ΗΛΙΑΣ Π. ΓΙΑΝΝΙΑΣ
ΥΜΗΤΤΙΩΤΗΣ
Μ Ε Τ Ο Ν Π Α Ν Α Ν Ο Κ Α Ι
Τ Η Μ Α Ρ Ι Α
Π Ρ Ω Τ Ο Χ Ρ Ο Ν Ι Α 2 0 2 1
Ο Π Ω Σ Τ Ο Τ Ε
Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Ε Ν Ο Σ Τ ’ Α Δ Ε Ρ Φ Ι Μ Ο Υ
Μ Ι Χ Α Λ Η Χ Α Τ Ζ Η Ν Ι Κ Ο Λ Α
Ο Υ
Στον Υμηττό μας. Λίγα λεπτά πριν αλλάξει ο χρόνος. Λίγα λεπτά πριν εξαφανιστεί -επιτέλους- το 2020! Λίγα λεπτά πριν φανεί λαμπροστολισμένο το 2021. Λίγα λεπτά πριν ξεκινήσουμε το νέο μας ταξίδι στις ράγες ενός λαμπρού τραίνου, που τα βαγόνια του θα έχουν τις επιθυμητές προμετωπίδες όπως: Ελπίδα, χαρά, ευτυχία, πρόοδος, δημιουργικότητα και βέβαια υγεία. Διάβαζα ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη, μια και οι τέσσαρες τόμοι του είναι πάντα δίπλα μου πάνω στο γραφείο μου και σ’ αυτόν καταφεύγω για λίγο όταν θέλω να ξεκουραστώ απ’ το άλλο μου διάβασμα. Είχα παρασυρθεί από την αγνή, παρθένα, νησιώτικη, ατόφια, χωρίς αισχρή μετάφραση γραφή του. Τη γραφή, που με είχε κατακτήσει όταν πήγαινα στην Τετάρτη και Πέμπτη Δημοτικού, τότε που η αρχαία Λάχεση κλήρωσε τον Ευάγγελο Πεντέα, το σοφό δάσκαλο να μας κάνει μάθημα.
Ξαφνικά
πήρα τη μεγάλη απόφαση. Θα ΄βγαινα έξω να κάνω αλλαγή τού χρόνου με
οποιονδήποτε Υμηττιώτη συναντούσα στη γειτονιά μου. Είπα να σπάσω το εμπάρκο.
Στο φόβο μήπως πληρώσω 300 ευρώπουλα με
το απαγορευτικό για τον κορονοϊό -πανάθεμά τον- άρπαξα ένα κομμάτι χαρτί κι
έγραψα:
Από Αδριανουπόλεως στον Υμηττό μέχρι
Παναγούλη στον Υμηττό.
Αιτία εξόδου: Αλλαγή του χρόνου.
31-12-2020 Ώρα 23:45’.
Ναι, εγώ μια ζωή βοσκός ήμουν. Πού να
ξέρω από γραφή μηνυμάτων στη νέα τεχνολογία τού σατανά, με τα κινητά και τα…
ωραία τους; Έβαλα το χαρτί στην τσέπη, πήρα τα κλειδιά και βγήκα. Όμως ολάκερος
ο Υμηττός έρημος. Ναί… έρημος! Κανένα σημάδι ζωής. Μόνο μια γάτα φάνηκε ξαφνικά
να περνά κάθετα την Παναγούλη. Έστριψε το κεφάλι της τρεις φορές, για να
σιγουρευτεί -ίσως- ότι κάποιος μουρλός κυκλοφορούσε μεσ’ στα μαύρα μεσάνυχτα
και τελικά πήδησε τα κάγκελα τής Δήμητρας και πήγε να χωθεί κάπου να
χουχουλιάσει.
Συνέχισα
να βαδίζω σιγοτραγουδώντας ένα παλιό ρεμπέτικο πουτρελαίνειτον φίλο και παλιό
συμμαθητή Σπύρο Ραμαντάνη όταν το τραγουδώ με πάθος και φωνή στεντόρεια:
«Θεέ
μου μεγαλοδύναμε, που ‘σαι ψηλά ‘κείπάνωωω…
Ρίξε λιγάκι τουμπεκί-Θεούλη μου-στον
αργιλέ μου απάνω…»κλπ. κλπ.
Ποιός να με πιάσει μέσ’ στη νύχτα;
Κανένα «όργανο» δεν κυκλοφορούσε έξω.
Στον
Υμηττό, τ’ ολόγιωμο φεγγάρι ασημοβάφει τα παλιά κεραμίδια στις τετράρριχτες
κεραμοσκεπές των ελάχιστων κεραμόσπιτωνπό ‘χουν απομείνει απ’ τα αξέχαστα
προσφυγικά της δεκαετίας του 1920. Ένα απ’ αυτά κρατιέται αγέρωχο κι αιωνόβιο
-ναι, αιωνόβιο, 1920-2021- στην οδό Παναγούλη, με τη σχολαστικά
λαμπροκαθαρισμένη πρασιά του από ένα γείτονα, πό’ χειτο κλειδάκι του λουκέτου
της εξώπορτας δίπλα στο πεζοδρόμιο. Ενός γείτονα εβδομηντάχρονου λεβέντη, πού
το λέει η καρδούλα του -μια καρδούλα γνωστή σ’ ολάκερο τον Υμηττό- που έρχεται,
ποτίζει τα λουλούδια και το ‘μορφοστολίζει, κάνοντας κάποιες Υμηττιώτισσες να
θέλουν να το νοικιάσουν.
Στερέωσα
το δοιάκι της πορείας μου γι’ αυτό το ιερό προσφυγόσπιτο. Λίγα βήματα πιο κάτω σταμάτησα
μπροστά στο σπίτι τού δάσκαλου που είχαμε στην Έκτη Δημοτικού - ναι πριν…
εξήντα χρόνια ακριβώς, 1961-2021 – ‘κείνου του αρχοντάνθρωπου του Μαρκουλάκη.
Ακούμπησα στη μάντρα του κήπου του κι άρχισα ν’ αγναντεύω το απέναντι κιτρινοωχρωβαμμένοσπίτι.
Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Το ρολόϊ μου έδειχνε 23:50. Σαν να άκουγα τον επιθανάτιο
ρόγχο του φευγάτου -πια- 2020. Δέ θα αργούσε ν’ ακουστεί το κλάμα τού
νεογέννητου 2021. Βαθύ ήταν το σκοτάδι, που προσπαθούσε να ραΐσει λίγο τ’
απαλόφεγγοφώς τού φεγγαριού.
Κάρφωσα
το βλέμμα μου απέναντι στο παράθυρο του σαλονιού. Ναι, δεν ξεγιελιόμουν… το
παράθυρο φαινόταν ανοιχτό! Όχι, δέ φαινόταν… ήταν ανοιχτό. Μα πώς; … δαγκώθηκα.
Έεε, δεν έχει «πώς»! Κάποιος το ‘χε ανοίξει από μέσα! Έψαχνα με μάνητα περισσή.
Τρυπούσα με το βλέμμα μου τη μαύρη οθόνη τής νυχτιάς και προσπαθούσα να
διακρίνω. Τώρα μού ‘δινε την εντύπωση ότι στο άνοιγμα τού παράθυρου έβλεπα
δυόΥμηττιώτες, έβλεπα δυόγειτόνους. Δυόγειτόνους που με είχαν μεγαλώσει απ‘ τη
μέρα, 5-1-1950, που γεννήθηκα στον Υμηττό. Ναι, αυτοί ήταν. Ήταν οι δεύτεροι
γονείς μου! Ήταν ο Πανανός και η Μαρία Χατζηνικολάου.
Ήταν σαν ένας πίνακας, σαν ένα κάδρο. Ναι! Ήταν θά
‘λεγες μια ζωγραφιά… Ο άντρας ψηλός, ήρεμος, μ’ ένα αγνό παιδιάστικο χαμόγελο,
που σού ‘δειχνεμέσ’ απ΄τα χείλη του να φαίνονται δυό σειρές γερά δόντια,βαμμένα
θα ‘λεγες με την κιτρινάδα π΄άφηνε το τσιγάρο. Στο παιχνίδισμα πό ‘καναν οι
ίσκιοι τής κληματαριάς στο φωτεινό του πρόσωπο, έβλεπες καθαρά -αν παρατηρούσες
προσεκτικά- την ευτυχία πού τον πλημμύριζε καθώς αγκάλιαζε απ’ τους ώμους
-απαλά, απαλά σα νά ’τανενεράϊδα- τη σύντροφό του. Ποιόςκοσμολάλητος ζωγράφος
είχε απλώσει τις πινελιές του σ’ αυτόν τον τέλειο πίνακα και… Αλλά… όχι!
Κουνήθηκαν. Δεν ήταν ζωγραφιά. Εκεί ήταν ζωντανοί… Ναί, ναί! Ο Πανανός Χατζηνικολάου
κι η γυναίκα του η Μαρία.
Αχ,
ναι… ο Πανανός. Ένας σκληροτράχηλος γίγαντας πό ΄πιανε την πέτρα, την έστιβε κι
έβγαζε το νερό πό ΄κρυβε μέσα της. Αλλά είχε και μιά πάναγνη, παιδιάστικη
καρδιά, που -στα βάθια της, τυλιγμένη θα ‘λεγεςσ΄ένα αραχνοΰφαντο τρίχαπτο-
σφυχτοκρατούσεμ΄ολόλαμπρη θερμή αγάπη ολάκερη
τη γειτονιά, όλο το ντουνιά! Και δίπλα η Μαρία Χατζηνικολάου, η γυναίκα
του. Η προσωποποίηση της μάννας. Όποια εγκυκλοπαίδεια κι αν ανοίξεις και
φθάσεις στο γράμμα Μ και στη λέξη ΜΑΝΝΑ, θα βρείς δίπλα τη φωτογραφία της.
Τα
τέσσαρα μάτια τους, χαρούμενα και νηφάλια, έλαμπαν μεσ’ στο μεσονύχτι,
προσπαθώντας να υπερκεράσουν σε δύναμη τα Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια που είχε
αναμμένα η Δήμητρα στο μπαλκόνι της. Τολάμπος τους ήταν τέτοιο, που έκαναν ν΄αντιφέγγει λαμπρά το φτωχικό τους προσφυγόσπιτομέσ΄στο
βαθύ σκοτάδι. Μέσ΄στα μεσάνυχτα! Ναι,
ακριβώς μεσάνυχτα! Ο Πανανός σήκωσε από μακριά το δεξί του χέρι σ’ ένα
χαιρετισμό από καρδιάς και με ΄κείνη την απίθανη φωνή του -φωνή κοσμολάλητου
τενόρου- μού φώναξε από μακριά:
-Γιέ μου, ευτυχισμένο το 2021!!!
Όταν με φώναζε «Γιέ μου», πετούσα από
ευτυχία στα τρισμεσούρανα. Δεν είχα τη δύναμη να του μιλήσω… Του κούνησα αργά
το χέρι και ψιθύρισα μέσα μου:
-Ναι, θα ΄ναι ευτυχισμένο το 2021. Είμαι
σίγουρος γι΄αυτό. Το ‘πε ο Πανανός!
Αποφάσισα
να πάω κοντά τους, να μιλήσουμε… Όταν έχεις φάει με το κουτάλι τη μοναξιά, μόνο
οι γονείς σου μπορούν να σου κρατήσουν συντροφιά στην αλλαγή του χρόνου. Άφησα
τη μάντρα του Μαρκουλάκη κι άρχισα να διασχίζω την Παναγούλη κάθετα,
πλησιάζοντας το απέναντι πεζοδρόμιο, αργοβηματίζονταςλιτανευτικά και προσκυνηματικά,
γιατί μπαίνοντας στην πρασιά αυτού τούπροσφυγόσπιτου, πάντοτε αισθάνομαι ότι
πηγαίνω να προσκυνήσω ένα χώρο ιερό για μένα, με το δέος που αισθάνεται κανείς
όταν μπαίνει στο ιερό μιας παλιάς βυζαντινής εκκλησιάς. Έφθασα απέναντι, έβγαλα
το μικρό κλειδάκι και ξεκλείδωσα το λουκέτο, άνοιξα το μικρό «πορτί» -όπως
έλεγε η Στέλλα Λαγουδάκη τη δεκαετία του ’50- και μπήκα στην πρασιά.
Μεγάλες
πήλινες γλάστρες με τεράστια πλατύφυλλα κι άλλες με
πρασινοφουντωμένεςλεπτόκορμες γεμάτες μικράγκαθα αράχνες, έκαναν την πρασιά να
μοιάζει με πίνακα του Βαν Γκογκ. Στο παρτέρι -δίπλα στο «πορτί» - καμάρωνε μια
φουντοπροικισμένη μ’ αμέτρητα πολύσπορα ρόδια σφιχτόκορμη ροδιά. Δίπλα κατάλευκα
χωνάκια από καταπράσινες κάλες, τέντωναν το λαιμό τους τ’ αψήλου. Μια τρανή
τριανταφυλλιά έγερνε με τσαχπινιά το κορμί της στο χάϊδεμα τ’ αγέρα, περήφανη
για τα λαμπροκόκκινα -σαν βυζαντινή πορφύρα- τριαντάφυλλά της. Πιό πέρα, στη
γωνιά, μιάκουκλοπανέμορφη λεμονιά, γεμάτη με χρυσοκίτρινα χυμώδη ευωδιαστά
λεμόνια. Πλησίασα στο πρόσωπό μου ένα χαμηλό ευλύγιστο κλαρί της γεμάτο
λεμόνια. Πήρα ένα στις χούφτες μου και χωρίς να το κόψω το χάραξα με το νύχι
του αντίχειρα μέχρι που δάκρυσε τους χυμούς τής φλούδας του. Με μια βαθιά
εισπνοή μύρισα τη θεϊκή μυρωδιά και μετά άφησα την κλάρα λεύτερη να πλησιάσειτο
σιδερένιο πρασινοβαμμένο κάγκελο και να δείχνει στους περαστικούς -σαν την
εφηβοκόρη που χαίρεται τα λεμονόστηθα της εφηβείας της – τους
πλουσιανεπτυγμένουςσκληρόφλοιους καρπούς της. Και λίγο παραδίπλα απ τη λεμονιά,
μια μικρή κενή λακούβα, θυμίζει τον μαυροκαρβουνιασμένο κορμό μιας νεκρής
μουριάς, ξεθαμμένης πριν λίγες μέρες από τον εβδομηντάχρονο λεβέντη τής
γειτονιάς. Άκουσα τον ήχο απ’ το φτερούγισμα μιάς κουκουβάγιας, χάϊδεψα τον
φουντωμένο όγκο τούμυριοχιλιαρωματισμένου δυόσμου μεσ’ την αγκαλιά τής πήλινης
μεγάλης καφετιάς γλάστρας δίπλα στ’ αψηλό σκαλοπάτι τής
ομορφοϊσιοτσιμεντοστρωμένης πρασιάς. Πιο πέρα τ’ αγιόκλημα, σφιχταγκάλιαζε
ερωτικά το γεμάτο πόθο κορμί μιας άλλης λεμονιάς, σκαρφαλώνοντας τ’αψήλου.
Δίπλα
ένας παμπάλαιος μαρμάρινος νεροχύτης, ξαπλωμένος βαριεστημένα ανάσκελα, έβλεπε
λες με φόβο την παλιά ορειχάλκινη βρύση
να τον κοιτάζει «καρσί», κρεμασμένη ένα μέτρο πάνω απ’τ’ ανοικτά του στήθια.
Εκεί που ένα κρυστάλλινο σπαθί κρεμόταν απ’ τα χείλη της βρύσης, ακίνητο λες
στον αιώνα. Σαν να’ταν η τιμωρία -θα ‘λεγες – στο λίγο νερό, που τόλμησε να
κρεμάσει τη νεροσυρμή του χωρίς να φοβάται ότι ο παγωμένος αέρας τού
μεσονυχτίου τής πρωτοχρονιάς, που κατέβαινε με φόρα απ’ την Πλατεία Υμηττού
προσπαθώντας να λυγίσει τους χοντρόκορμους αυστραλιανούς ευκάλυπτους, τους
βαθιορίζωτους στα πεζοδρόμια της ομορφασφαλτοστρωμμένης Παναγούλη – τής παλιάς
Στρατηλάτου Κωνσταντίνου- θα μπόραγε να το παγώσει και να το κρατήσει πετρωμένο
ολονυχτίς, μέχρι να το λιώσει τ’ απαλοχάδι τού αδύναμου ντροπαλόβγαλτου ήλιου τής
Πρωτοχρονιάς, της Άγιας Μέρας π’ ακλουθούσε.
Δυο,
τρία λουλουδάκια πό ‘χαν στοιχηματίσει ότι θα ζήσουν, αντέχοντας την
πρωτοχρονιάτικη παγωνιά, έστελναν μ’ επιμονή τη λάμψη τής κίτρινης ανθογύρης, τής
σκεπασμένης με μικρές σταλαματιές δροσιάς, που ήταν θα ‘λεγες τα πικρά δάκρυα
μιάςαπατημένης παρθένας, παρατημένης, μοναχής κι ανεμοδαρμένης απ’ τ’ αγιάζι
της νυχτιάς. Και ‘κείνο το τρεμοφώς τους, σάνά ‘θελαν να τρυπήσουν εδώ κι εκεί
το μαύρο σεντόνι τ’ απλωμένο μέσ’ στα μεσάνυχτα τής αλλαγής του χρόνου, έμοιαζε
με την αδύναμη φωτοχλωμάδα που χαρίζουν οι μικρές νυχτολαμπίδες, οι κωλοφωτιές,
καθώς με ειδικάφωτογόνα όργανα κάνουν τις στρουμπουλοκοιλίτσες τους ν’
ακτινοβολούν στα πέριξ.
Μακριά
απ’το έμπα τής πρασιάς, στο βάθος, πάνω στη στροφή τής σκοτεινής αυλής, το
βλέμμα μου πήρε και τη μικρή ανάλαφρη βαρκούλα τούΠανανού, που περίμενε με
υπομονή το καλοκαίρι, τότε που την έριχνε με το μαΐστρο τής αυγής στην αγκαλιά
τής μεγάλης του αγάπης, τής θάλασσας του Σαρωνικού και κινούσε για το λατρεμένο
του αλαργινό ψάρεμα, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει --για δυο-τρεις ώρες-- απ’
την απάνθρωπη ανθρωπότητα που σαν σουρτοθελιά έπνιγε τη δεκαετία τού ’50- στον
Υμηττό τους μεροκαματιάρηδες τής προσφυγιάς. Αυτούς τους μεροκαματιάρηδες, που
λάτρευε σαν αδέλφια του απ’ τα τρίσβαθα τής άδολης ψυχής του και που όταν
γυρνούσε αργά πια με το μούχρωμα τής Επιτολήςτ’ Αποσπερίτη απ’ το ψάρεμα τους
φώναζε και τους χάριζε τα ψάρια πό’χε ψαρέψει, για να φάνε τα παιδιά τους.
Έτσι, στον Υμηττό, ΕΜΕΙΣ τα παιδιαρέλια τής δεκαετίας του ’50, τρώγαμε μια φορά
τη βδομάδα ψάρια, χάρις στον Πανανό. Στον Πανανό, που τα ελάχιστα πια ψάρια που
μινέσκανεμετά τα τόσα δώρα για τα λατρεμένα του παιδιά στη γειτονιά, τα έφερνε
στο σπίτι του και τα τηγάνιζε στο χοντρό τηγάνι πάνω στη χιλιομαυρισμένη
γκαζιέρα, στο μικρό στενό κουζινάκι με τον μικρό πέτρινο πάγκο δεξιά στο έμπα
του και ένα χοντρό νεροχύτη κάτω απ’ το μικρό ανατολικό -γι’ αυτό και φωτεινό-
παράθυρο αριστερά, δίπλα στη χαμηλή πέτρινη μάντρα τού Λευτέρη.
Άφησα
την πίσω αυλή και με βήμα ράθυμο, γεμάτο νοσταλγία για τα παλιά, γύρισα πάλι
στη πρασιά, δίπλα στο «πορτί». Απόφυγα να δω προς το παράθυρο. Αντίθετα τού
γύρισα πλάτη και έστειλα το βλέμμα μου ν’ απαλοχαϊδεύει το ψηλό γαλάζιο τριώροφο
των Γαλάνηδων. Μα… κι εδώ ερημιά. Ολάκερο τριώροφο… Τόσα δωμάτια… Τόσα
παράθυρα… όλα κλειστά. Ερημιά! Κανένας Γαλάνης! Τους ρούφηξε η Αμέρικα. Χαθήκαν
όλοι. Μόνο ο Στελάρας έχει μείνει πέρα μακριά στο Σικάγο. Ναι, κείνο το
ξανθόμαλλο Μπιτλάκι της δεκαετίας του ’60, τότε που σε κάθε τάξη τού «13»
υπήρχε και ένας Γαλάνης. Μόνο ο Στέλιος πια μας τηλεφωνεί- αργιά και που- και
ακούμε τη φωνή του και αυτός ακούει Ελληνικά! Ακούει τη γλώσσα του!
Θα
‘ταν ένα μακρύ κομμάτι μπετονιάμ’ένα αγκίστρι δεμένο στην άκρη, που πέταξε ο
Πανανός, γάντζωσε το γιακά μου και χωρίς να το καταλάβω με τράβηξε και βρέθηκα
πάλι απέναντι στο ανοιχτό παράθυρο του σαλονιού. Έστησα αυτί ν’ ακούσω καλά…
Ένα γραμμόφωνο σκόρπιζε μεσ’ στη σιγαλιά τής αλλαγής τού χρόνου στον έρημο
Υμηττό, ένα μινόρε από ένα αξέχαστο αιωνόβιο, νοσταλγικό,σμυρνέϊκοτραγούδι, που
τόσες και τόσες φορές- τότε που πλημμύριζαν την ψυχή του οι θύμισες τής Σμύρνης,
τής πατρίδας του- είχα ακούσει να το σιγομουρμουρίζει ο Πανανός, σφουγγίζοντας
κρυφά με τ’ ανάστροφο τής χιλιοροζιασμένης απ’ τη δουλειά παλάμης του, το δάκρυ
, που σε αργή κίνηση γλιστρούσε απ’ το πανέξυπνο, ολόφωτο μάτι του,ακλουθώντας
τη γραμμή μιας βαθιάς ρυτίδας, απομεινάρι μιας πολύπαθης σκληρής ζωής. Μιας
ζωής, που όπως ο ημίθεος Ηρακλής είχε νικήσει το αθάνατο λιοντάρι πνίγοντάς το
μεσ’ στα ανίκητα μπράτσα του, έτσι κι ο Πανανός την είχε κατακτήσει, τη ζωή,
παλεύοντας τον αγώνα τον καθημερινό, τον σκληρό αλλά και αγιασμένο. Μιά ζωή,
που τη σφιχταγκάλιαζε με τα πετρωμένα από τη δύναμη μούσκλια τής αγκαλιάς του,
απ’ τα χαράματα που ‘φευγε για τη δουλειά, τη χιλιοπάλευε ολημερίς στο ταπί της
παλαίστρας του μεροκάματου κι αργά το βράδυ την έρριχνε με μια λαβή ανασκέλωτα,
πλάτη στο καναβάτσο και ακούγοντας το ανάποδο μέτρημα: Δέκα, εννέα, οχτώ… τρία,
δύο, ένα πεταγόταν νικητής της ημέρας, μάζευε τα εργαλεία του στην τσάντα του
κι έπαιρνε το δρόμο για το άγιο προσφυγικό του, να πιεί και κάμποσες μισές με
το νέκταρ απ’ τη λαμπρόχρυση ρετσίνα του, να σβήσει βαθιά στο πιοτί τούς
μεγάλους του καημούς, να ξετινάξει την κούραση απ’ το λιωμένο του κορμί, να
πάρει ανάσα, να ξεδώσει, να ξαποστάσει, να νιώσει λεύτερος μέχρι το χάραμα τ’
άλλο πρωί.
Το
αιωνόβιο μπουζούκι συνέχιζε το Σμυρνέικο τραγούδι του όταν σκέφτηκα ότι θα
‘πρεπε να ευχαριστήσουμε την τεράστια θύμηση, που μας πρόσφερε απόψε
ολοζώντανους τον Πανανό και την Μαρία Χατζηνικολάου σε μια Πρωτοχρονιάτικη
χρυσή κύλικα, να μεθύσουμε πάνω στην αλλαγή του χρόνου, να σκίσουμε ‘κείνο το
«Μένουμε σπίτι» το κρεμασμένο στην πόρτα μας, να δραπετεύσουμε για λίγο απ’ την
άγρια κλεισούρα τού άτιμου κορονοϊού και για λίγη ώρα να σπάσουμε από πάνω μας
τα δεσμά τής μοναξιάς που σκληροβόσκει με πίκρα στα στήθια μας και να πιούμε
ένα κρασί – στημένοικαρσί- με δυο φίλους απ’ τα παλιά. Δυό φίλους π’ αποζητώ να
ξαναδώ τα πρόσωπά τους. Ρίχνω το βλέμμα μου στο ανοιχτό παράθυρο να τους
χορτάσω. Μα… τί έγινε; Κείνη η άγια μάννα δε φαίνεται πια. Κι ο
Πανανόςαχνοσβύνει υποχωρώντας μεσ’ στην αχλύ τού μισοσκόταδου τού σαλονιού. Τελευταία
ακούγεται απ’ το βάθος η φωνή του, όπως πάντα σίγουρηκαι στεντόρεια, σαν τη
φωνή του μυθικού ήρωα απ΄την Αρκαδία, τού γενναίου Στέντορα,πό ‘χε πολεμήσει με
όλους τους Έλληνες στην Τροία: Γιέ μου, Καλή Χρονιά!!!
Σ΄ολάκερο
τον Υμηττό αισθάνθηκα μόνος. Παντού ερημιά. Έκλεισα το παράθυρο. Μα τόση ώρα
ήταν ανοιχτό… Δεν έκανα λάθος… Εκεί τόση ώρα ήταν… Ναι, έβαλα μια πέτρα να το
κρατά κλειστό μη τ’ ανοίξει ο αγέρας, έκανα το σταυρό μου κατά λιακού και
πισωγύρισα αργοπατώνταςαπαλόηχα. Τράβηξα το πορτί και κλείδωσα το λουκέτο με το
μικρό του κλειδάκι. Βουβά τα μεσάνυχτα, τα σκιάζουν μοναχά οι κρότοι απ’ τα βαρελότα
και βεγγαλικά απ’ την Πλατεία στο Σύνταγμα, που ήταν σαν να επαναλάμβαναν για
να το εμπεδώσουμε: Πάει ο Παλιός ο Χρόνος!
Έσυρα
τα βήματα μου στ’ ομορφοπλακωστρωμμένο πεζοδρόμιο, χτυπώντας με «μυτάκια» κάθε νεράτζι
που συναντούσα πεσμένο στο διάβα μου. Πέρασα δίπλα στη Μερσεντές του Λευτέρη
και χάραξα με το δάχτυλο μου την παχιά νυχτερινή υγρασία που σκέπαζε το δεξί
φτερό της. Έφτασα στη γωνιά Παναγούλη και Αδριανουπόλεως. Ύψωσα τα μάτια μου
και αγνάντευα απέναντι το λαμπροφωτισμένο γιορτινό μπαλκόνι μου. Τα πολύχρωμα,
πολυάριθμα λαμπάκια του τρεμαναβοσβήνανε και σαν πανίσχυροι μαγνήτες ένιωσα να
με τραβούν εκεί ψηλά κι αισθάνθηκα να ‘μαι στην αγκαλιά τους, σαν ξαπλωμένος σε
μια τεράστια φωτεινή αιώρα. Στ’ αυτιά μου, μια γνωστή, αξέχαστη φωνή ψιθύριζε:
Γιε μου! Ευτυχισμένο το 2021!!!
ΕΙΘΕ!!!
Τι ωραία περιγραφή...πόσο νοσταλγική διήγηση....
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!!!! ΜΕ ΥΓΕΙΑ...ΥΓΕΙΑ...ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ!!!