυ μας. Θέλω στο διάβα της ανάγνωσής σας να μου μιλάτε, να μου απαντάτε. Κι εγώ θα πιάνω τις κουβέντες σας με τις κεραίες της ψυχής μου, μιας ψυχής που είναι τόσο ευαίσθητη, όπως λέει η αξιολάτρευτη φίλη Τόνια Ζεβόλη.
            Με πρωτόφαντο δέος ψες βράδυ πέρασα μετά από χρόνια το κατώφλι του ΣΙΝΕ ΡΙΡΙΚΑ. Μια καδριοσφύχτρα συγκίνηση με συνεπήρε, στη θύμηση ταινιών που έβλεπα εκεί από παιδί. Θα’ταν τέλη της δεκαετίας του ’50 που είχα απολαύσει τον «Μιχαήλ Στρογγόφ» με τον Κουρτ Γιούργκενς (σαν να τη βλέπω τώρα, ξημερώματα Κυριακής 4-3-2018) ή τον «Κόκκινο Κουρσάρο» με τον Μπαρτ Λάγκαστερ. Φοβερές εκείνες οι ώρες με το βλέμμα στο λευκό πανί, αλλά αξέχαστα κι εκείνα τα διαλείμματα με τις προτροπές «Σάμαλι, παστέλι, κοκ» ή «Στραγάλια, φυστίκια, πασατέμπο, ορίστε» για αγορά απ’τους τεράστιους ξύλινους δίσκους ή τα... ακριβά μπουκάλια «Σινάλκο» μέσα στον μεταλλικό κουβά με τον θρυματισμένο πάγο. Και ένοιωσα σαν να μου πέταξαν ένα πιάτο θρυματισμένο πάγο ξαφνικά κατά πρόσωπο, όταν είδα μπροστά μου την επιγραφή: Δημοτικό Θέατρο Δάφνης «Φάνης Χηνάς» και σαν πυρίφλογο κατακόκκινο σεντόνι με τύλιξαν οι θύμησες του αλησμόνητου Φάνη Χηνά. Τον έβλεπα νοερά μπροστά μου να αποδεικνύει πόσο ΜΕΓΑΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ ήταν, όπως όταν μας έπαιζε ένα ψυχοπλακωτικό γεμάτο αγωνία θεατρικό μονόλογο σ’ένα πατάρι 2Χ3 σ’ενα κατάστημα της Δάφνης (ίσως στην οδό Αγίας Βαρβάρας, δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς, «ου γαρ έρχεται μόνον», α μπα! Δεν είπα τίποτα , εννοώ έρχεται με... παρέα). Όπως πλησιάζοντας το θεατράκι, ένοιωσα πόσο θεοευλογημένος ήμουν, όταν πριν πολλά χρόνια παρακολούθησα μέσα στην κατάμεστη αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών τη βραδυά την αφιερωμένη στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη σε ενορχήστρωση του Μίκη Θεοδωράκη. Τότε ο Φάνης Χηνάς ξεκίναγε με μια θεόσταλτη μελίρρυτη απαγγελία των στίχων τού ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ και στη συνέχεια ο ήχος από το πιάνο έδινε την ευκαιρία να τραγουδήσει η άλλοτε γλυκόηχη και άλλοτε στεντόρεια φωνή του αναμίλλητου, του απαράμιλλου, του χαλκόστομου Γρηγόρη Μπιθυκώτση χωρίς μικρόφωνο! Με έφερε στην 2018χρονη πραγματικότητα το τρίξιμο της πόρτας που άνοιξα για να μπω στο μικρό θεατράκι. Για να δω την παράσταση ΣΙΒΥΛΛΑ EXIT.
            Ξέρουμε ότι οι Σίβυλλες ήταν γυναίκες που ενέπνεε ο Θεός Απόλλων ώστε να έχουν τη δύναμη να μαντεύουν τα μέλλοντα. Κατεβαίνοντας στο υπόγειο κουτούκι του θεάτρου, θυμήθηκα την τεράστια σπηλιά της Σίβυλλας που είχα επισκευθεί κάποτε στη Νάπολη της Ιταλίας απέναντι στον γεωσείστη Βεζούβιο. Κι εδώ, στο κουτούκι, πίστευα ότι θ’ακουγόταν ο Σιβύλλειος λόγος από δώδεκα Σιβυλλιστές ηθοποιούς άνδρες και γυναίκες και βέβαια ερασιτέχνες!!!
            Εεεε, λοιπόν ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ περί ΨΕΥΤΕΣ!!!
Ναι, ‘μω το φελέκι μου, ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΠΕΡΙ ΨΕΥΤΕΣ!!!
Γιατί ενώ μας είπαν ότι θα δούμε μια απλή ερασιτεχνική παράσταση αποδείχτηκε ότι ήταν ... ΨΕΥΤΕΣ!!! Γιατί η θεόμουρλη αυτή παράσταση δεν ήταν ερασιτεχνική! Γιατί ήταν άψογη! Γιατί αν τη βλέπαμε καλοκαίρι στο Δελφινάριο θα αισθανόμαστε απ’τα συνεχή ακράτητα γέλια άπειρες γεωσεισμικές δονήσεις, που θα προκαλούσαν δυνατό κυματισμό στη διπλανή, ήρεμη, ουρανόφωτη θάλασσα του φαληρικού όρμου, με τα παιχνιδιάρικα χελιδονόψαρα. Γιατί μας... κούφανε!!! Γιατί μας τρέλλανε! Γιατί ήταν... Duracel! Γιατί επί δύο ώρες συνέχεια κάναμε... τραμπολίνο στα καθίσματα στο μικρό κουτούκι καθώς η κάθε ατάκα των ηθοποιών σαν βουκέντρα του ζευγά μάς τίναζε απ’τη θέση μας, μάς πετούσε ψηλά και πριν προλάβουμε να καθίσουμε μας έστελνε πάλι στα ύψη στο άκουσμα της επόμενης ατάκας. Γιατί το πανέξυπνο κείμενο των τριών συγγραφέων προκαλούσε... ΤΟ... ΓΕΛΙΟ!!! Οι τρεις συγγραφείς, Γιώργος Γιαννακόπουλος, Μάνος Φύτρος και Αντώνης Χαχλάκης μας πρόσφεραν ένα κείμενο που κυριαρχεί το φαιδρό, το ειρωνικό και το σαρκαστικό στοιχείο. Χωρίς έλεος κτυπούν την ευτράπελη και υποκριτική συμπεριφορά της ανώτερης τάξης και της πολιτικής νομενκλατούρας, κάνοντας το γέλιο να φθάνει στα χείλη αβίαστα. Αναδεικνύονται άριστοι πλαστουργοί χαρακτήρων στη γλαφυρή σύνθεση της πρωτότυπης κωμωδίας τους.
Αισθανθήκαμε ότι είχαν στηθεί πίσω από τρεις κλειδαρότρυπες και με κρυφή κάμερα κατέγραφαν τις απίθανες ιλαροτραγικές σκηνές που διαδραματίζονταν μέσα στο κουτούκι του Σωτήρη. Απόλυτα παραστατικά και τέλεια ρεαλιστικά αποτυπωμένα όσα κατέγραψαν οι τρεις πολυτάλαντοι συγγραφείς. Με απίθανα ευρήματα, φρέσκο ολοζώντανο λόγο και έξυπνο και πηγαίο διάλογο με ξεκαρδιστικές στιγμές φαιδρότητας και ελαφράδας.  Ζωγράφισαν έντεχνα με το πινέλο της δεξιοτεχνίας τους έναν αξιοπρόσεκτο πίνακα με ένα φως απαστράπτον, ένα φως ιλαρόν που φωτίζει με ακτίνες χαράς τα σκοτεινά σημεία της κουρασμένης απ’την τύρβη της ζωής ψυχής τού ευαίσθητου θεατή. Τού θεατή που με το φανάρι τού Διογένη ψάχνει στις συννεφιασμένες μέρες μας τις αλήθειες της ζωής, με πηξίδα τη χαρά της καθημερινότητας.

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

01-10-2017 Από τη βραδυά των Αρκάδων στη Δάφνη , που τιμήθηκε η μνήμη του συμμαθητή μας Γιάννη Πισιμίση (1967).

Του Ηλία Παναγιώτη Γιαννιά (Μπαλκανά) από το χωριό Ζέλι.


            Στην εορταστική συγκέντρωση των Αρκάδων της Δάφνης (1/10/2017), σαν αληθινοί Αρκάδες, τιμήσαμε το γιατρό Παναγιώτη Τσινώνη απ’του Σκορτσινού. Ο γιατρός Τσινώνης- να ‘ναι καλά και να τα χιλιάσει- πρόσφερε τόσα πολλά σαν Ασκληπιάδης σε μικρούς και μεγάλους της Δάφνης μας, που χρειάστηκαν τις ολόχρυσες, ανεκτίμητες ιατρικές του γνώσεις. Και η πλακέτα που του προσφέρθηκε ήταν το ελάχιστο δώρο ευγνωμοσύνης μας. Αλλά και σαν αληθινοί Αρκάδες τιμήσαμε και τη μνήμη του αρχιτέκτονα- μηχανικού Γιάννη Πισιμίση, με μεγάλη προσφορά στη Δάφνη. Από τα βάθη των αιώνων οι πρόγονοί μας- οι Αρχαίοι Έλληνες- τιμούσαν τους νεκρούς τους. Ο τραγικός Ευρυπίδης στις Φοίνισσες γράφει: «Τοις γαρ θανούσι χρη των ου τεθνηκότα τιμάς διδόναι». Δηλαδή: «Αυτός που βρίσκεται στη ζωή πρέπει να τιμά τους νεκρούς του». Γι’αυτό κι εμείς, επειδή «Έλληνες αεί εσμέν», τιμήσαμε τη μνήμη του συμμαθητή μου στο ΣΤ’ Γυμνάσιο Αθηνών Γιάννη Πισιμίση. Ο Γιάννης Πισιμίσης, όπως λέει ο Μοραϊτης ποιητής:

«Ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά
πέρασε ξάφνου απ’ τη μια ζωή στην άλλη
από τα εγκόσμια τα θολά και πληχτικά
στων ουρανών το πάμφωτο ακρογιάλι».

Ο Γιάννης Πισιμίσης είχε Γορτυνιακή καταγωγή από τον Κοκορά και την ηρωική, απέθατη Ζάτουνα. Σε όλη τη ζωή του ξεχείλιζε από καλοσύνη και «ΑΝΘΡΩΠΙΑ», παλεύοντας καθημερινά τον αγώνα τον καλό καγαθό, «για μια ανθρωπότητα λιγότερο απάνθρωπη», όπως μου έγραψε κάποτε στην αφιέρωση σε ένα βιβλίο του ο φίλος Αντώνης Σαμαράκης. Ο Γιάννης Πισιμίσης πρόσφερε τα μέγιστα σε όλη τη ζωή του και κύρια χάρισε μαργαριτάρια απ΄το γιορντάνι της παιδείας σε όλη τη νεολαία. Φώτιζε με τις επαγγελματικές του ενασχολίσεις στο Υπουργείο Παιδείας, τις γνώσεις που έπρεπε να πάρουν τα παιδιά στα σχολεία, αλλά ήταν και ο τρισμέγιστος αειφανής φωτοδότης φάρος, που φώτιζε στη γειτονιά μας και κάθε σκαλοπάτι της εξωσχολικής παιδείας.  Γιατί όπως είχε πει ο Μάνος Χατζηδάκις: «Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας είναι η παιδεία». Και όπως έλεγε και ο σοφός Παπανούτσος «Πρέπει να μένουμε λεύτεροι από ταπεινές φροντίδες και να αφοσιωνόμαστε στην καλλιέργεια του πνεύματος και του ήθους, φθάνοντας στην κατάκτηση ενός πιο υψηλού, πιό Ανθρώπινου ύφους ζωής». Πρέπει να λατρέψουμε και να καλλιεργήσουμε τον εθνικό μας πολιτισμό, που υπάρχει κάτω απ’τον ουρανό μας, από τότε που πρωτακούστηκε η Ελληνική λαλιά σε τούτο τον αγαπημένο βράχο του Αιγαίου, απ’τα ωγύγια βάθη των αιώνων έως σήμερα. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι κάτι χωριστό απ’το χώμα που ήπιε το αίμα του. Και ιδιαίτερα στις μέρες μας, που τα πάντα κλονίζονται σε ολόκληρο τον πλανήτη, θα πρέπει τα έθιμα του λαού μας να είναι η δυνατή θρυαλλίδα που θα ξαναφουντώνει τις θύμισες φίλων και συγγενών (όπως ο αλησμόνητος Γιάννης Πισιμίσης) και προγόνων γενικά. Πρέπει η εθνική μας συνείδηση να μη στέκει ναρκωμένη. Γιατί όπως έγραφε και ο συμπατριώτης μας –Αρκάς από τη Βυτίνα- σπουδαίος ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: Ήθη, έθιμα και γλώσσα είναι τα στηρίγματα που διατηρούν και εδραιώνουν την ιστορική συνέχεια και την ιδιαιτερότητα του Ελληνικού Έθνους». Γι’αυτόν τον ιερό σκοπό έπαιρνε και ο Γιάννης Πισιμίσης το πνευματικό προζύμι και έπλαθε και πρόσφερε παντού τις λαμπρές του γνώσεις.

Ακλουθώντας λοιπόν κι εμείς αυτά τα χιλιομυριοαργυροχρυσαφοποίκιλτα έθιμά μας και γεμάτοι θύμισες απ’τις Παναρκαδικές γιορτές μας- όπως το Πανηγύρι της Επισκοπής στην Τεγέα τον Δεκαπενταύγουστο- που καλούν σε σύναξη τους Αρκάδες για να προσφέρουν τη χρυσόλαμπρη και καλλιτεχνική ανάταση και την αλληλογνωρισμιά- οργανώσαμε την Κυριακή το απόγευμα αυτή την τιμητική εκδήλωση με την παρουσία Αρκάδων Δάφνης, Υμηττού, Ηλιούπολης και Παπαραίων, με τρία χορευτικά συγκροτήματα, που μας μετέφεραν με τη λεβεντιά τους στα διάσελα και τις καμπυλόγραμμες βουνοκορφές της ΑΡΚΑΔΙΑΣ μας. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε τι γράφει ο τυφλός –αλλά τα πάντα βλέπων- Όμηρος. Γιατί βέβαια «έβλεπε τα πάντα» ο Όμηρος! Και όπως γράφει ο Βασίλης Ρώτας:

Αν ήταν ο Όμηρος στραβός
τότε είναι η ποίηση στραβή
μ’ αν είναι η ποίηση στραβή
τότε ποιος βλέπει στη ζωή;

Ο  Όμηρος λοιπόν λέει ότι «οι μαρμαρυγές ποδών των χορευτών έδιναν συνεχώς σπίθες». Αυτές τις σπίθες της Αρκαδικής ψυχικής αντρειοσύνης έδιναν οι χορευτές πάνω στο πλακόστρωτο της εξέδρας της πλατείας και προκαλούσαν εγκελαδικές δονήσεις βροντοχτυπώντας τη γη με τα χιλιοκαρφωμένα στο πέλμα γουρνοτσάρουχα. Οι πατροπαράδοτες φορεσιές με χρωματισμούς σαν της λαθουρής κόττας λαμπίνιζαν στο ηλιόγερμα και οι λυγερόκορμες Αρκαδοπούλες στεφάνωναν τα ολόλαμπρα από Αρκαδική ομορφιά πρόσωπά τους με το μεταξωτό μαντήλι της ξανθιάς Νεράιδας της ανεμοξουριάς που τρέχει με τις γητειές της μέσα στο θρούμπι και τη ρίγανη, τα πολιτρίχια, τον κισσό και τα βάτα. Οι φουστανέλες προκάλεσαν στους Αρκάδες θεατές ρίγη συγκίνησης. Γιατί η φουστανέλα είναι «σύμβολο περηφάνειας και λεβεντιάς, φόβητρο για τους εχθρούς, στολίδι για τους γενναίους και στερνός, αχώριστος σύντροφος για τους ήρωες». Και όπως λέει ο Αχιλλέας Παράσχος: «Κλεφτόπουλα την έζωναν, λευκή ωσάν το χιόνι και γέροντες αρματολοί σαν μάνα την τιμούσαν». Οι φούρλες, απ’ τις μυριοχιλιοτριγωνοκομμένες και ραμμένες φουστανέλες σ’ έκαναν να βλέπεις και να μη χορταίνεις ή άλλοτε ένοιωθες να σε πιάνει αντράλα απ’ τις γρήγορες γυροβολιές κι αναζητούσες της Άρνης τ’ αθάνατο νερό να ξεδιψάσεις και να συνέλθεις. Οι αντιλαμπές απ΄τα γυαλισμένα σελάχια έδιναν πλέριο φως στη νυχτωμένη πλατεία. Εκεί που ο Δημήτρης Γιαννακούρας, πρόεδρος του Δ.Σ. του Συλλόγου Αρκάδων Δάφνης-Υμηττού, εμπεριστατωμένα μας εξηγούσε, πριν το κάθε τραγούδι, την ιστορία του και τον συμβολισμό του. Τα τραγούδια αυτά τα χαρακτηρίζει η δύναμη της φαντασίας στην περιγραφή και η τόλμη στην έκφραση και στη δημιουργία παραστατικών εικόνων. Το ηρωικό πνεύμα που τα διαπνέει μεγαλώνει την γοητεία τους, καθώς το πρωτογενές υλικό τους, που ξεκινά απ΄τα βάθη των αιώνων της ιστορίας μας, τα φέρνει μέχρι τις μέρες μας μέσα στην αχλύ του μύθου.

Και με τα λόγια απ΄αυτά τα αιωνόβια – σαν τα πλατάνια και τις αγριελιές – δημοτικά μας τραγούδια (με τα ολοφωτολαμπυρίζοντα πεντάγραμμα) γεμίσαμε για δυο ώρες τις κύλικες της Αρκαδικής περήφανης ψυχής μας και μεθύσαμε με το αθάνατο κρασί του ’21, όπως λέει ο ποιητής. Γιατί πάντοτε –όπως γράφει και ο Νικηφόρος Βρεττάκος – «το δημοτικό τραγούδι εκφράζει την καθαρότητα και την ευρύτητα των εσωτερικών διαστάσεων του ανθρώπου». Γιατί διαθέτει στους στίχους του λέξεις απ΄το λαϊκό γλωσσικό θησαυροφυλάκιο και κυρίως σύνθετες λέξεις που δίνουν τελικά ένα θαυμάσιο ηχητικό τρίχαπτο και αναγορεύουν τον αγράμματο λαϊκό τεχνίτη του δημοτικού τραγουδιού σε έναν ογκόλιθο – στα Ιμαλάια ανεβασμένο – έτοιμο για Νόμπελ άξιο ποιητή. Γιατί οι παρομοιώσεις, οι εικόνες, οι παραβολές, οι γνώσεις στα δημοτικά τραγούδια, ξεπετάγονται στα τρισμεσούρανα απ΄τις ηφαιστειοεγκελαδικές εκρήξεις μιας λαϊκής ψυχικής αναγκαιότητας και είναι μια πύρινη λάβα και όχι μια ισχνή, αχνή φιλολογία. Είναι φοβερό το φαινόμενο αυτής της ψυχοκαλλιτεχνικής αυτονομίας, που ανεβαίνει ένα-ένα τα σκαλοπάτια της γλωσσικής πληρότητας δίνοντας τον τελικό λόγο από ένα λαϊκό στιχουργό, που χωρίς να έχει διδαχθεί από κανέναν, ξέρει περισσότερα από ένα σύγχρονο μεγάλο Νομπελίστα εκφραστή της ποιητικής τέχνης. Γιατί ο καλλιτεχνικός ιδανισμός είναι η φυσική έκφραση των φλογερών και μάλιστα των θετικών βιωμάτων της εσωτερικότητας του λαϊκού στιχουργού, όπως της θερμής αγάπης, της θαυμαστικής λατρείας, της λαχτάρας για λευτεριά, που ενοφθάλμισε στο στίχο του, καθώς είχε πλημμυρίσει σε μια λαϊκή ουσία δημιουργικής φανέρωσης με ανεξίτηλη σφραγίδα τη γνησιότητα.

Τα τραγούδια, στη μαγευτική βραδυά των Αρκάδων στη Δάφνη, απέδωσαν με τις μελίρρυτες φωνές τους η Νάντια Καραγιάννη, ο Διαμαντής Ρουμελιώτης και ο Νίκος Καραγιάννης. Χαρακτηριστική ήταν μια εύθυμη ταραχή που προκλήθηκε στους θεατές, όταν ο υπογράφων το κείμενο, τραγουδώντας με στεντόρεια Ζελιώτικη φωνή το αθάνατο τσάμικο:

«Η ΠΑΠΑΛΑΜΠΡΑΙΝΑ»



Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

40 ήμερο μνημόσυνο Θανάση Μπέμπη.

ΑΓΙΕΣ ΘΥΜΗΣΕΣ
ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΠΕΜΠΗ ΚΑΙ
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΝΑΓΑΚΗ


      Είχα μια βολά ένα φίλο. Ήταν φίλος του πατέρα μου, αλλά περσότερο τον ένοιωθα φίλο δικό μου, αν και είχαμε διαφορά στην ηλικία 50 ολόκληρα χρόνια. Έφυγε απ’τη ζωή το 1964 όταν εγώ ήμουν μόλις 14 χρόνων. Αλλά από τότε εμείς τα λέμε καθημερινά, δεν έκοψε ο χάροντας τη φιλία μας με το δρεπάνι του. Τα λέμε όπως τότε που με πύρωνε-καρδιά, ψυχή-με τις φωτιές που άσβεστες κρατούσε σ’όλη του τη ζωή. Ήταν γέννημα-θρέμμα της αντροξεθρέφτρας γης της Σπάρτης, από κει πού ‘ναι κι ο φίλος μου ο Χρόνης. Είχε γεννηθεί στα Λεβέτσοβα, τις Κροκεές, όπως ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Και ήταν ένας απέθατος Σπαρτιάτης, όπως όλοι οι Δωριείς της Λακωνικής γης. <<Είχε το μέλι στη μιλιά και στη γλώσσα του τ΄ατσάλι>>. Και δε χόρταινες να τον ακούς να μιλάει με τις ώρες. Μίλαγε για πατρίδα, ελευθερία, δημοκρατία, ηθική, φιλοσοφία, ντομπροσύνη, καλοσύνη, γενναιότητα, υπομονή, περηφάνεια και όλες τις αρετές που χαρακτηρίζουν τον αληθινό Έλληνα.Και ήταν πραγματικά ένας ΕΛΛΗΝΑΣ!!!

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

Αθήνα, 15 Αυγούστου 2017 Ο Κώστας Γιαννημάρας με το γλυκύρρυτο λόγο του δωρίζει απλόχερα ήθος «τοις πάσι».

5-2-2017 Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ δακρυσμένος απ’την προσφώνηση του συμμαθητή μας Ηλία Γιαννιά.

              Τους ζηλεύω! Ναι, σας λέω, τους ζηλεύω! Ζηλεύω όλους αυτούς τους τυχερούς κατοίκους της Νυμφασίας, κοντά στη Βυτίνα της Αρκαδίας μας, γιατί αύριο θα εισπνέουν το καθαρό, δροσερό αεράκι απ’το ελατοσκεπασμένο Μαίναλο και θα ακούν τη θεόσταλτη μουσική που θα κινείται σαν απαλοχάδι στην ατμόσφαιρα, καθώς θα τους στέλνει ο τραγόμορφος Πάνας τις μελίρρυτες νότες απ’ τον λιονταροηρεμήστρη αυλό του.
                Αλλά πιο πολύ τους ζηλεύω, γιατί θα έχουν την ευκαιρία, τη χαρά και τη δυνατότητα να είναι μέλη του τυχερού αυτού πλήθους, που με μια θεόσταλτη πρόσκληση στο χέρι θα σπεύσει να ακούσει τη στοχαστικότατη κι επικοδομητική διάλεξη του σπουδαίου μας δάσκαλου του Κώστα Γιαννημάρα. Το θέμα του είναι μια άσβεστος λυχνία που κρατά τη φλόγα της αναμμένη εδώ και χιλιάδες χρόνια καθώς τις τύχες των αλλοδαπών, μεταναστών και προσφύγων ξεκίνησε να περιγράφει «ο τα πάντα βλέπων» τυφλός Όμηρος με την Ιλιάδα του, συνέχισαν οι Έλληνες τραγικοί με τα αθάνατα έργα τους όπως «Τρωάδες» και άλλα, τη σκυτάλη πήραν στη συνέχεια τόσοι και τόσοι άλλοι, για να φθάσουμε στη σημερινή γεωσείστικη τραγωδία των προσφύγων που τραντάζει την καθημερινότητα πολλών κρατών πάνω στον πλανήτη μας.


Σάββατο 12 Αυγούστου 2017

ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ 6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1961.

ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΘΥΜΗΣΕΣ

            Αφιερωμένες στις τρεις κόρες μου: Την Έλενα και την Πέννυ στην Αθήνα και, στη μακρυνή Νέα Υόρκη, την Αθηνά (του Πάνου... βεβαίως- βεβαίως) Αδαμoπούλου που ξέρει πόσο τη λατρεύω και ξέρω πόσο μ’αγαπά. Με ολόψυχες ευχές, οι μουσικοσυνθέσεις της να την κάνουν πασίγνωστη σε όλη την υφήλιο.
ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ 6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1961



«ΜΗΔΕΙΑ» ΤΟΥ ΚΕΡΟΥΜΠΙΝΙ ΜΕ ΤΗ ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ

            Βαθειά έχει χαραχτεί στη μνήμη μου, με χρυσά ανεξίτηλα γράμματα, η παράσταση τής «ΜΗΔΕΙΑΣ» με τη ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ. Σ’εκείνο το Επιδαύρειο προσκύνημα, σ’εκείνη την προσήλια πλατωσιά του θεάτρου, βρεθήκαμε είκοσι χιλιάδες θεατές- ακροατές. Τότε που μέσα στην «εκκωφαντική» σιγαλιά της πυκνοπευκόφυτης μυριοχιλιοπροσκυνημένης Επιδαύρου τα φώτα έσβησαν και μόνο ο γρύλος και το τριζόνι με το λυπητερό τους τραγούδι ήταν πια πρόθυμα να κρατήσουν συντροφιά για δυο ώρες στη θλιμένη και βαριολαβωμένη στην ψυχή, απ’την απιστία του Ιάσονα, ΜΗΔΕΙΑ. Νεκρική σιγή. Σιγή που αρμόζει στην περίσταση και που προλέγει το θανατικό που έρχεται στο παλάτι του Ιάσονα.

Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

Καλό μήνα , με ευχές για ένα νεογέννητο !

Ο Γιώργος Πισιμίσης παππούς

 Αποσπερού, Αθήνησι, 26 Ιουλίου 2017.
Αγαπητοί συμμαθητές του Έκτου!
Ένιωσα αποσπερού μια ανείπωτη χαρά. Έμαθα ότι ο συμμαθητής μας (του 1969) Γιώργος Πισιμίσης έγινε παππούς.
Πλημμύρισε ο συναισθηματικός μου κόσμος από ένα ολόλαμπρο φως, όπως άλλωστε αισθάνομαι σε κάθε γέννηση μιας νέας ζωής, σε κάθε εμφάνιση νέου ανθρώπου μέσα στην κοινωνία μας, δίπλα μας, κοντά μας.
Εύχομαι λοιπόν στον φίλο Γιώργο «να τους ζήσει η τσούπρα». Και απαιτώ η Κλωθώ να πλέξει με καθάριο χρυσάφι το νήμα της ζωής της και η Λάχεσις να πλημμυρίσει με καλή τύχη τη ζωή της νεογέννητης κούκλας.
Και τώρα... αναμετάξυ μας! Αποσπερού βρέθηκα απέναντι στο σπίτι του φίλου Γιώργου, όταν επέστρεψε με τη γυναίκα του από το μαιευτήριο. Τους είδα  να κρεμούν στην πόρτα ένα ποκάρι μαλλιά από πρόβατο όπως κάνουμε όλοι στην Αρκαδία αν το νεογέννητο είναι θηλυκό. Αλλά, ρε παιδιά, ο φίλος Γιώργος μου φάνηκε πολύ στενοχωρημένος βαδίζοντας δίπλα – δίπλα με τη γυναίκα του. Όμως τον... δικαιολογώ! Ξέρεις τί είναι «την σήμερον ημέραν» να κυκλοφοράς «ανά τας αγυιάς και τας ρύμας» στην επαγγελματικοκοινωνική σου καθημερινότητα, να είσαι ένας λεβέντης Αρκάς 66 μολις ετών και να σέρνεις δίπλα σου –πλέον- μια γιαγιά!!!
Γιώργαρε σε νιώθω, υπομονή!
Και πάλι «να σας ζήσει»
Ηλίας Π. Γιαννιάς.
Κτηνίατρος.

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Η Τάξη μας αποχαιρετά τον Θανάση Μπέμπη : Αντίο φίλε !

Έφυγε ο Θανάσης Μπέμπης
Ο άνθρωπος που τη δεκαετία του ’50 μας έκανε να γίνουμε πιστοί «ες αεί» στην οιονεί θρησκεία που λέγεται ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ.



ΑΝΤΙΟ ΦΙΛΕ!!!

Ήταν πριν 62 χρόνια. Είχαμε φθάσει στην τρομερή ηλικία των... πέντε ετών και είμαστε έτοιμοι για εγγραφή στη λίστα των οπαδών μιας από τις τότε μεγάλες ομάδες. Κολλημένοι κάθε Κυριακή μεσημέρι στο ραδιόφωνο ακούγαμε τις μεταδόσεις των ποδοσφαιρικών αγώνων και από εκεί «βλέπαμε» - ελλείψει TV – τα φοβερά παιχνίδια και τις νίκες του ΘΡΥΛΟΥ. Και βέβαια από εκεί «βλέπαμε» τις απιθανες ενέργειες ενός μικρόσωμου γίγαντα, ενός μοναδικού Πινόκιο, ενός αληθινού μπαλλαδόρου, ενός Θανάση Μπέμπη. Και έγινε ο Θανάσης Μπέμπης ο μέντορας για να κλείσουμε στην άδολη παιδική καρδιά μας τον δαφνοστεφανωμένο έφηβο. Και ομολογώ ότι από τότε αισθανόμαστε «ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ». Από τότε είμαστε «ΓΑΥΡΟΙ», δηλαδή ασυγκράτητοι, υπερήφανοι για τον ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ, απ’ το ρήμα γαυριώ που σημαίνει υπερηφανεύομαι, καμαρώνω, αισθάνομαι γεμάτος, χαίρομαι υπέρμετρα.
Και αλήθεια η χαρά μας έφθανε στα μεσούρανα, όταν σε λίγα μόλις χρόνια μπορούσαμε να μπούμε στο «Καραϊσκάκη» και να μας θαμπώνει με τις πανέξυπνες ενέργειές του ο Θανάσης Μπέμπης. Ο Μπέμπης που θα’λεγα «μίλαγε» της μπάλλας και αυτή υπάκουε τυφλά στις αποφάσεις του. Γιατί ο Μπέμπης είχε ένα απίθανα εύστροφο μυαλό και «χάζευε» όλους εμάς που τον θαυμάζαμε για τις ζογκλερικές του ενέργειες, βλέποντάς τον καθισμένοι στα παγωμένα ή καυτά –ανάλογα με τον καιρό- τσιμέντα του «Καραϊσκάκη». Ήταν τότε που λες μια βουκέντρα μας έκανε να τιναχτούμε απ’τις θέσεις μας για να τον αποθεώσουμε κάθε φορά που έκανε «κουτούς» τους αντιπάλους του χρησιμοποιώντας στο παιχνίδι του εκείνη των εξουθενωτική απίθανη ντρίπλα του.

Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

Μία ακόμη ενδιαφέρουσα κριτική, καθώς και σχόλιο στην κριτική του Ηλία Γιαννιά , για το βιβλίο «Η Φαμέγια» της κυρίας Αντωνίας Ζεβόλη-Νταουντάκη

Α) Η κριτική.


Bαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις
Όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.
Η ΦΑΜΕΓΙΑ της Αντωνίας  Ζεβόλη –Νταουντάκη

Η ιστορία του βιβλίου ξετυλίγεται τον εικοστό αιώνα. Ένας αιώνας γεμάτος ανακατατάξεις οικονομικές-κοινωνικές-πολιτικές. Η κοινωνική διαστρωμάτωση του πληθυσμού από τις αρχές του αιώνα μέχρι και σήμερα αρχίζοντας από την Ελληνική επαρχία όπου οι ταξικές διαφορές είναι έντονες λόγω της κλειστής κοινωνίας καθώς και η θέση της γυναίκας εξίσου υποβαθμισμένη είναι χαρακτηριστικά τα οποία διαφαίνονται ξεκάθαρα. Δύσκολοι καιροί, πιο δύσκολοι από τους σημερινούς γα να παίρνουμε κουράγιο και διδάγματα και τρόπους να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματά μας.
Η ΦΑΜΕΓΙΑ διηγείται την ιστορία μιας γυναίκας με θάρρος και μεγαλοψυχία. Σκιαγραφεί το χαρακτήρα της μέσα από τα γεγονότα και τις δυσκολίες και προβάλλει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου πραγματική ηρωίδα των καταστάσεων και των δυσκολιών. Σήμερα είναι εύκολο να ξεφύγεις από τις κοινωνικές συνθήκες τότε ήταν δύσκολα να ξεφύγεις και να κάνεις πραγματικότητα τα όνειρά σου.
Οι δύσκολες συνθήκες σφυρηλατούν  το μυαλό,τα χέρια της, το χαρακτήρα της.Η φυγή στην Αθήνα,η δουλειά στο εργοστάσιο, η οικογένεια, ο πόλεμος, η κατοχή, ο εμφύλιος είναι το ύφασμα που ζωγραφίζονται χαρακτήρες και συναισθήματα.Τα γεγονότα της ζωής της καθώς και των ανθρώπων που την περιβάλλουν πέρα από τις αξιοσημείωτες πληροφορίες που μας δίνουν για την εποχή που αναφέρονται αποτελούν ανεξάντλητη  πηγή ιστορικής αξίας και παρέχουν διδάγματα ζωής. Διδάγματα χρήσιμα για τη σημερινή εποχή .Σήμερα τα χρειαζόμαστε περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
ΕΝΟΤΗΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ-ΑΓΑΠΗ –ΣΥΜΠΟΝΙΑ-ΑΓΩΝΑΣ  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑ ΑΝΕΞΙΤΗΛΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ.

Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

Με αφορμή τη συναυλία του Βαγγέλη Μπουντούνη στο Μουσείο Μπενάκη.


Με αφορμή τη συναυλία
του Βαγγέλη Μπουντούνη στο Μουσείο Μπενάκη
ή
Αδειάζοντας –άσπρο πάτο- τις κύλικες τής ΜΟΥΣΙΚΗΣ, με συντροφιά τον Βαγγέλη Μπουντούνη, τη γλυκειά του Μάρω και τον Κωνσταντίνο και τη Λυδία, δηλαδή τους πασίγνωστους String Demons.

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

            Γράφω χωρίς να νοιώθω τη στιγμή εκείνη τι... γράφω. Δεν γράφω βουτώντας την πέννα μου στο γαλάζιο μελάνι της λογικής. Τουναντίον γράφω βουτώντας την πέννα μου στο άλικο αίμα, που έχω στα τρίσβαθα της καρδιάς μου. Όπως θα ‘λεγε ο Οδυσσέας Ελύτης, οι σκέψεις μου οργανώνονται γύρω από πυρήνες που προεξέχουν και συγκρατούν γερό το κείμενο σαν σύνολο. Οι πυρήνες αυτοί είναι φραστικές μονάδες αυτοδύναμης ακτινοβολίας. Είναι όπως λέει η αξιολάτρευτη φίλη Αντωνία Ζεβόλη, για την κριτική μου στην «Φαμέγια» της, «πολύτιμα πετραδάκια-διαμαντάκια, ρουμπίνια, αμέθυστοι και μαργαριτάρια -που κεντούν τα αυτιά μας με μελωδικούς ήχους». Έτσι ο συνδυασμός της βαθειάς ψυχικής έκφρασης, συμπίπτει με τη νοητική καταγραφή. Τόσο, που δεν ξέρω τελικά, αν η γοητεία προέρχεται από αυτό που φωτίζει η λογική ή από αυτό που προβάλλει η καρδιά προς τα έξω.
            Γιατί μ’ αυτά τα «νεραϊδοκέντητα τρίχαπτα» που στολίζω εδώ κι εκεί το γραπτό μου, φανερώνω ότι πρόκειται για ρήσεις, όπου τα μέταλλα της γλώσσας και οι εικόνες των ματιών συγχωνεύονται και η διατύπωση στο τέλος δείχνει τη διέγερση ενός κόσμου γεμάτου αλήθεια, όνειρο και φαντασία. Αρκεί, όποιος διαβάζει τα κομμάτια αυτά, να αφήνει ξαλύσωτη τη φαντασία του ν’ αργοκυλάει σαν το δροσερό νερό, που στέλνει το μαγγάνι στον καταπότη του χωραφιού του ιδρωτοποτισμένου απ’ τον αγώνα τού χεριοροζιασμένου ξωμάχου, που παλεύει με τη γη σε μια ημερονύχτια ασταμάτητη πιλάλα, όπως έκανε έξω απ’ την Τρίπολη ο σ’ χωρεμένος ο παππούλης μου, ο Ντίνος Δημητρακόπουλος ή «Κόσυβας», όταν ξενύχταγε ποτίζοντας ή σκαλίζοντας όλη τη νύχτα το δικό του χωράφι και κίναγε να πάει για το μεροδούλι, να δουλέψει στα ξένα χωράφια πριν το ηλιοφίλημα στης ροδαυγής την πάχνα. Και όπως γράφει ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης, δάσκαλος του φίλου Βαγγέλη Μπουντούνη, χρησιμοποιώ ανάκατα λέξεις της καθαρεύουσας και της δημοτικής όχι από άγνοια, αλλά γιατί οι συγκεκριμένες λέξεις μου φαίνονται μουσικότερες. Είναι λέξεις ηχητικά ανεπανάληπτες και ο ήχος είναι ο κύριος φορέας του συναισθήματος. Άλλωστε και ο διαπρεπής Αγγλοϊρακινός συγγραφέας Τζιμ Αλ-Καλίλι, καθηγητής κβαντικής Φυσικής λέει: Το γράψιμο είναι όπως η γλυπτική: Ξεκινάς από μια «αδρή» ιδέα και στη συνέχεια την επεξεργάζεσαι σμιλεύοντας λεπτομέρειες.

ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ

            Με δισταγμό θα’ λεγα άρχισα να βαθυστοχάζομαι όταν ξεκίνησα ν’ ανακατεύω τις σκέψεις μου για τη συναυλία του Βαγγέλη Μπουντούνη. Όταν έχοντας επιστρέψει «οίκαδε» κατά τη χρυσή διδασκαλία του Κώστα Γιαννημάρα, ρωτούσα τον εαυτό μου αν χρειαζόταν να προχωρήσω «περαιτέρω». Όμως μέσα στην ησυχία τής καλοκαιριάτικης νύχτας αισθάνθηκα ν’ ακούω φιλικές φωνές, του Ζησιμόπουλου, του Δασκαλόπουλου, του Βικέντιου, του Διονέλη, του Ζεβόλη, του Χατζίρη, του Καρασούλου, του Πισιμίση, του Κουσουρή και άλλων, που με παρότρυναν με ζέση κι επιμονή: «Γράψε δυό λόγια για τη βραδυά στο Μουσείο Μπενάκη». Κι αμέσως άδραξα χαρτί και μολύβι –«λάπτο», πως το λέτε εκείνο το πράγμα με τα πολλά κουμπιά, δεν έχω!!!!- και άρχισα να ζωγραφίζω στο χαρτί το αίσθημα της καρδιάς μου και να το στολίζω με τα μουσικά ακούσματα της συναυλίας.