Όταν οι άγιοι περπατούσαν στή γή.
Ο πυροσβέστης απ’ την Τεγέα.
Παναγιώτης Γ. Γιαννιάς (Μπαλκανάς)
Αντιπύραρχος Πυροσβεστικού Σώματος
Ζελιώτης.
Ήταν απόγευμα. Η ώρα περασμένη. Έξω κυριαρχούσε μια βαρυονεφιά. Ένα
μούχρωμα σαν μιά τεράστια ωχρογκρίζα αυλαία στη σκηνή ενός παλιού θεάτρου, όπως
η θεώρατη κεντρική σκηνή τού Εθνικού στο κτίριο τού Τσίλερ. Μια μουντή αλισάχνη συμπλήρωνε τη
χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα και θά ‘λεγες ότι το αφράλατό της ζητούσε να σκιάσει
τούς όγκους απ’ τα χαμηλά πετροχτισμένα και με τετράριχτες σκεπές
κεραμιδοσκεπασμένα προσφυγικά με τους μακρόβιους Αυστραλιανούς ευκάλυπτους πού,
δισθεώρατοι καθώς ήταν, ζητούσαν να τρυπήσουν τα τρισμεσούρανα, ξεκινώντας από
ένα γαιοπρόβλητο κορμό στα πεζοδρόμια τού Υμηττού. Στη Στρατηλάτου Κωνσταντίνου,
14-15 παιδιά της γειτονιάς παίζανε ποδόσφαιρο, με φωνές χαρούμενες: - Έλα
μεγάλε Μπέμπη με τις ντρίπλες σου! ή – Τι γκολάρα ήταν αυτή, ο... Υφαντής
είσαι;
Ξαφνικά απ’ τη γωνιά στο βάθος τού δρόμου έστριψε ένα τζιπ τής
πυροσβεστικής. Η στριγγλιά τής σειρήνας του ήταν εκκωφαντική και στην οροφή του
ο φάρος με το κοκκινοκίτρινο φως έδιωχνε
όλους στην άκρη. Το τζιπ ήταν... γνωστό στη γειτονιά. Συχνά ερχόταν κι
έπαιρνε τον πυροσβέστη να τον πάει σε μια πυρκαγιά, σε μιά πλημμύρα ή όπου
αλλού θα βοηθούσε η δημολάλητη πείρα του μιά και η ζωή τον είχε τυλίξει πολλές
φορές στη ρόκα του πανδαμάτορα χρόνου. Και τώρα έγινε το ίδιο. Ακούστηκε η
στριγγιά τριβή των τροχών στην άσφαλτο, ο πυροσβέστης άνοιξε την πόρτα, σάλταρε
μέσα και το τζιπ, στο πρώτο ανοιγόκλειμα των ματιών μας, έστριβε κιόλας 100
μέτρα πιο πέρα. Για κάποιες στιγμές ακουγόταν ακόμα η σειρήνα του. Μετά πλήρης
ηρεμία σε ολόκληρο τον Υμηττό. Ηρεμία, ναι! Αλλά στο τζιπ της πυροσβεστικής;
Εκεί... όχι!
Ο πυροσβέστης, που τον διέκρινε άλλες φορές μια αταραξία, μια νηφαλιότητα
εκνευριστική, ήταν εκτός εαυτού! Ούρλιαζε στον οδηγό: - Πάτα, πάτα πιο γρήγορα!
Λές και κάποιος του ψυθίριζε στ’ αυτί ότι δεν ήταν δυνατόν να προλάβει όσο κι
αν έτρεχε. Τί να προλάβει; Τί συνέβαινε; Αυτά μόνο ο δημολάλητος πυροσβέστης μπορούσε
να τα προαισθανθεί. Και φώναζε: - Πάτα, πάτα πιο γρήγορα! Το τζιπ σ’ ενάμιση
λεπτό άφηνε τη μάντρα τού Α’ Νεκροταφείου, ωρμούσε στην κατηφόρα μέχρι τη
γέφυρα τού Ιλισσού και «με μια γκαζιά» πέρναγε μπροστά απ’ την Πύλη τού
Αδριανού. Κι ο πυροσβέστης ούρλιαζε: - Πάτα, πάτα κι άλλο! Στην Αμαλίας η
κίνηση δεν ήταν μεγάλη, ο πυροσβέστης είχε βγει ο μισός έξω απ’ το παράθυρο και
με το δεξί του χέρι έκανε σινιάλο στους οδηγούς να πάνε στην άκρη. Ο Εθνικός
Κήπος τέλειωνε και φάνηκε η Βουλή, όταν είπε στον οδηγό του:
- Κατέβα ανάποδα την Όθωνος και μπες με φόρα στη Μητροπόλεως! Πήραν δύναμη απ’
το πυκνοκισσόπλεκτο άγαλμα τού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου απέναντι στο έμπα τής
μεγάλης εκκλησιάς και με δυό ανάσες έφτασαν στην Αθηνάς. Ο πυροσβέστης είχε
τρελλαθεί, ούρλιαζε: - Πάτα, πάτα πιο γρήγορα! Την επόμενη στιγμή μπήκαν σ’ ένα
δρομάκι που έγραφε «Οδός Αγίας Θέκλας». Στο βάθος είχε γίνει
παρανάλωμα τής φωτιάς ένα παμπάλαιο διόροφο σπίτι, τής εποχής του 1800. Ένα
σπίτι που παλιά ζούσε ένας γιατρός με την πανέμορφη, νεραϊδοαγγιγμένη κόρη του
την οποία είχε ερωτευθεί ο Λόρδος Βύρων. Ο πυροσβέστης πρόσεξε –περιβόητη ήταν
η παρατηρητικότητά του- ότι τέσσαρες πυροσβέστες με τους αυλούς τους μπροστά
στην είσοδο τού ισογείου άφηναν το νερό τους να στροφοδινιέται για να σβήσουν
ό,τι μπορούσαν.
Τον πυροσβέστη ξαφνικά σαν σουρτοθελιά τον έσφιξε η αγωνία που σφυροκοπούσε
ασίγιαγα τα φυλλοκάρδια του. Νόμιζε ότι θα λυποθυμήσει. Αλλά ευτυχώς
εμπιστεύτηκε η καρδιά τη φωνή τής πείρας τού νού τού πυροσβέστη. Δεν μπορούσε
να περιμένει. Δεν έπρεπε να
περιμένει. Δεν είχε δικαίωμα να
περιμένει. Γιατί δεν θα προλάβαινε. Σε λίγα δευτερόλεπτα θα ήταν αργά. Άλλωστε
ψηλά στον ουρανό, μεσ’ στη μαυρίλα του καπνού είδε μια μορφή φωτεινή, γλυκειά,
γαλήνια που τόσες φορές τον είχε βοηθήσει. Η μορφή αυτή του ‘κλεισε φιλικά το
μάτι σαν να του ‘λεγε: ΤΩΡΑ!!!
Και ο πυροσβέστης κατάλαβε. Ένοιωσε μέσα του μια πρωτόφαντη έκρηξη
αδρεναλίνης και με τον δεξιό αγκώνα χτύπησε με δύναμη την κλειστή πόρτα του
τζιπ. Η μπετούγια έγινε κομμάτια και η πόρτα τινάχτηκε στο κενό και βρόντηξε με
πάταγο μπροστά, πάνω στον δεξιό τροχό. Ο πυροσβέστης πετάχτηκε έξω και σαν
δρολάπι αφηνιασμένο όρμησε στο δρομάκι φωνάζοντας με όλη τη δύναμη τής άγιας
ψυχής του, σαν παραλοϊσμένος:
-Πίσωωωωω! Παιδιά
πίσωωωωωωω! Οι τέσσαρες πυροσβέστες, που σκυμένοι μπροστά στην κεντρική είσοδο
τού ισογείου έρριχναν νερό πολεμώντας την ανίκητη φωτιά, άκουσαν τη στεντώρεια
φωνή τού έμπειρου συναδέλφου τους και έκαναν δύο βήματα πίσω πατώντας στην
άσφαλτο τού στενού δρομίσκου.
Και τότε – ω Θεέ μου!!! – ακούστηκε ένας γδούπος λες
και είχε πέσει αεροπλάνο μπροστά τους. Πράγματι, το τεράστιο
Πεντελισιομαρμάρινο νεραϊδοτριχαπτοσκάλιστο μπαλκόνι τού πρώτου ορόφου, έσκασε
με μιά γεωσείστικη δόνηση στο πεζοδρόμιο, μπροστά στην πόρτα τού ισογείου. Εκεί
που δευτερόλεπτα πριν ήταν οι τέσσαρες πυροσβέστες. Η φωνή: Πίσωωω! Παιδιά
πίσωωω! δονούσε ακόμα τα τύμπανα στ’ αυτιά τών τυχερών πυροσβεστών όταν αυτοί
με δακρυσμένα τα -κατακόκκινα απ΄τις φλόγες και την μυαλοζαλίστρα κάπνα- μάτια
τους, έτρεξαν να ευχαριστήσουν τον σωτήρα τους φιλώντας του τα χέρια. Κι ο
καλοκάγαθος πυροσβέστης τους χάϊδεψε τα κεφάλια με πατρική στοργή όπως έκανε
πάντα κι απολοήθηκε ταπεινά, χαμηλώνοντας τα αγνά –απ΄τις αντανακλάσεις τής
άγιας ψυχής του- γκριζογάλανα μάτια του: -Μα... εγώ δεν έκανα τίποτα!!!
Τί είπε ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ;;;
Μόλις είχε βιώσει ένα απ’ τα αμέτρητα αμάραντα άθλα της επαγγελματικής του
σταδιοδρομίας, αφού με την πρωτόφαντη διορατικότητά του και με την αξιοθαύμαστη
απο όλους παρατηρητικότητά του είχε
σώσει τη ζωή τεσσάρων πυροσβεστών-συναδέλφων του και όμως το είχε ήδη
λησμονήσει, πιστεύοντας ότι απλά είχε κάνει το... καθήκον του!!! Μετά γύρισε
χωρίς άργητα και έκανε το σταυρό του κατά λιακού, ενώ σφούγγιζε τα βουρκωμένα
του μάτια με τ’ ανάστροφο τής παλάμης του.
Τέλος ζήτησε και πήρε απ΄τον υπεύθυνο αρχιπυροσβέστη
έναν αυλό, φωνάζοντας πάλι με τη δυνατή φωνή του, που ακουγόταν κάποτε σ’ όλα
τα διάσελα τού Μαίναλου στην αντροξεθρέφτρα Αρκαδία, τότε που, μειράκιο ακόμα,
ξαπόστανε στο ασίγιαγο δροσαγέρι κουρασμένος, όταν έβοσκε με τρανό σάλαγο «τσάπ,
τσάπ! έϊ, έϊ!» μέσ’ στον κουρνιαχτό τα πολυβοστρυχοπλουμισμένα πρόβατα της
φαμίλιας του με τα θεόηχα, αργόηχα τροκάνια να αχολογούν τη θεϊκή καλλικέλαδη
ποιμενική μελωδία του Αρκά τραγοπόδαρου θεού Πάνα στο αμαραντοπαλιουροτσουκνιδοαφανοσπαρτογαϊδουραγκαθοθρουμποριγανοτριβολιδοσκολιαντροκουσκουτοφαλαριδογαλατσιδοαγριογκορτσιομπουρτζαφανοφουσκουνιαγριοκισσομπουρτζιοσμυρτιοαγριολουπινοσερνικοβοτανοαγριαλισφακιορεικοβαλσαμοαγριοτριανταφυλλιοβατοσχινοθυμαροσκεπασμένο
αιγοπροβατοβόσκητο αγιοχώματο, βαρυανήφορο καταράχι, με τον πελώριο -φτιαγμένο
από ασήκωτες στουρναρόπετρες- κουκούερα-σηματωρό, έργο του ΔΙΚΑΙΟΥ Αριστείδη
Μπίσια γιού του ΑΓΙΟΥ μπάρμπα Λεωνίδα, ουρανεβασμένο ψηλά στον Άϊ-Λιά του
Ζελιού, έξω απ’ την Τρίπολη, αγναντεύοντας απ’ τ’ αψήλου κατά λιακού τον
Κολοσούρτη με τις σκολιοφιδίσιες στροφές του κι απ’ την άλλη, πέρα, το
αλίσμηκτο Κατάκολο, στην άκρη του Μωριά στο βαθυγάλανο ατλάζι της
μυριοχιλιοπεντάμορφης θάλασσας εκεί στα ξαγνάντια, που βουτά σαν ολοπόρφυρη
ζωγραφιά το πυρίφλογο αχτινοβόλημά του ο ήλιος το δείλι, την ώρα τής επιτολής
τού Αποσπερίτη. Όπως τότε που τραγουδώντας το πατροπαράδοτο δημοτικό Μωραϊτικο
λεβέντικο γεωσείστικο τσάμικο «Μέσ’ στο βάλτο Γιάννη Γιαννιά» (Γιαννιάς άλλωστε
κι αυτός), έσκιαζε τα γοργόφτερα αγριοπούλια που κρυμενοκουρνιασμένα μεσ’ στη
λάβρα του μεσημεριού, λάκαγαν απ’ των δεντρών τα κλώνια και σκορπανεμίζονταν
απ’ τη στεντώρεια φωνή του κι άναβε σεβντά στις Ζελιωτοπούλες που τον άκουγαν.
Έτσι το ίδιο, φώναξε πάλι:
-Παιδιά, όλοι μαζί, πάμε τώρα
να σβήσουμε τη φωτιά!!! Είς έργον!!!
Ηλίας Παναγιώτη Γιαννιάς (Μπαλκανάς)
Τηλ. 2107626525
Αθήνα 20 Ιούλη 2018, τ’ Άϊ-Λιά.
Αφιερωμένο στον εγγονό μου Ηλία,
για τη γιορτή του.
Διάρκεια ανάγνωσης κειμένου 11’
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου