ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ. 86 χρόνια πριν, σαν χθες : 21/7


Ο Κώστας Καρυωτάκης (30 Οκτωβρίου 1896 – 21 Ιουλίου 1928) ήταν ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896 και αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα το απόγευμα της 21ης Ιουλίου 1928. Θεωρείται ως ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες. Η ποίησή του διδάσκεται σε αρκετά Πανεπιστήμια της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού. Για το έργο του έχουν γραφεί εκατοντάδες εργασίες και βιβλία, πραγματοποιήθηκαν δε δεκάδες ειδικά συνέδρια. (BIKIΠΑΙΔΕΙΑ).


Η προτομή του Αρκάδα ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, στη Πρέβεζα. Η κεραμοσκεπής κατοικία- που διακρίνεται στο βάθος και στα δεξιά της προτομής- ήταν το σπίτι που έμεινε στη Πρέβεζα. Μάλιστα μόνο για 39 ημέρες. Δεν την άντεξε πάρα πάνω...



                         

                               Πρέβεζα (Κ. Γ. Καρυωτάκη) - Β. Παπακωνσταντίνου

                               Μουσική: Γιάννης Γλέζος
                             - Σκηνές από την τηλεοπτική σειρά "Καρυωτάκης" (2009) του Τάσου Ψαρρά.




 Γιώργος Σαραντάρης (Κωνσταντινούπολη20 Απριλίου 1908 - Αθήνα25 Φεβρουαρίου 1941)  ποιητής, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος της Γενιάς του '30
.
Γόνος οικογένειας Ελλήνων εμπόρων με καταγωγή από το Λεωνίδιο Αρκαδίας που διέμεναν στην Ιταλία, είχε την ευκαιρία να ανατραφεί σε ένα αστικό και σχετικά προοδευτικό, σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα, περιβάλλον. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια στην Ιταλία, όπου έζησε από το 1910 έως το 1931. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ωστόσο, τον κέρδισε η ποίηση. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Γιώργος Σαραντάρης εμφορούμενος από συναισθήματα φιλοπατρίας συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου, όπου αρρώστησε από τύφο. Πέθανε ύστερα από την επιστροφή του στην Αθήνα το 1941.(ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ).

3 σχόλια:

  1. Όπως ξανάγραψα η απώλεια του Καρυωτάκη και του Σαραντάρη είναι μέγεθος απροσμέτρητο για την ποίηση και τελικά τον πολιτισμό στον τόπο μας.
    Δύο τεράστια ποιητικά, αλλά και φιλοσοφικά αναστήματα, που "έφυγαν" περίπου στην ίδια ηλικία, πολύ νέοι, 32 ο πρώτος 33 ο δεύτερος, και άφησαν ένα τεράστιο έλλειμμα το οποίο ποτέ δεν θα μπορέσουμε να αποτιμήσουμε.
    Λέω «έφυγαν» γιατί ουσιαστικά πρόκειται για δολοφονίες, από μια ανάλγητη και ανίδεη διοίκηση.Η μετάθεση – εξορία του Καρυωτάκη στην Πρέβεζα και η αποστολή στο μέτωπο του Σαραντάρη αποτέλεσαν ένα απροσχεδίαστο (για την ανίδεη ελληνική διοίκηση) σίγουρα όμως ένα έγκλημα.
    Για το θάνατο του Σαραντάρη μίλησε με απόλυτα εύστοχο τρόπο ο Ελύτης:
    «…Ήταν η πιο άδικη απώλεια. Θα προσπεράσω λοιπόν για να τις ξαναπιάσω, ίσως κάποτε κι αλλού, τις σκληρές μέρες της Αλβανίας. Όμως θέλω τη στιγμή αυτή, απροκάλυπτα, να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα Γραφεία και στις Επιμελητείες όλο τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό κι ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκότανε στα πόδια του, που είχε όμως προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της. Ήταν σχεδόν μια δολοφονία. Ο Γιώργος Σαραντάρης ήταν διπλωματούχος ιταλικού πανεπιστημίου- ο μόνος ίσως σε ολόκληρο το στράτευμα-, θα μπορούσε να ‘ναι περιζήτητος σε οποιαδήποτε από τις Υπηρεσίες που είχαν αναλάβει την αντικατασκοπεία, ή την ανάκριση των Ιταλών αιχμαλώτων. Αλλά όχι. Έπρεπε να φορτωθεί το γυλιό και τον οπλισμό των τριάντα οκάδων, για να χαθεί παραπατώντας μέσα στα χιονισμένα φαράγγια ένας ακόμη ποιητής, ένας ακόμη αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου.
    Φαίνεται ότι πέρασε φριχτές ώρες. Τα χοντρά μυωπικά του γυαλιά, που χωρίς αυτά δεν μπορούσε να κάνει βήμα, τα ‘χασε μέσα στην παραζάλη. Φώναζε «βοήθεια» στους άλλους φαντάρους, αυτός ο Χριστιανός φώναζε «αδέρφια», και τα «αδέρφια» τον κοροϊδεύανε, τα πιο αδίστακτα βαλθήκανε κιόλας να του κλέβουνε κουβέρτες, μάλλινα, οτιδήποτε χρήσιμο μπορούσε ο δόλιος να κουβαλεί. Απόμεινε σαν το κατατρεγμένο πουλί μέσα στην παγωνιά. Χωρίς να βαρυγκομήσει. Χωρίς να ξεστομίσει ένα πικρό λόγο. Περήφανος, μ’ ένα σώμα ελάχιστο και μια μεγάλη ψυχή, που τον κράτησε όσο που να τραγουδήσει ακόμη λίγο: «εγώ που οδοιπόρησα με τους ποιμένες της Πρεμετής»- κι ύστερα ν’ ανεβεί Στους τόπους “που αναγγέλλουν τον ουρανό και συνομιλούν με τον ήλιο”…».
    Αθάνατη ελληνική διοίκηση, πως μπορούσες να αποδεχθείς έναν μη αποδοτικό και εργατικό υπάλληλο, ο οποίος είναι αλήθεια σιχαινόταν τη δουλειά του.Αν βέβαια είχε κάποιο μέσο ή ήταν ποδοσφαιριστής πάντα κάποια αργομισθία θα βρισκόταν κατάλληλη για την περίσταση, ή πως θα μπορούσε να εξαιρέσει από την αποστολή στο μέτωπο τον δεύτερο, αφού κανείς δεν μίλησε κατάλληλα, προπαντός η ίση αντιμετώπιση, πάντα η ελληνική διοίκηση υπήρξε αμερόληπτη, εκτός ειδικών περιπτώσεων.
    Σοφιστής

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θα κλείσω με δύο χαρακτηριστικά ποιήματα, τα οποία το ανάλγητο και ανίδεο σύστημα (βλέπετε οι ιδιότητες δεν αποτελούν αποκλειστικό προνόμιο της ελληνικής διοικήσεως) δεν μου επέτρεψε (λόγω έκτασης) να συμπεριλάβα στην προηγούμενη ανάρτηση..
    Το πρώτο του Καρυωτάκη
    Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
    σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
    μαραίνονται οι Βερλαίν. τους απομένει
    πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρή.
    Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
    των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
    Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
    μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.
    Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι
    και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί,
    η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.
    Κανένας όμως δεν ανιστορεί
    Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
    τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
    Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
    μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που’ ναι.
    Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
    κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
    στην τραγικήν απάτη τους δομένοι
    πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί,
    παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
    Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
    νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
    μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που’ ναι.
    Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
    «Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
    «την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
    μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι;»
    (Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων)
    Και το δεύτερο του Σαραντάρη
    Είταν μια μέρα γελαστή
    Που τη χορεύαν όλοι
    Ένας σοφός μας άκουγε ξανά
    Να λέμε παραμύθια
    Είταν καιρός που άνοιγε η καρδιά
    Και μπαίναν τα λουλούδια
    Εκελαϊδούσαν όλο πιο γλυκά
    Τα σύννεφα στα δέντρα
    Κ’ είταν μια τρέλλα τα πουλιά
    Που ακούμπαγαν στην πλάση.
    Πάνω στη θάλασσα εγώ τραγουδώ
    Μα δε χορταίνω
    Πάνω στη θάλασσα ο θάνατος
    Έχει παλμό δικό μου
    Και τρέχει με τα λάβαρα
    Όταν εγώ σωπαίνω
    (Με τα λάβαρα)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Έχει καταντήσει μονόλογος, αλλά η συγκινητική, όπως πάντα, ανταπόκριση του διαχειριστή της σελίδας με αποθρασύνει.
    Όσοι αναζητήσουν (και αξίζει τον κόπο να το κάνουν) την επιστολή της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη, δεν θα μπορέσουν να μη σταθούν στο εντυπωσιακά ειρωνικό κλείσιμό της (είχε προηγηθεί απόπειρα αυτοκτονίας δια πνιγμού)
    «Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν διά θαλάσσης. Όλη τη νύχτα απόψε, επί 10 ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγομένου.»

    ΑπάντησηΔιαγραφή