ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

Με αφορμή τη συναυλία του Βαγγέλη Μπουντούνη στο Μουσείο Μπενάκη.


Με αφορμή τη συναυλία
του Βαγγέλη Μπουντούνη στο Μουσείο Μπενάκη
ή
Αδειάζοντας –άσπρο πάτο- τις κύλικες τής ΜΟΥΣΙΚΗΣ, με συντροφιά τον Βαγγέλη Μπουντούνη, τη γλυκειά του Μάρω και τον Κωνσταντίνο και τη Λυδία, δηλαδή τους πασίγνωστους String Demons.

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

            Γράφω χωρίς να νοιώθω τη στιγμή εκείνη τι... γράφω. Δεν γράφω βουτώντας την πέννα μου στο γαλάζιο μελάνι της λογικής. Τουναντίον γράφω βουτώντας την πέννα μου στο άλικο αίμα, που έχω στα τρίσβαθα της καρδιάς μου. Όπως θα ‘λεγε ο Οδυσσέας Ελύτης, οι σκέψεις μου οργανώνονται γύρω από πυρήνες που προεξέχουν και συγκρατούν γερό το κείμενο σαν σύνολο. Οι πυρήνες αυτοί είναι φραστικές μονάδες αυτοδύναμης ακτινοβολίας. Είναι όπως λέει η αξιολάτρευτη φίλη Αντωνία Ζεβόλη, για την κριτική μου στην «Φαμέγια» της, «πολύτιμα πετραδάκια-διαμαντάκια, ρουμπίνια, αμέθυστοι και μαργαριτάρια -που κεντούν τα αυτιά μας με μελωδικούς ήχους». Έτσι ο συνδυασμός της βαθειάς ψυχικής έκφρασης, συμπίπτει με τη νοητική καταγραφή. Τόσο, που δεν ξέρω τελικά, αν η γοητεία προέρχεται από αυτό που φωτίζει η λογική ή από αυτό που προβάλλει η καρδιά προς τα έξω.
            Γιατί μ’ αυτά τα «νεραϊδοκέντητα τρίχαπτα» που στολίζω εδώ κι εκεί το γραπτό μου, φανερώνω ότι πρόκειται για ρήσεις, όπου τα μέταλλα της γλώσσας και οι εικόνες των ματιών συγχωνεύονται και η διατύπωση στο τέλος δείχνει τη διέγερση ενός κόσμου γεμάτου αλήθεια, όνειρο και φαντασία. Αρκεί, όποιος διαβάζει τα κομμάτια αυτά, να αφήνει ξαλύσωτη τη φαντασία του ν’ αργοκυλάει σαν το δροσερό νερό, που στέλνει το μαγγάνι στον καταπότη του χωραφιού του ιδρωτοποτισμένου απ’ τον αγώνα τού χεριοροζιασμένου ξωμάχου, που παλεύει με τη γη σε μια ημερονύχτια ασταμάτητη πιλάλα, όπως έκανε έξω απ’ την Τρίπολη ο σ’ χωρεμένος ο παππούλης μου, ο Ντίνος Δημητρακόπουλος ή «Κόσυβας», όταν ξενύχταγε ποτίζοντας ή σκαλίζοντας όλη τη νύχτα το δικό του χωράφι και κίναγε να πάει για το μεροδούλι, να δουλέψει στα ξένα χωράφια πριν το ηλιοφίλημα στης ροδαυγής την πάχνα. Και όπως γράφει ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης, δάσκαλος του φίλου Βαγγέλη Μπουντούνη, χρησιμοποιώ ανάκατα λέξεις της καθαρεύουσας και της δημοτικής όχι από άγνοια, αλλά γιατί οι συγκεκριμένες λέξεις μου φαίνονται μουσικότερες. Είναι λέξεις ηχητικά ανεπανάληπτες και ο ήχος είναι ο κύριος φορέας του συναισθήματος. Άλλωστε και ο διαπρεπής Αγγλοϊρακινός συγγραφέας Τζιμ Αλ-Καλίλι, καθηγητής κβαντικής Φυσικής λέει: Το γράψιμο είναι όπως η γλυπτική: Ξεκινάς από μια «αδρή» ιδέα και στη συνέχεια την επεξεργάζεσαι σμιλεύοντας λεπτομέρειες.

ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ

            Με δισταγμό θα’ λεγα άρχισα να βαθυστοχάζομαι όταν ξεκίνησα ν’ ανακατεύω τις σκέψεις μου για τη συναυλία του Βαγγέλη Μπουντούνη. Όταν έχοντας επιστρέψει «οίκαδε» κατά τη χρυσή διδασκαλία του Κώστα Γιαννημάρα, ρωτούσα τον εαυτό μου αν χρειαζόταν να προχωρήσω «περαιτέρω». Όμως μέσα στην ησυχία τής καλοκαιριάτικης νύχτας αισθάνθηκα ν’ ακούω φιλικές φωνές, του Ζησιμόπουλου, του Δασκαλόπουλου, του Βικέντιου, του Διονέλη, του Ζεβόλη, του Χατζίρη, του Καρασούλου, του Πισιμίση, του Κουσουρή και άλλων, που με παρότρυναν με ζέση κι επιμονή: «Γράψε δυό λόγια για τη βραδυά στο Μουσείο Μπενάκη». Κι αμέσως άδραξα χαρτί και μολύβι –«λάπτο», πως το λέτε εκείνο το πράγμα με τα πολλά κουμπιά, δεν έχω!!!!- και άρχισα να ζωγραφίζω στο χαρτί το αίσθημα της καρδιάς μου και να το στολίζω με τα μουσικά ακούσματα της συναυλίας.
        
   
         Ξέρετε ότι είμαι ένας απλός... βοσκός, στις αιγοπροβατοβόσκητες ραχούλες και βαρυανηφοριές πάνω απ’ τη λίμνη Τάκα κοντά στην Τρίπολη. Και σ’ απάνω στη ραχούλα που βόσκω τα πρόβατα, μουσικά μου ακούσματα είναι ο ήχος απ’ το σουραύλι μου, το θιαμπόλι που λεν οι Κρητικοί βοσκοί πάνω στις σκολιές γιδοστράτες στα ουρανεβασμένα Μαράλια και το μεταλλικό τραγούδι απ’ τα αργόηχα τροκάνια που έχουν στο λαιμό τους τα πολυβοστρυχοπλουμισμένα πρόβατα μου. Τώρα μεταξύ μας, αν κι εσείς θελήσετε να ζήσετε την ίδια ατμόσφαιρα, ακούστε θεϊκή ποιμενική μελωδία στην Τρίτη πράξη του «Τριστάνος και Ιζόλδη» με την ελληνική φύση και τη νοσταλγική μελωδία της φλογέρας του βοσκού.
            Ψες το βράδυ όμως κυριολεκτικά «άλλαξα»!! Έβγαλα τα χιλιοκαρφωμένα στο πέλμα γουρνοτσάρουχα και τη χιλιομυριοτριγωνοκομμένη και ραμμένη φουστανέλλα, ντύθηκα σαν «2017», ροβόλησα αγάλι-αγάλι την Πειραιώς μέχρι το 138, έδεσα το μουλάρι στο... parking και μπήκα στο Μουσείο. Βρέθηκα σ’ ένα περιβάλλον πραγματικά πολιτισμένο. Πουθενά... βλαχιά! Όλα κυριολεκτικά έλαμπαν. Σταμπάρισα κι ένα πολυέλαιο γεμάτο φως-led θα ήταν οι λάμπες του- και σκέφθηκα να τον ζητήσω φεύγοντας να τον πάρω... στη στάνη. Ο κόσμος καλοντυμένος, καλοχτενισμένος, έτοιμος να τιμήσει τον Βαγγέλη τον συμμαθητή μας. Μας τοποθέτησαν σε βελούδινα καθίσματα τον ένα δίπλα στον άλλον, τον ένα πίσω από τον άλλον, όπως βάζω εγώ τα πρόβατα για κούρεμα και περιμέναμε ν’ αρχίσει η βραδυά. Κι εγώ με ανυπομονησία περίμενα ν’ αρχίσει η βραδυά, που η αναμονή της μου φάνηκε... «αιώνας». Έτοιμος ήμουν κάποια στιγμή να «σουρίξω κλέφτικα» για να αρχίσει, αλλά δεν πρόλαβα. Χαμήλωσε ξαφνικά το φως -βλάβη της ΔΕΗ θα ‘ταν- και νάαααα το σκοτάδι. Τελικά δεν ήταν βλάβη. Κάποιος κατέβασε τον διακόπτη όπως κάνουν στα θέατρα, η σκηνή σκοτείνιασε, σύντομα τα φώτα άναψαν πάλι και η βραδυά άρχισε. Πρώτη ανέβηκε στη σκηνή η κυρία Ρωξάνη Τσιμπιροπούλου, πρόεδρος του σωματείου Φίλοι του Μουσείου Μπενάκη. Αυτοί οι φίλοι που εδώ και 60 χρόνια –αυτά τα 60 χρόνια γιορτάζαμε όλοι- αγωνίζονται «τον αγώνα τον καλό κ’αγαθό» για να λειτουργεί σωστά το Μουσείο Μπενάκη και να επιτυγχάνει τους αμέτρητους στόχους του. Ακολούθησε χαιρετισμός του Άγγελου Δεληβορριά, Ακαδημαϊκού και μέλους της Διοικούσας Επιτροπής του Μουσείου. Ο κύριος Δεληβορριάς με λόγο μεστό και πλήρη, μας έδωσε όλες τις λεπτομέρειες των αγώνων του Μπενάκη και της οικογένειάς του για το Μουσείο και τους σκοπούς του. Και στο τέλος έγινε απονομή αναμνηστικών στους παλαιούς προέδρους του Σωματείου. Το θερμό μας χειροκρότημα ήρθε σαν επιστέγασμα της αγάπης μας για τα μέλη του Σωματείου Φίλων Μουσείου Μπενάκη. Και το πρώτο μέρος της εκδήλωσης τελείωσε. Υπήρξε για λίγο αναμονή μέχρι να αρχίσει η σπουδαία συναυλία του Βαγγέλη Μπουντούνη του συμμαθητή μας.
            Αλλά φοβάμαι ότι αυτή η αναμονή «θα σας φάει» κι εσάς, γιατί εγώ δεν περιγράφω τίποτα αν δεν δω «το χρώμα του χρήματος». Και ο φίλος ο Βαγγέλης, ο συμμαθητής μου, φωνάζει σαν τον χαρισματικό Ντάριο Φο «Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω!». Δεν σέβεται ούτε τα γκρίζα μου μαλλιά ούτε τη διαφορά της... ηλικίας μας! Κι εγώ λοιπόν δεν γράφω τίποτα για τη συναυλία του! Αναμείνατε στα ακουστικά σας! Και καλή σας νύχτα, ουφ πια!
            Πρωί Τρίτης και 13! Με τον Βαγγέλη τα βρήκαμε στο... χρηματικό, -σεβάστηκε την... ηλικία μου- κι έτσι αποφάσισα να σας γράψω... δυο λόγια για τη συναυλία του- δυο λόγια έτσι; Και πολλά του είναι του... άχρηστου! Τίποτα παραπάνω!!! ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ!
Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ
            Η συναυλία της βραδυάς άρχισε. Άρχισε αυτό που τελικά αποτέλεσε πραγματικά ένα εκτυφλωτικό μουσικό συμβάν, που ήρθε να δώσει μια ιδιαίτερη χρυσολαμπυρίζουσα λάμψη στη χθεσινή καλοκαιριάτικη μουσική Αθηναϊκή βραδυά. Γιατί όλοι έλαμπαν! Και ο Βαγγέλης Μπουντούνης και η γλυκειά του Μάρω Ραζή και τα παιδιά τους ο Κωσταντίνος και η Λυδία, δηλαδή οι απίθανοι String Demons. Έλαμψε όλη η οικογένεια. Και μου θύμισε την περίφημη ελληνική ταινία με την πασίγνωστη ατάκα του πολυτάλαντου Ντίνου Ηλιόπουλου «Είμαστε μια ωραία οικογένεια»! Και με πλημμύρισε ένα ιδιαίτερο συναίσθημα συμμαθητικής αγάπης για την οικογένεια Μπουντούνη που τόσο λατρεύω. Και αισθάνθηκα το Μπενάκειο αυτό μουσικό προσκύνημα να με πλημμυρίζει με της λαχτάρας τ’ αναγάλλιασμα και το ξεχωριστό εκείνο ρίγος που είχα αισθανθεί όταν στις 9 Αυγούστου 1961, πριν από 56 ολόκληρα χρόνια και σε ηλικία μόλις 11 ετών, είχα φθάσει προσκυνητής στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, για ν’ ακούσω την απ’ τα ουράνια ψηλά θεοευλογημένη μελίρρυτη φωνή της Μαρίας Κάλλας, στη «Μήδεια» του Κερουμπίνι!!!
            Αλλά ας αφήσουμε την Επίδαυρο του 1961.
            Ας επιστρέψουμε στην Αθήνα του 2017. Θα προσπαθήσω, σας το υπόσχομαι, «ΝΑ ΑΝΟΙΞΩ- ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ- ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ», όπως έκανα τελευταία και με τη «ΦΑΜΕΓΙΑ» της φίλτατης Τόνιας Ζεβόλη. Γιατί ποτέ δεν γράφω τα κείμενα μου εγκεφαλικά. Σκάβω με το υνί του συναισθήματος το χωράφι της καθημερινότητας και βγάζω τα λόγια μου βυθίζοντας την πέννα μου στα άδυτα της ψυχής μου, σε μια ισορροπία ονείρου και αλήθειας. Θέλω λοιπόν να σας «μεθύσω» με τα συναισθήματα που πλημμύρισαν τις μουσικές κύλικες της ψυχής μου πριν δέκα ώρες στη συναυλία του Βαγγέλη Μπουντούνη.


Ήχος των ήχων θησαυρός,
κιθάρα αρχαία κρήνη,
δροσοσταλάζει ο γλυκασμός,
μέλπει η ευφροσύνη.
Γεράσιμος Μηλιαρέσης


            Ο Βαγγέλης Μπουντούνης και η γλυκειά του Μάρω Ραζή ξεκίνησαν το λουκούλλειο «μουσικό γεύμα» που μας πρόσφεραν με τη μουσική από το Andante, ένα από τα εκπληκτικά μουσικά αριστουργήματα του Antonio Vivaldi. Ήταν μια μουσική που μας πήρε σαν γόνδολα και μας γύρισε με ηρεμία και χαρά πάνω στα νερένια σοκάκια της Βενετίας με τις πολλές καμπύλες γέφυρες. Όλοι αισθανθήκαμε ότι χορταίνουμε ένα θαυμάσιο μουσικό ταξίδι «μακρυά από την τύρβη της ζωής» και ότι ζούσαμε σ’ ένα Βενετσιάνικο παράδεισο και όχι στην πολύβουη, πολυάνθρωπη, απάνθρωπη Αθήνα. Ξεχωριστό λαμπρό αστέρι στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα των μουσικοσυνθετών, ο Antonio Vivaldi, ο «κοκκινομάλλης παπάς» όπως τον αποκαλούσαν. Μια αξιολάτρευτη μουσική φυσιογνωμία, ένα πνεύμα ανήσυχο και ευφάνταστο με μια αναμίλλητη και ανεξάντλητη ποικιλία εμπνεύσεων, που πλούτισε την ιταλική μουσική φιλολογία με 446 κοντσέρτα και 49 όπερες. Χειροτονήθηκε παπάς και δίδαξε για πολλά χρόνια σ’ ένα ονομαστό βενετσιάνικο ωδείο για άπορα κορίτσια. Το έργο του εκπληκτικό σε έκταση και βάθος. Το μουσικό του κομμάτι ερμήνευσε με ιδιαίτερη ευαισθησία ο Βαγγέλης Μπουντούνης με τη Μάρω Ραζή, αποδίδοντας με το μουσικό τους πινέλο τον θαυμάσιο πίνακα της πολύπλευρης και παραγωγικής συνθετικής φυσιογνωμίας του Vivaldi.
            Οι δύο χαρισματικοί σολίστες μάς χάρισαν τον θησαυρό που μας παρέδωσε ο διασκευαστής που τρύγησε άφθονη τη γύρη της μουσικής τού μεγάλου συνθέτη, για να μας δωρίσει τον δικό του μελίρρυτο ήχο τής κιθάρας. Ο Βαγγέλης Μπουντούνης και η Μάρω Ραζή υπογράμμισαν την ποικιλομορφία και φαντασία του συνθέτη. Κι εμείς «χαζεύαμε» τον συμμαθητή μας. Ο Βαγγέλης πήρε την κιθάρα του, την εγλυκόσφιξε στην αγκαλιά του –μη ξεχνάμε ότι ο Segovia συνέκρινε το ηχείο της με το γυναικείο σώμα- και την κράτησε «στοργικά» όπως κρατάμε ένα τραυματισμένο περιστεράκι που έπεσε απ’ τη φωλιά του. Τα νύχια του δεξιού χεριού του χάιδευαν τις χορδές, καθώς τα νύχια προεξέχουν  από την σάρκα κατά 2 χιλιοστά, όπως ακριβώς έχει φωτογραφηθεί το δεξί χέρι του Segovia πάνω στις χορδές τις κιθάρας του, της θρυλικής Herman Hauser -της καλλίτερης κιθάρας του αιώνα- όπως έλεγε στη μακρινή Siena και η φωτογραφία αυτή υπάρχει στο Guitar Review του 1947. Γι’ αυτό κι εμείς, καθισμένοι στις πρώτες σειρές της Μπενάκειας αίθουσας, είχαμε την τύχη να ανιχνεύουμε κάθε λεπτομέρεια της δακτυλοθεσίας του Βαγγέλη Μπουντούνη. Γιατί η κιθάρα έχει ανάγκη λεπτομερών δακτυλοθετικών επιλογών. Η σωστή δακτυλοθεσία είναι απόρροια μακροχρόνιας πείρας, ιδιαίτερης ευαισθησίας και τεράστιας γνώσης. Και από ό,τι καταλάβαμε με τη συνεχή παρατήρησή μας, ο Βαγγέλης Μπουντούνης έχει και τις τρεις αυτές αρετές ανεπτυγμένες στον υπερθετικό βαθμό. Γι’ αυτό και ο νυκτός ήχος της κιθάρας του είναι αναμίλλητος!
            Άρχισε λοιπόν ο Βαγγέλης Μπουντούνης να παίζει κιθάρα και ένα θεσπέσιο άκουσμα πλημμύρισε την αίθουσα. Ήταν τότε που τα δάχτυλα του αριστερού χεριού του πίεζαν την ταστιέρα της κιθάρας κυνηγώντας «το αισθητικό της άπειρο». Εκεί που τον διέκρινε μια αιχμαλωτιστική απλότητα, μια εκτυφλωτική σαφήνεια και μια χιλιαστρολαμπυρίζουσα ερμηνευτική αριστεία. Εκεί που το κοίλον της κιθάρας το μετέτρεψε σ’ ένα «ορυχείο πολύτιμων ήχων», τραβώντας λες με το αγκίστρι τής απαράμιλλης μουσικής του δεξιοτεχνίας τα πολύτιμα πετράδια τής μελωδίας. Όλοι κρατούσαμε την ανάσα μας για να μη χάσουμε ούτε μια νότα. Θα ζήλευε κι αυτός ακόμα ο λυράρης μουσηγέτης θεός Απόλλων στο άκουσμα της γλυκύρρυτης θεϊκής μελωδίας, που τόσο απλόχερα μας χάρισε με τη γλυκειά του Μάρω ο Βαγγέλης μας. Γιατί είναι ένας δεξιοτέχνης της κιθάρας με αγγελικά ηχοχρώματα, γιατί χαρακτηρίζεται από θεία χάρη, γιατί είναι «ένας Ερμής». Όλοι ρουφήξαμε τις κύλικες της μουσικής μας μέθης τις γεμάτες με το αριστοτεχνικό μουσικό του δημιούργημα, με το Ολύμπιο νεραϊδόσταλτο κομψοτέχνημα, με τις μελίρρυτες νότες της κιθάρας του. Εκεί που χρειαστήκαμε κι άλλα αυτιά για να χορτάσουμε τα θεϊκά ακούσματα. Εκεί που υπήρξε πασίδηλη η παραδοχή ότι λίγοι τυχεροί σε όλο τον κόσμο παίζουν κιθάρα όπως ο Βαγγέλης Μπουντούνης. Εκεί που έλαμψε η ακράδαντη πίστη όλων μας ότι η απαράμιλλη μουσική του ικανότητα στην κιθάρα «ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΔΩΡΟ ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΣΠΑΝΙΑ ΠΙΑ ΜΑΣ ΧΑΡΙΖΟΥΝ ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ»!!! Και ήταν τελικά εκπάγλου μουσικής λαμπρότητας και ευαισθησίας το κομμάτι που μας χάρισε με τη γλυκειά του Μάρω, τη θαυμάσια Μάρω Ραζή, που στάθηκε δίπλα του ισάξια κιθαρωδός, παίρνοντας συχνά την σκυτάλη της μελωδίας και βγαίνοντας κι αυτή να οδηγήσει την κούρσα στο κουλουάρ της θαυμάσιας μουσικής τους δεξιοτεχνίας. Μιας δεξιοτεχνίας που ήταν ευδιάκριτη και στα δύο θαυμάσια μουσικά κομψοτεχνήματα του Βαγγέλη Μπουντούνη, που είναι η «Αγγελική» και ο «Ανεμοστρόβιλος». Την «Αγγελική» χαρακτηρίζει μια μελωδία που καθρεφτίζει το πάθος του γονιού που έφερε το παιδί του στον κόσμο και είναι γραμμένο για την κόρη του Λυδία και μας θυμίζει το έργο του θεϊκού Γάλλου μουσικοσυνθέτη Κλοντ Ντεμπισί «Παιδική γωνιά», έργο που κι εκείνος είχε γράψει για την κόρη του. Ο Μπουντούνης έθεσε στην «Αγγελική» του την λαμπρή και αδιαφιλονίκητη σφραγίδα της τόσο γόνιμης και ευαίσθητης μουσικής του ιδιοφυΐας, χαρακτηριστικής τού ιδιαίτερα φωτεινού του ταλέντου. Γι’ αυτό και το χειροκρότημα των ακροατών ήρθε με πάταγο, γιατί ο ενθουσιασμός ήταν ουρανομήκης. Θεωρώ την «Αγγελική» ένα χνάρι του Μπουντούνη πάνω στον καμβά της μουσικής του δημιουργίας. Κι ανατρέχω στα λόγια τού πιο μεγάλου απ’ τους Σοβιετικούς συνθέτες, του θεϊκού Ντμίτρι Σοστακόβιτς: «Αν η μουσική μου αφήσει κάποιο χνάρι στον αιώνα, θα είμαι ευτυχισμένος». Η «Αγγελική» λοιπόν όπως και ο «Ανεμοστρόβιλος» είναι από τα χνάρια που άφησε παρακαταθήκη ο Βαγγέλης Μπουντούνης, φανερώνοντας και χαρίζοντας παιδαγωγική διέξοδο του έργου του στις επόμενες γενιές. Τις γενιές για τις οποίες νοιάζεται τόσο πολύ ώστε «θυσιάζει πολύ από τον χρόνο του για να ερευνήσει τις κρυφές αρμονικές και μελωδικές φωνές τις κιθάρας του ώστε να βρει και να εναποθέσει ελεύθερους τους νεοσσούς τής έμπνευσής του». Άλλωστε η έμπνευσή του αυτή ήταν η αιτία που έγραψε και τον «Ανεμοστρόβιλο», ένα έργο που το χαρακτηρίζει μια καλπάζουσα Φαεθωνική μελωδία, που καθρεφτίζει την φοβερή πνοή του ανέμου που τρελαίνει σε μια κυκλωτική κίνηση τα άχυρα στο αλώνισμα του χεριοροζιασμένου ξωμάχου.
            Στη συνέχεια τη Μπενάκεια αίθουσα δόνησε η μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη με την «Αχάριστη» και την «Γκιουλ Μπαχάρ». Ο Τσιτσάνης είναι ο μουσικός που έβαλε την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο Ρεμπέτικο και το Λαϊκό τραγούδι. Είναι στ’ αλήθεια ο Θεόφιλος της λαϊκής μας μουσικής. Είναι, όπως αναγνωρίζει ο μεγάλος Μίκης Θεοδωράκης, ο κλασσικός εκπρόσωπος της λαϊκής μας μουσικής. Κι όπως έλεγε ο Βασίλης Τσιτσάνης, το λαϊκό τραγούδι θα ξαναβρεί τον δρόμο του μόνο με λαϊκούς στιχουργούς και λαϊκούς συνθέτες. Με ανθρώπους βγαλμένους από τον ίδιο τον λαό, που το μπουζούκι δεν θα ’ναι στα χέρια τους απλά ένα μουσικό όργανο, αλλά μια ζωντανή ψυχή. Και πράγματι ο Τσιτσάνης ήταν βγαλμένος απ’ τον ίδιο τον λαό. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1915 και ο πατέρας του ήταν τσαρουχάς και έπαιζε μαντόλα, που μετά έγινε μπουζούκι. Ο Τσιτσάνης πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Στο γυμνάσιο στο μάθημα της μουσικής έπαιζε βιολί. Το 1935 ήρθε στην Αθήνα, γράφτηκε στη Νομική και έπαιζε μπουζούκι. Ήταν τελειομανής. Στις πρόβες ήταν ακούραστος και για πολλές ώρες αγωνιζόταν να γράψει σωστά τις νότες στα τραγούδια του, εκεί στην οδό Αχαρνών που έμενε χρόνια. Την «Αχάριστη» και την «Γκιουλ Μπαχάρ» απέδωσαν θαυμάσια με τις κιθάρες τους ο Βαγγέλης Μπουντούνης και η Μάρω Ραζή.
            Η επόμενη στάση του μουσικού μας Μπενάκειου λεωφορείου έγραφε «Γρανάδος». Εκεί πλημμύρισαν την ατμόσφαιρα ήχοι σπανιόλικου χορού. Σαν απαλοχάδι έφευγαν από τις κιθάρες και απλώνονταν ήρεμα μέσα στην κατάμεστη αίθουσα. Ήχοι απαλοί, χαμηλοί, που θύμιζαν την ερώτηση του Μηλιαρέση: Δεν νομίζετε μαέστρο ότι η κιθάρα έχει λίγο ήχο; Και την απάντηση του Segovia: Έχει όσο της χρειάζεται. Γιατί ο ήχος της κιθάρας είναι ο κλασσικός ελληνικός μουσικός ήχος, του κάλλους, του μέτρου και της ισορροπίας.
            Αντίθετα ο Κουβανέζικος χορός που μας χάρισαν ο Βαγγέλης Μπουντούνης και η Μάρω Ραζή ήταν πιο δυνατός, πιο ζωντανός, ρυθμικότατος και σε οδηγούσε στη σκέψη ότι πάνω στη σκηνή φανταχτερά ντυμένες γυναίκες της Κούβας, χόρευαν με πάθος στον ήχο που τους έδινε η Μάρω Ραζή, χτυπώντας το ηχείο της κιθάρας της ρυθμικά με το χέρι.
            Και στη συνέχεια το νου μας πήραν δύο τραγούδια: Ένα του Μάνου Χατζιδάκι και ένα του Μίκη Θεοδωράκη. Είναι γνωστό ότι όπως ο γλύπτης με τη σμίλη του μεταμορφώνει το μάρμαρο και το θωρείς έτοιμο να μιλήσει και να κινηθεί, έτσι κι’ ο μουσικός σμιλεύει με την πέννα του το πεντάγραμμο και απεικονίζει πάνω του τους ήχους που στοχάζεται. Γιατί, όπως λέει και ο Ιγκόρ Στραβίνσκι «Το φαινόμενο της μουσικής δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια εκδήλωση του στοχασμού». Κι’ εμείς ακλουθώντας τους ήχους μιας θεσπέσιας μουσικής, φθάσαμε στη συνέχεια σε ένα μουσικό σταυροδρόμι, που έχει στη γωνιά του να λαμπυρίζουν δυο πινακίδες με τα ονόματα Χατζιδάκις-Θεοδωράκης. Ευφρανθήκαμε με τα ακούσματα και των δύο μεγάλων συνθετών τής πατρίδας μας, ανάλογα με τις προτιμήσεις που έχει ο καθένας μας. Γιατί δεν είναι ανάγκη να ισοζυγιάζουμε τη θεόσταλτη προσφορά τους και να κρατάμε «το ίσο» ανάμεσα σε Χατζιδάκι και Θεοδωράκη. Αγαπάμε την μουσική και τα τραγούδια τους ανάλογα με τις προτιμήσεις που έχει ο καθένας μας. Πρέπει να αποφεύγουμε τις μάχες που οδήγησε το 1960 η σύγκρουση του «Επιτάφιου» του Χατζιδάκι με την Νανά Μούσχουρη σε μια ανάλαφρη μουσική λιτότητα γεμάτη από λυρικό χαρακτήρα, με τον «Επιτάφιο» του Θεοδωράκη με το μπουζουκορεμπέτικο πυρίφλογο ύφος της λευτεριάς, που απέπνεε με την αξέχαστη ερμηνεία του ο απαράμιλλος, ο αναμίλλητος, ο χαλκόστομος Μπιθικώτσης, όταν ανέβαινε στον κολοφώνα της μουσικής του δόξας με τη βοήθεια και την ώθηση που του έδινε «το μπουζούκι, δηλαδή το σύγχρονο εθνικό λαϊκό όργανο» με τα βροντερά του ακούσματα να δονούν τα σοκάκια, εκεί που «το παλληκάρι έχει καημό», εκεί που το παλληκάρι «λαχάνιασε κι αγάπησε πριν φάει μια σφαίρα στην καρδιά».
Ας μη θεωρούμε ότι είμαστε εμπαθείς αν δεν εφαρμόζουμε τον «ισαποστασικισμό»   απέναντι στους ημίθεους της μουσικής μας κουλτούρας. Ο ίδιος άλλωστε ο Θεοδωράκης υποστηρίζει: «Ορισμένα τραγούδια είναι τέτοια, που είναι αδύνατο να μην γίνεις ένα μαζί τους». Γι’ αυτό κι από εμάς, άλλοι είμαστε λυρικοί Χατζηδακικοί κι άλλοι ηρωικοί Θεοδωρακικοί. Πάντως και τους δυό τους έχουμε σε θρόνους Ολύμπιους! Γιατί είναι δύο σύγχρονες μουσικές μεγαλοφυίες.
Ο Βαγγέλης Μπουντούνης και η Μάρω Ραζή γέμισαν με συγκίνηση το ακροατήριο, όταν τελείωσαν το ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ παίζοντας τον «Κήπο» του Μάνου Χατζιδάκι. Ο Χατζιδάκις είναι ένας συνθέτης με απόλυτα λυρικό χαρακτήρα και πλήρη σαφήνεια καθαρότητας και τρυφερότητας στις νότες του. Αυτός ο άπλετα λυρικός χαρακτήρας του και κύρια η ολόφωτη λυρική φαντασία του, ήταν το βάθρο πάνω στο οποίο στάθηκε ακλόνητος τόσα χρόνια, χωρίς να τον ενδιαφέρει η έλλειψη μουσικής παιδείας από ωδεία. Γιατί ο Χατζιδάκις ήταν ένας αυτοδίδακτος Ολύμπιος συνθέτης. Η μουσική του γραφή είναι αισθηματική, διαυγής, απλή. Οι μελωδίες του είναι ρομαντικές, ποιητικές, γεμάτες ειλικρίνεια. Τη μουσική για τα τραγούδια του έγραψε τραβώντας τις νότες μία-μία, ρίχνοντας το αγκίστρι του στα τρίσβαθα της καρδιάς του, όπως έγραψε και τον «Κήπο» του. Ένα τραγούδι γεμάτο θεϊκές μελωδίες χρυσοποίκιλτες με μέτρα και νότες ξεχωριστές. Έμοιαζε με ένα απαλό θαλασσοκυματοφίλημα στην αμμουδιά. Με ένα νεραϊδομουρμούρισμα μιας στρογγυλοφέγγαρης φωτολουσμένης γοργόνας πλάι στο κύμα. Οι δύο λαμπροί σολίστες μάς έλουσαν μουσικά με μια χρυσοβροχή από νότες που έφερε μια ηχοπλημμύρα από μελωδικούς αηδονολάλητους ήχους! Θεσπέσια η μουσική του Μάνου Χατζηδάκι. Ο οποίος είχε πει κάποτε: «Το τραγούδι είναι μια μαγική στιγμή κι εγώ ένας πανηγυριώτης μάγος». Αυτήν άλλωστε την απίθανη μαγεία του άπλωσε πάνω σε όλη τη γη, έχοντας κάνει σταυροκορώνα του την παγκοσμίου βεληνεκούς παραδεισοφτιαγμένη, λαμπρά αγγελοφωτισμένη μουσική του επιτυχία για την ταινία «Ποτέ την Κυριακή» με τα πασίγνωστα «Παιδιά του Πειραιά». Και αυτή τη μαγεία του, οι δύο σολίστες ο Βαγγέλης Μπουντούνης και η Μάρω Ραζή άδραξαν κυριολεκτικά και με το παίξιμό τους φώτισαν χαρακτηριστικά τους χρωματισμούς του μουσικού πινέλου του Χατζηδάκι, διανθισμένους με αξιοθαύμαστες αρμονικές φωτοσκιάσεις. Και μας βοήθησαν να γνωρίσουμε έως τα τρίσβαθα του νου μας την ολόφωτη Χατζιδάκεια μουσική ιδιοσυγκρασία, για να αντιληφθούμε τελικά εύκολα την ιμαλαϊκού ύψους πνευματικότητα της λαμπρής ερμηνείας τους.
Σαν απόψε, τον Ιούνιο του 1978 είχε εξομολογηθεί ο Μάνος Χατζιδάκις: «Με το τραγούδι μίλησαν οι άνθρωποι στα πουλιά κι αυτά με τη σειρά τους μίλησαν στους ανθρώπους».
Γιατί ο Χατζιδάκις λάτρευε τη φύση. Τα τραγούδια του είναι γεμάτα από μια αλαργινή πνοή του ανέμου καθώς αυτός χαρίζει ένα θεσπέσιο φλίφλισμα, περνώντας μέσ’ απ’ τις βελόνες των πεύκων και κατηφορίζει τις πλαγιές μέχρι τις αλμυροθαλασσοδροσισμένες αστραυτοχρυσαφένιες αμμουδιές χαμηλά δίπλα στο κύμα. Κι αυτή η πνοή σε μια εκκωφαντική... σιγαλιά ακούστηκε στο τραγούδι «ο κήπος». Μια τεράστια, μια κυκλώπεια μουσική δημιουργία, που παρά τις αλλεπάλληλες προσεγγίσεις και επαναλήψεις δεν έχει γίνει βαρετή, δεν έχει αρχίσει να δύει στο αλικοχρυσοπλουμισμένο ηλιοβασίλεμα του μουσικού ορίζοντα. Κι αυτό μας κάνει να θεωρούμε ότι «ο κήπος» υπήρξε για το Μάνο Χατζηδάκι ένα απαύγασμα αστείρευτης έμπνευσης. Θα είχε πραγματικά «μεγάλα κέφια» ο Μάνος όταν έγραφε τις νότες για το τραγούδι αυτό, με αποτέλεσμα να μας χαρίσει ένα αριστουργηματικό δημιούργημα γεμάτο από λυρισμό, με πλήθος από χυμώδεις μελίρρυτες νότες. Γιατί κατά τον Μηλιαρέση «κάθε ωραίο τραγούδι παιγμένο από την κιθάρα είναι δύο φορές τραγούδι, μία από την καρδιά και μία από την κιθάρα». Με το τέλος του Χατζιδάκειου αυτού κομματιού, μια θύελλα χειροκροτημάτων από το ενθουσιασμένο ακροατήριο προσπαθούσε θα ‘λεγες να κατεδαφίσει το Μουσείο Μπενάκη.
Ακόμα ο Χατζιδάκις λάτρευε την πατρίδα του. Έσκαβε με τη μουσική του σκαπάνη βαθειά, μέχρι τη χρυσοφόρα φλέβα του πολιτισμού στην αρχαία Ελλάδα. Καθώς από τότε ξεκίνησαν τα 5/8, ρυθμός που ταυτίστηκε άμεσα με το ρυθμικό παιωνικό γένος των αρχαίων από τον ύμνο στον Απόλλωνα, έφθασε στους πατριώτες μου στο Μωριά Τσάκωνες και κατέληξε στα ολοφωτολαμπυρίζοντα πεντάγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι. Γιατί όπως λέει ο Θάνος Μικρούτσικος «Τυχερός θα είναι εκείνος που θα βρει τη ΜΕΛΩΔΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ». Αυτή τη μελωδία βρήκε ο Μάνος στον άπλετα φωτισμένο «Κήπο» του καθώς ταυτίστηκε με τη νεοελληνική μυθολογία, όταν η μουσική του δρόμου και η λαϊκή μουσική τον βοήθησαν να αναγνωρίσει νωρίς το πρωτογενές υλικό του, αυτό που ξεκινά απ’ τα βάθη των αιώνων της ιστορίας μας. Και μελετώντας χρόνια την ιστορία μας, έγινε πιστός διάκονος της πορείας των ελλήνων και έγραψε κάποτε: «Μέσα μου ρώτησα: Γιατί χωρίζουν το έθνος από τον λαό; Σε ποιους συμφέρει αυτό; Γιατί τον σκίζουν τον Χριστό στα δύο;». Όπως είχε γράψει κάποτε εκείνο το ολόφωτο, το ολόλαμπρο, το ολόχρυσο, τόσο μακρινό γι’ αυτό και συγκλονιστικά ΣΗΜΕΡΙΝΟ: «Εύχομαι να μη διαψευστεί ο παραλογισμός μας, αυτός που μας κάνει να πιστεύουμε ότι ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗ ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ ΣΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΧΕΡΙΑ».

ΕΙΘΕ!!!!


Το δεύτερο μέρος ανήκε αποκλειστικά στον Κωνσταντίνο και τη Λυδία, τους πασίγνωστους String Demons. Κι ένας γεωσείστης ήχος ακούστηκε ξαφνικά, δίνοντας το σήμα της μυριαγαπημένης, βαθυστόχαστης μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη. Λες και μπροστά μας πάνω στη σκηνή χηλαργοί άμιλλαι των αρχαίων προγόνων μας εμφανίζονταν σαν ζωγραφιά σε πίνακα που κρέμασε ψηλά ο συνθέτης με αργυρόηλους. Τότε πολλοί ακροατές συνόδευαν σιγομουρμουρίζοντας σαν πρωταλφαβητάρι τούς στίχους τού τραγουδιού «Της αγάπης αίματα», ξεκινώντας με σκυμμένο το κεφάλι σε ψυχική θρησκευτική κατάνυξη στην αρχή, που κατέληξε σε εκκωφαντικό πάταγο στο τέλος. Όπως ακριβώς είχε κάνει ο Θεοδωράκης με το έργο του «Συμφωνία», που αρχίζει με την αναζήτηση του Θεού και τελειώνει με την ανακάλυψη του εργάτη, σε μια ψυχική έξαρση τόσο έντονης μεγαλωσύνης. Γιατί είναι έμφυτη και μεταδοτική αυτή η μεγαλωσύνη της μουσικής του. Μια μεγαλωσύνη που πάλλει τις ψυχές στις πολιτικές συγκεντρώσεις, εκεί που αισθάνεσαι ότι συμμετέχεις σε μια χιλιομυριόστομη, ρωμιοφωτισμένη, ελληνοπλημμυρισμένη ηρωική χορωδία, που η φωνή της σκίζει τους αιθέρες και σμίγει ψηλά στα τρισμεσούρανα. Γιατί όπως λέει ο Μήτσος Κασόλας: «Ο Θεοδωράκης φτιάχνει τραγούδια παιάνες και για την καθημερινή ζωή του έθνους μας και για τα μεγάλα ιστορικά πετάγματα του λαού μας». Ακλουθώντας μια ζωντανή πραγματικότητα της ιστορικής μνήμης και της πολιτιστικής παρακαταθήκης, κρατώντας τον πυρσό με τη φωτιά του μυριόψυχου Προμηθέα να λαμπροφωτίζει την απέθαντη στον αιώνα, ξαλύσωτη από τους τυράννους, ανάλωτη από τους εχθρούς ψυχή του. Μια βουκέντρα είναι η μουσική του κι εμείς νιώσαμε ξαφνικά ένα τίναγμα που μας πέταξε ψηλά πάνω από την πυρινοκορφή της ηφαιστειακής του δημιουργίας. Και οι String Demons, με αναμίλλητη ζέση και μένοντας πιστοί στην ολόφωτη γραφή των πενταγράμμων πάνω στις πυρόγραφες σελίδες, άδραξαν σαν ένα ασίγιαγο ανεμοστρόφι τις μυριοχιλιοπεντάμορφες μουσικές εικόνες της παλέτας του συνθέτη και τις έστελναν σε μας, στο ακροατήριό τους, να μεταλάβουμε το ανάμα από το μυρολουσμένο άγιο δισκοπότηρο της θεϊκής δημιουργίας του Θεοδωράκη και να αισθανθούμε να πλημμυρίζει τα τρίσβαθα της ψυχής μας η γοητεία της μουσικής του τεχνοτροπίας. Γιατί ο Θεοδωράκης χρησιμοποιεί το τραγούδι σαν μέσο πνευματικής επικοινωνίας και βαθειάς ψυχικής επαφής. Και νοιώσαμε τον συνθέτη να είναι ο ιππέας του «αχαλίνωτου χηλαργού Πήγασου» και στο ρόντο των String Demons να καλπάζει με θεϊκή δύναμη στους κάμπους του μουσικού παραδείσου, φθάνοντας με ορμή μπρος στο άγαλμα της θεάς Ελευθερίας. Εκεί που οι νότες του σχηματίζουν το στεφάνι που θα αποθέσει στη χρυσόμαλλη θεά. Και όλα αυτά, γιατί και ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης ο γίγαντας της έντεχνης λαϊκής μας μουσικής, είναι ο αϊτός της! Ο ήχος του είναι ομοιογενής, αληθινά ελληνικός, που καθρεφτίζει το πάθος τής ψυχής του και τις καταβολές τής μουσικής του. Και όπως παραδέχεται η μουσική αποτελεί γενετικό γνώρισμα τού ανθρώπου τόσο βαθύ όσο η γλώσσα και η θρησκεία! Και έχει δίκιο, γιατί ο Θεοδωράκης πάλλεται από ρωμιοσύνη! Γιατί είναι συνειδητά ένας ηρωικός συνθέτης και είναι ολοφάνερη η προσπάθεια του να αναδείξει τον ηρωισμό του Έλληνα, να φέρει μπρος στα μάτια μας το ξεφάντωμα της ελληνικής λεβεντιάς και της καθάριας ρωμιοσύνης χαρίζοντάς μας τόσο γενναιόδωρα και απλόχερα τη μουσική του, που είναι γεμάτη με βαθυστόχαστα συναισθήματα λατρείας στη θεά Ελευθερία και είναι διάστικτη απο καταστάσεις ηρωικού πάθους. Λες και ξαφνικά θα σηκώσει τα χέρια του πάνω απ’ τα πλήκτρα του πιάνου και με σφιγμένες τις γροθιές του θα βροντοφωνάξει με στεντόρεια φωνή το γεωσείστικο τρίπτυχο: Ψωμί, παιδεία, ελευθερία. Ο πόνος και η οργή του για τα βάσανα των Ελλήνων ήταν το έναυσμα για τις μουσικές του κραυγές, που πάντα συγκλονίζουν, που τον κάνουν να είναι τόσο λαμπρή η ρωμιοσύνη του στις αμέτρητες σελίδες με τα πεντάγραμμα που έχει γράψει και που «στην διάρκεια τους δεν ξεπεζεύει ούτε στιγμή η ομορφιά και η αρτιότητα» της μουσικής του, όπως θα έλεγε η συγγραφέας της λαμπρής «Φαμέγιας», η φίλη Αντωνία Ζεβόλη. Της μουσικής του που ακόμα οι ήχοι της στριφογυρίζουν στ’ αυτιά μας καθώς ακόμα ακούγεται ο ηρωικός ήχος που έδινε στην γκρανκάσα ο Κωνσταντίνος χτυπώντας με ηρωική μανία το μεγάλο τύμπανο με το δεξί του πόδι.
Και μετά τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, τι; Μα φυσικά η θεϊκή μουσική του Μάρκου Βαμβακάρη με το τραγούδι του «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν». Κι εδώ οι String Demons παρουσιάστηκαν ακλουθώντας ένα φρενήρη ρυθμό! Έτρεξαν έναν φοβερό μουσικό μαραθώνιο, που είχε σε όλη τη διάρκειά του άλλοτε το τσέλο και άλλοτε το βιολί να προηγείται και άλλοτε τσέλο και βιολί να βρίσκονται στην ίδια ευθεία. Οι λάτρεις του ρεμπέτικου χορτάσαμε Βαμβακάρη! Και ειδικά οι λάτρεις του ζεϊμπέκικου (εκεί θυμήθηκα τον φίλο τον Τσίριμπα να χορεύει ένα φοβερό, ένα αρσενικό ζεϊμπέκικο ενώ τραγουδούσα «το βουνό» στις 5 Φεβρουαρίου 2017 στο «Άλικο») χορτάσαμε String Demons! Γιατί ήταν φοβερός, ήταν απίθανος, ήταν απλησίαστος, ήταν αναμίλλητος ο ρυθμός που μας χάρισαν ο Κωνσταντίνος και η Λυδία. Τα δυο παιδιά του Μπουντούνη με τις πρώτες δοξαριές, μάς άρπαξαν στα στιβαρά τους χέρια και μας πέταξαν στα μεσούρανα, μάς έφτασαν στον παράδεισο. Κι αμέσως μας ξανάφεραν στη γη, για να συνεχίσουν να παίζουν τη μουσική τους, αυτή τη μουσική που είτε ήταν Demon- όσταλτη είτε ήταν Θεό- σταλτη, υπήρξε τόσο δυνατή και τόσο αληθινή, που αισθανθήκαμε ότι είχαμε τρέξει πάνω στη σκηνή και χορεύαμε μαζί με τους ζεϊμπέκηδες από την Σμύρνη, την Προύσα και το Αϊδίνιο. Γιατί από εκεί ήταν οι ζεϊμπέκηδες ή ζεϊμπέκοι ή τα ζεϊμπέκια όπως χαρακτηριστικά ονομαζόταν η πολεμική, ανυπότακτη αυτή φυλή της Μικράς Ασίας. Οι ζεϊμπέκηδες ήταν πάνοπλοι με γεμάτο όπλα το πέτσινο φαρδύ σελάχι τους και τους χαρακτήριζε ο χορός τους ο ζεϊμπέκικος. Ένας χορός πολεμικός, άγριος, όπως κάποιοι χοροί των Ποντίων. Αυτή τη λεβεντιά νιώσαμε κι εμείς ακούγοντας από τους String Demons τη θεϊκή μουσική που έγραψε για το κομμάτι αυτό ο μεγάλος, ο ανυπέρβλητος Μάρκος Βαμβακάρης, ο πατριάρχης, ο γκουρού του ρεμπέτικου, όπως τον αποκαλεί ο Μάνος Τσιλιμίδης. Ο Βαμβακάρης που είχε γεννηθεί στη Σύρο από φτωχή οικογένεια, έγινε «ένας χρονικογράφος που τραγούδησε την εποχή του στο ακέραιο, σ’ ένα κόσμο κεφιού, σ’ ένα κόσμο αρσενικό, σ’ ένα κόσμο γλυκό και άπιαστο» όπως λέει ο γιός του ο Στέλιος. Η φοβερή Τετράς του Μάρκου Βαμβακάρη είναι ανεπανάληπτη! Από κει ξεκίνησε ο Βαμβακάρης τις μεγάλες του επιτυχίες και τον ακολούθησαν οι άλλοι. Γιατί ο Μάρκος ήταν ο αρχηγός στα εννέα όγδοα. Ήταν ο πρωτοπόρος. «Με τις παλάμες του, που ήταν σαν κουπιά, έπιανε το μπουζούκι του, έβγαζε το καραντουζένι του και μεταμορφωνόταν ολόκληρος σε ορχήστρα- μυαλό, ψυχή, φωνή, μπουζούκι και το πόδι για κρουστό» όπως λέει ο γιός του ο Στέλιος.
Όπως έπαιξε και ο Κωνσταντίνος με το τσέλο του και το πόδι για κρουστό, που έδινε ένα φοβερό βαρύφθογγο ήχο. Και μας χάρισε ένα πραγματικό μουσικό πυροκόχλασμα από καυτές νότες, μέσα σε μια φλογισμένη, θυελλώδη και γεμάτη ορμή μουσική πανδαισία. Ήταν στιγμές που ακούγαμε τη μουσική του σαν την πολύβουη υπόκωφη κατεβασιά ενός ορμητικού χειμάρρου, που με το παγωμένο του νερό έσερνε τις στρογγυλές κροκάλες τις κοίτης του μέχρι κάτω χαμηλά στο πλάτωμα της γης. Όσο για το φοβερό στόχο που βάζει ο Κωνσταντίνος στη λεπτομέρεια καθώς παίζει το τσέλο του, μένουμε άναυδοι. Προσέχει τα πάντα. Λες και παίζει σόλο τσέλο τη Σουίτα αριθμός τρία του Μπαχ, που αρχίζει μ’ ένα Ντο που πρέπει να πατηθεί με τονική ακρίβεια απίθανη, χωρίς να υπάρχει για βοήθεια κανένα προηγούμενο σημείο αναφοράς, πράγμα πάρα πολύ δύσκολο.
Αλλά δεν ήταν μόνος του στη σκηνή ο Κωνσταντίνος. Με μια ανάσα παρακολουθήσαμε και την Λυδία. Και όπως δεν χορταίναμε να ακούμε τους αηδονολάλητους ήχους που μας χάριζε το δοξάρι της, νοερά κι εμείς της σιγομουρμουρίζαμε:
Τα ματόκλαδά σου λάμπουν
σαν τα λούλουδα του κάμπου.
Και συνεχίζαμε καθώς χαμήλωνε το βλέμμα της προς τις λαμπυρίζουσες χορδές του βιολιού της:
Τα ματόκλαδά σου γέρνεις
νου και λογισμό μου παίρνεις.
Και πράγματι! «Νου και λογισμό μας παίρνει» η Λυδία χωρίς να το καταλάβουμε. Η δίνη της απλησίαστης μουσικής της δεξιοτεχνίας στροβιλίζει γύρω απ’ το βιολί της, σαν άχερα στο κυκλικό αλώνι, τους απίθανα μεγαλειώδεις, τους σχεδόν θεϊκούς ήχους, που μας χαρίζει η γαλαντόμα μουσικός. Γιατί η Λυδία είχε κάνει κυριολεκτικά κτήμα της το βιολί και τα δάχτυλά της πάνω στις χορδές μάς έδιναν το τέμπο μετακίνησης ή ανύψωσης ή επίθεσης κόμπρας.
Ακολούθησε ένα απαλό κομμάτι με ένα «τηλεφωνικο πιτσικάτο», που επέτρεψε στους ακροατές να πάρουν βαθειά ανάσα και να ηρεμήσουν, πράγμα απαραίτητο, γιατί ακολούθησε το γεωσείστικο πρελούδιο της Lady Gaga. Ένα μουσικό κομμάτι με φρενήρη ρυθμό, με παροξυσμό ήχων. Ο Κωνσταντίνος βρέθηκε στο στοιχείο του, και θυελλώδης, γεμάτος μουσικονεανικό σφρίγος μας χάρισε πολλά ορμητικά τούττι σ ένα διονυσιακό – βακχικό ξεφάντωμα, σ ένα ηχητικό μουσικό μαστίγωμα. Ο Κωνσταντίνος με μια Demon- ική εκφραστική μουσικότητα, σε στιγμές ασυγκράτητου πάθους, μας χάρισε εξαγριωμένα πυρρίχια ένστικτα που παρασύρουν τον ακροατή σε ονειρικά ακούσματα. Η ενδιαφέρουσα πλοκή του βιολεντσέλου του οφείλεται, όχι στη δύναμη των δακτύλων του, αλλά στην πληθωρική εσωτερική μουσική ψυχική ιδιοσυγκρασία του, που οδηγεί σ’ ένα κρεσέντο αχαλίνωτο, ασίγιαγο σχεδόν επαναστατικό και σε ένα φορτίσιμο θυελλώδες που κρύβει μια ηχητική πίεση τρομερή, σαν τον ατμό που θέλει να σπάσει τα καζάνια στα αμπάρια του πλοίου ή σαν το αίμα που θέλει να διαρρήξει την φουσκωμένη σφαγίτιδα και να πεταχτεί μέτρα μακριά απ’ το λαιμό.
Και μετά έφθασε η ώρα της αποθέωσης! Μια αποθέωση για τους φοβερούς String Demons ακολούθησε όταν ο Κωνσταντίνος και η Λυδία μας ανέβασαν στα μεσούρανα, παίζοντας ένα μουσικό κοκτέιλ από το «Αι γενεαί πάσαι» του τρίτου μέρους του αφιερωμένου στον Πέτρο (Δημήτρη Δεσποτίδη) της ΕΠΟΝ από την Τρίτη συμφωνία του Μίκη Θεοδωράκη, ενωμένου με θεόσταλτη μουσική Iron Maiden. Ο Κωνσταντίνος και η Λυδία καθήλωσαν τα ατίθασα δοξάρια τους σε μια αργή, θρησκευτική, συγκρατημένη και επιβλητική μελωδία και απέδωσαν τέλεια τον χαρακτήρα ενός συγκινητικού πένθιμου εμβατήριου, αγγίζοντας με τη γεμάτη συναίσθημα μουσικής τους τις καρδιές μας. Γιατί έτσι είναι η μουσική του Θεοδωράκη. Φθάνει βαθιά μέχρι τις καρδιές μας. Και μας συγκλονίζει. Αρκεί να θυμηθούμε τα λόγια του γεράκου υπενωμοτάρχη που ήταν στη φρουρά που φύλαγε τον Μίκη στη Ζάτουνα της Αρκαδίας, στην αγκαλιά του ελατοσκεπασμένου Μαίναλου, που είχε συντροφιά του για 14 μήνες τον τραγόμορφο Πάνα κι έπαιρνε το ρόντο από τον θεϊκό αυλό του: «Πως μπορεί να σ’ έχουν εδώ πέρα εσένα που «πειράζεις» τις καρδιές μας;».
Και φθάσαμε στο Τρίτο Μέρος με τον Βαγγέλη Μπουντούνη να διευθύνει την ορχήστρα, την Μάρω Ραζή, τους String Demons και τους «κιθαριστές». Μας χάρισαν «το βαλς για το σινεμά» που έγραψε ο Βαγγέλης Μπουντούνης ειδικά για την ορχήστρα του, το μουσικό κομμάτι Amelie και το El vito, ένα χαρακτηριστικό ισπανικό παραδοσιακό μουσικό κομμάτι για διακόσιες κιθάρες. Το τελευταίο μας έφερε στη θύμηση όλη τη λαμπρότητα των κρυμμένων μαργαριταριών στα έργα του Λόρκα. Και μας ενθουσίασε ο ήχος τορεαντόρ από χτυπήματα των χεριών των κιθαριστών πάνω στο ηχείο της κιθάρας.
Και στο τέλος «το βαλς του Ηρώδειου» του Βαγγέλη Μπουντούνη. Ένα βαλς με μουσικούς ήχους μαλακούς σαν το απαλοχάδι του Ζέφυρου. Με αρκετές συγχορδίες και σόλο τσέλο του Κωνσταντίνου. Και με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το παίξιμο της Λυδίας, με το βιολί της να χαρίζει φθόγγους φωτεινούς, σαγηνευτικούς, σε μια αραχνούφαντη σαν ηχητικό τρίχαπτο  μουσική εκτέλεση. Με τόνο λιτό, χαμηλό, έφθανε εύκολα στην ανάδειξη ενός αγνού μουσικού απαλού αισθήματος. Ήταν εντυπωσιακή με τις άψογες αρμονικές μουσικές της εκφράσεις, που απέπνεαν μια ιδιάζουσα χρωματικότητα, μια λεπτεπίλεπτη, σαν τρίχαπτο, τρυφερότητα. Διαλέγοντας σε ένα γλυκύρρυτο τρόπο εκτέλεσης τους πιο λεπτούς, ευάκουστους, αριστοκρατικούς, εντυπωσιακούς χρωματισμούς στο βιολί της, πέτυχε να δώσει τη «φόρμα» του συνθέτη- πατέρα της του πασίγνωστου κιθαρίστα Βαγγέλη Μπουντούνη. Στο «Βαλς του Ηρώδειου» η Λυδία είχε μια αδιαφιλονίκητα συναρπαστική και αναμίλλητα εκπληκτική τεχνική ωριμότητα στο παίξιμό της δημιουργώντας μια μουσική φυσιογνωμία υψηλού επιπέδου, με μια χαρακτηριστική επίδοση στα σολιστικά της κομμάτια, εκεί που τα δάχτυλά της γλιστρούν – άυλα λες- πάνω στις χορδές του θεόηχου βιολιού της και γεμίζουν την αίθουσα με λυρική φαντασμαγορική φωταύγεια με μικρές φωτοσκιάσεις, λες και βλέπεις ένα λαμπρό, γεμάτο «Ηρώδειο» πίνακα, κρεμασμένο ψηλά με αργυρόηλους.
Θα ’ταν αλήθεια μια θεόσταλτη συγκυρία αν ήταν εκεί και ο Θεόφιλος και μας χάριζε ένα δικό του «λαϊκό πίνακα» με τον Μίκη να παίζει πιάνο και δίπλα να τον θαυμάζει ο γεράκος υπενωμοτάρχης.
Και αυτόν τον πίνακα ζωγράφισε ο Κωνσταντίνος και η Λυδία με τα δύο μουσικά τους πινέλα, δηλαδή το τσέλο και το βιολί, καθώς οριοθέτησαν μόνο με τα δάχτυλά τους το εκάστοτε παλλόμενο τμήμα της χορδής πάνω στη γυμνή ταστιέρα του βιολιού και του τσέλο.
Η ευθύνη των εκτελεστών των δύο αυτών μουσικών οργάνων είναι πολύ μεγάλη. Γι’ αυτό ας χαρίσουμε ολόψυχα ένα μεγάλο ΜΠΡΑΒΟ στα δύο αυτά παιδιά, τον Κωνσταντίνο και τη Λυδία, που με την ερμηνεία τους σκαρφαλώνουν σιγά- σιγά, αλλά σταθερά, προς τα ανώτερα σκαλοπάτια της μουσικής αριστείας και καταξίωσης.
Και βέβαια μη ξεχάσουμε και τους κιθαριστές. Αυτοί είχαν μεταλλαχθεί στα χέρια του μαέστρου Μπουντούνη σ’ ένα σύνολο που γέμιζε την αίθουσα του Μουσείου Μπενάκη με γλυκύρρυτα ακούσματα σ’ ένα απαύγασμα μουσικής πληρότητας, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης με την ερμηνεία τους, ώστε τελικά απέσπασαν ένα παραλήρημα ενθουσιασμού.
Τελειώνοντας- μην κάνετε χαρές! Ακολουθούν δυο λόγια ξεχωριστά για τον μαέστρο μας τον Βαγγέλη Μπουντούνη και δεν σας επιτρέπω να... με εγκαταλείψετε... και να την κάνετε!- Τελειώνοντας λοιπόν την αναφορά μου στα μουσικά κομμάτια με τη θεσπέσια μουσική που απολαύσαμε στη Μπενάκεια αίθουσα θα αναφερθώ στο «Libertango» ένα απαστράπτον μουσικό περιδέραιο που είχε κρεμάσει στο μπαντονεόν ο  Astor Piazzolla και από κει πήρε τα μαργαριτάρια του η ορχήστρα των κιθαριστών, μάς τα χάρισε ένα – ένα και μας ανύψωσε στα ουράνια.
            Εγώ ομολογώ ότι... χάζεψα. Όχι ότι σε άλλες περιπτώσεις με διακρίνει λαμπρή... ευφυία... αλλά σας εξομολογούμαι: Άκουγα σαν... χαζός. Με συνεπήρε η απίθανη μουσική δημιουργία του θεϊκού Astor Piazzolla και με ένα flash back, που λέτε εσείς οι γραμματιζούμενοι, βρέθηκα ξαφνικά από το Μουσείο Μπενάκη 27 περίπου χρόνια πριν στο κατάμεστο Ηρώδειο. Πρέπει να ήταν γύρω στα 1990. Ήμουν τότε, 40 ετών (όσο είναι σήμερα ο φίλος και... συμμαθητής Βαγγέλης Μπουντούνης) που μας... πρόλαβε στο Γυμνάσιο της εποχής, γιατί σας είπα μας διέκρινε μια ιδιαίτερη ευφυία και μέναμε για τρία χρόνια στην κάθε τάξη του εξατάξιου Γυμνασίου και όπως θα ‘λεγε ο αγαπημένος μας Μαθηματικός ο κύριος Ζούνης, εμείς τώρα είμαστε 67 ετών και ο Μπουντούνης... 40! Σε... άπταιστα μαθηματικά, έτσι;
            Λοιπόν... άκουγα τους κιθαριστές και πάνω στη σκηνή «έβλεπα» να διευθύνει την ορχήστρα ο Μάνος Χατζιδάκις με ένα απαστράπτον ολόλευκο ριχτό πουκάμισο και μπροστά του να σκορπά τις μελίρρυτες νότες από το αηδονολάλητο μπαντονεόν ο θεϊκός Astor Piazzolla σε μια ιμαλαϊκού ύψους μουσική για τανγκό.
            Ο συνθέτης και βιρτουόζος του μπαντονεόν Astor Piazzolla γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες, αλλά τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Νέα Υόρκη. Εκεί ασχολήθηκε με το μπαντόνεον και την κλασσική μουσική. Το 1934 γνωρίζεται με τον περίφημο Γκαρντέλ και παίζει για πρώτη φορά μουσική τανγκό στους δίσκους και τις ταινίες του. Το 1937 επιστρέφει στο Μπουένος Άιρες και περνά σαν μπαντονεονίστας και ενορχηστρωτής από όλες σχεδόν τις ορχήστρες τανγκό της πόλης. Η μουσική του ξεφεύγει πολύ απ’ τα καθιερωμένα και πολλοί τον μισούν και τον πολεμούν. Για τη μουσική του δημιουργία παίρνει πολλά βραβεία και με υποτροφία φθάνει στο Παρίσι για να μελετήσει με την περίφημη Νάντια Μπουλανζέ. Αυτή τον προτρέπει να ασχοληθεί σαν εκτελεστής και σαν συνθέτης με την αργεντίνικη παραδοσιακή μουσική. Έτσι, με διπλή ιδιότητα του λαϊκού μουσικού και του έντεχνου συνθέτη ο Piazzolla αποτελεί μια μοναδική φυσιογνωμία στο μουσικό πανόραμα της Αργεντινής και ένα λαμπρό αστέρι στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα. Ένα αστέρι που είχαμε την τύχη να βρεθεί τόσο κοντά μας στη συναυλία του στο Ηρώδειο. Εκεί που τον θυμάμαι να παίζει μπαντονεόν και καθώς άνοιγε την αγκαλιά του όλη, για να μας χαρίσει το πλάτος ολόκληρο του μουσικού καμβά του μπαντονεόν, νόμιζες ότι αυτό το έκανε για να χωρέσει στην αγκαλιά του τις χιλιάδες των πιστών του, που είχαν κατακλείσει το Ηρώδειο, αληθινοί προσκυνητές της θεϊκής μουσικής του μυσταγωγίας. Γιατί τελικά μια μυσταγωγία είναι το τανγκό. Και η μουσική του Piazzolla μας βοήθησε με τα ακούσματα που πλημμύρισαν το Μουσείο Μπενάκη να αντιληφθούμε τη μοναδικότητα ερωτισμού και ανδρισμού που εκπέμπει το τανγκό. Κι όλα αυτά σε 4/4, στο ρυθμό του τανγκό. Ένα ρυθμό νοσταλγικό, μελαγχολικό, σαν λυπημένο κορίτσι. Γιατί όπως έλεγε ο περίφημος Ενρίκε Σάντος Ντισθέπολο: «Το τανγκό είναι μια λυπημένη σκέψη που χορεύεται». Ένα απίθανο μείγμα ισπανικών και κεντροαμερικάνικων ρυθμών, που χάριζαν τα μπαντονεόν μέσα στα μπορντέλα του Μπουένος Άιρες. Γιατί από εκεί μέσα ξεκίνησε το τανγκό, που για πολλούς είναι ο πιο συγκλονιστικός λαϊκός χορός του κόσμου. Άξιοι εκτελεστές λοιπόν της μουσικής του Piazzolla οι σολίστες και οι κιθαριστές της Μπενάκειας βραδυάς, μας πρόσφεραν τις κύλικες της μουσικής τους αριστείας και μας έκαναν να αισθανθούμε την ανάγκη να σηκωθούμε απ’ τις θέσεις μας και να χορέψουμε ένα αντρικό αληθινά τανγκό, ένα τανγκό από το Μπουένος Άιρες!
            Και άφησα τελευταίο τον νεαρό Βαγγέλη Μπουντούνη. Αισθάνομαι την ανάγκη να τον ευχαριστήσω, γιατί σεβάστηκε την ηλικία μου και διάλεξε εμένα ανάμεσα σε τόσους κριτικούς –όπως λέει ο φίλος μου ο Γιάννης Λάιος (γεια σου παλιόφιλε!)- να «προβώ» -όπως λέτε εσείς οι γραμματιζούμενοι (γεια σας παλιόφιλοι!)- στην περιγραφή της Μπενάκειας Συναυλίας του «ΜΕ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ» όπως γράφω στην αρχή, πριν καμμιά εικοσαριά σελίδες.
            Και επίσης αισθάνομαι την ανάγκη να ομολογήσω ότι ο Βαγγέλης Μπουντούνης, από το 1962 που καθόμαστε στα ίδια θρανία του Έκτου Γυμνασίου Αθηνών, μέχρι σήμερα 2017 και για πάντα, είναι ο συμμαθητής μας, είναι ο φίλος μας, είναι ο αδελφός μας. Και –μα την πίστη μου- ομολογώ ότι αισθανόμαστε όλα αυτά τα χρόνια, ότι η απόσταση που μας χωρίζει είναι μόλις «ένα δοξάρι δρόμος»! Να ξέρεις φίλε Βαγγέλη πάντα σε αγαπάμε, πάντα σε θαυμάζουμε, πάντα σε ζηλεύουμε. Ναι σε ζηλεύουμε, γιατί μόνο εσύ μπορείς να προσφέρεις σε τόσες χιλιάδες κόσμο που τρέχει στα ρεσιταλ και τις συναυλίες σου την ιμαλαϊκού ύψους παικτική σου δεινότητα με την κιθάρα και την εκτυφλωτική λάμψη της μουσικής σου αριστείας.

ΜΠΡΑΒΟ ΦΙΛΕ!



            Την αψεγάδιαστη, τεχνικά, διεύθυνση της ορχήστρας είχε αναλάβει ο Βαγγέλης Μπουντούνης. Εμφανίστηκε κομψός, ψηλός, με σγουρά μαλλιά ένας ευθυτενής, εξαιτίας και της σωματοδομής του, αριστοκρατικός Πραξιτέλειος Ερμής και με βλέμμα φωτισμένο από γαλήνη, γεμάτο μουσική ειλικρίνεια που απέπνεε μια λαμπρή, χαρισματική, μουσική προσωπικότητα. Άξιο τέκνο του Αμφίωνα, του πρώτου ανθρώπου που εφεύρε την μουσική στους Έλληνες, του πρώτου που επινόησε την κιθαρωδία, του πρώτου κιθαρωδού. Αλλά και άξιο τέκνο του Σωκράτη, ο οποίος αν και σε προχωρημένη ηλικία, εμάθαινε κιθάρα από τον Κόννο των κιθαρωδό. Ο μαέστρος με μια καλπάζουσα σαν Φαέθων ενεργητικότητα, μας παρουσιάστηκε σαν ο δεκαεξάχρονος έφηβος της τρανής δεκαετίας του ’60 στο Έκτο Γυμνάσιο Αθηνών, τότε που το βέλος του έρωτα για την κιθάρα καρφώθηκε στην άδολη παιδική καρδιά του. Τότε που κρατώντας στην αγκαλιά του σαν γλυκειά ερωμένη την κιθάρα του, ξεκινούσε τους πρώτους αγώνες του στα μουσικά κουλουάρ. Αγώνες, που με την αδάμαστη επιμονή του, τον αγόγγυστο μόχθο του και το αστείρευτο ταλέντο του, τον οδήγησαν με συνεχή άλματα σε άπειρες ελληνικές και παγκόσμιες διακρίσεις.
            Κι εγώ, συνεπαρμένος από τη μαεστρική δεξιοτεχνία του Μπουντούνη, γυρνούσα με νοσταλγία μισόν αιώνα πριν όταν ξεκινούσε με τον αλησμόνητο Δημήτρη Φάμπα ή συνέχιζε με τον σπουδαίο Γεράσιμο Μηλιαρέση τη λαμπρή πορεία του στην μουσική λεωφόρο ή όταν διψασμένος για παραπάνω μάθηση, έκανε κτήμα του τα φοβερά μυστικά της κιθάρας από τον θεϊκό Σεγκόβια. Σίγουρα ο Φάμπας, ο Μηλιαρέσης και ο Σεγκόβια, σαν τον παντεπόπτη Δία, παρακολουθούσαν από ψηλά και με συγκίνηση τη διεύθυνση της ορχήστρας από τον φημισμένο μαθητή τους, που έχει ανέβει μέχρι τα πάνω-πάνω σκαλοπάτια της πάμφωτης κλίμακας της μουσικής τελειότητας.
            Και εμάς όλους μας συνήρπασε η χειμαρρώδης του δύναμη, όταν με πάθος ανάλογο της μουσικής φόρμας ακτινοβολούσε λες ολόκληρος σε μια προσπάθεια να μας χαρίσει φωτισμένες τις παρτιτούρες της μουσικής του. Και να μας δείξει με τα οστεώδη μακρόστενα δάχτυλά του, σαν προέκταση της λεπτοφτιαγμένης σωματοδομής του, τις νότες που έρρεαν σαν πυροτεχνήματα από το πεντάγραμμο της μουσικής πηγής και εξακοντίζονταν με πάταγο στην ολόφωτη οροφή της Μπενάκειας αίθουσας.

ΜΠΡΑΒΟ ΦΙΛΕ ΒΑΓΓΕΛΗ!

Μας έχει καταπλήξει η ολόλαμπρη σταδιοδρομία σου στο μουσικό στερέωμα, η συνυφασμένη με ολόχρυσες επιτυχίες. Σε θαυμάζουμε καθώς έχεις θρονιαστεί στις ιμαλαϊκές πανυψηλοχιονισμένες κορφές της μουσικής καταξίωσης. Σου αξίζει! Και σε λατρεύουμε όλοι οι φίλοι σου, γιατί έχεις μια απλησίαστα ταπεινή ιδιοσυγκρασία, είσαι απίθανα αληθινός, πραγματικά αδιάφορος προς κάθε ματαιόδοξη επίδειξη και χωρίς καμμιά αλαζόνα έπαρση. Γιατί είσαι ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΠΟΥΝΤΟΥΝΗΣ!!!
            Είχε πει ο Μάνος Χατζιδάκις: Πρέπει να υπάρχει η έλξη, μια ερωτική έλξη ανάμεσα στον ακροατή και τον μουσικό. Αυτή λοιπόν την έλξη αισθανθήκαμε κι εμείς σε όλη την διάρκεια της συναυλίας, γιατί σαν μαγνήτης μας τραβούσε προς το πόντιουμ ο μουσικός-συμμαθητής μας. Ομολογώ με το χέρι στην καρδιά, ότι πυρπόλησε τις ψυχές μας στον καταιγισμό της αλάνθαστης μουσικής του διεύθυνσης. Και μας συνεκλόνισε γιατί ήταν μια συναρπαστική μορφή πάνω στο πόντιουμ, όταν καθοδηγούσε με τρόπο αψεγάδιαστο τους σολίστες και τους 25 κιθαριστές του με μια έκφραση «εκκωφαντικής» μουσικής γαλαντομίας και ευκολοδιάκριτης καλλιτεχνικής τελειότητας. Να τον ακούς είναι μια ξεχωριστή μουσική ψυχική ευφορία και μια θεόσταλτη απόλαυση. Βάλσαμο της ακοής πραγματικό. Και βέβαια, να τον βλέπεις να διευθύνει, σε κερδίζει απόλυτα. Είτε αγωνίζεται να κάνει διεύθυνση με ένα συνταρακτικό ολόσωμο ανεμοστροβίλισμα της Πραξιτέλειας Ερμείας ψηλόλιγνης κορμοστασιάς του είτε διευθύνει απόλυτα ακίνητος, λες και οι κιθαριστές του αποδίδουν το μουσικό τους κομμάτι σαν νεραϊδομαγεμένοι. Όπως ήξερε να διευθύνει την ορχήστρα ο φοβερός Δημήτρης Μητρόπουλος, που υπέβαλλε τα πάντα με το αριστερό του χέρι: «Πλάθοντας κυριολεκτικά τον ήχο στην παλάμη, τον καθιστούσε ορατή ενσάρκωση των προθέσεών του».
            Όμοια φέρθηκε και ο Βαγγέλης Μπουντούνης. Αυτός ο λαμπρός αθλητής του μουσικού στίβου, τη βραδυά που πέρασε και μόλις τέλειωσε η μοναδική αυτή μουσική πανδαισία, μας ανάγκασε να πεταχτούμε από τις θέσεις μας και να τον αποθεώσουμε. Γιατί στόχο του είχε –και τον πέτυχε- το ιδεώδες της ηχητικής ποιότητας, το ιδανικό της μουσικής αριστείας! Κι αυτός φάνηκε θαμπωμένος, καθώς μας ατένιζε με μια θωριά αμηχανίας και κούρασης, έντονα φορτισμένος από μια βραδυά με μεγάλη συγκίνηση. Όμως αμέσως έλαμψε από ανείπωτη χαρά, καθώς ένας νιαγαρικός καταρράκτης από ολόψυχα χειροκροτήματα και ΜΠΡΑΒΟ πλημμύρισε την κατάμεστη αίθουσα του Μουσείου Μπενάκη. Είναι η αποθέωση του νικητή. Είναι η απονομή του «κότινου ελαίας» στον ΠΡΩΤΟ ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΩΤΩΝ! Με συμπρωταγωνιστές τους απίστευτους σολίστες και τους επιβλητικούς κιθαριστές που εισέπραξαν ένα ολόθερμο, ενθουσιώδες, παρατεταμένο χειροκρότημα, για τη βαθειά συγκίνηση που χωρίς φειδώ είχαν σκορπίσει επί δυόμιση ώρες πάνω στη Μπενάκεια σκηνή.
            Γι‘ αυτό κι εμείς, όταν βγήκαμε στο τέλος από την ολόφωτη αίθουσα, αν και βρεθήκαμε μεσ’ την καλοκαιριάτικη αθηναϊκή νύχτα, αισθανθήκαμε μια «ηλιόλουστη λάμψη» στα πρόσωπά μας! Ήταν το αντιφέγγισμα της λαμπρής μουσικής πανδαισίας στη φωτισμένη απ’ τον Ολύμπιο Μουσηγέτη Απόλλωνα βραδυά του Βαγγέλη Μπουντούνη.
            Σε μυριοχιλιοσυγχαίρουμε όλοι οι συμμαθητές σου, απόφοιτοι του Έκτου Γυμνασίου Αρρένων Αθηνών. «Τα μάλλα» κι εγώ, πιστός λάτρης του Ιμαλαϊανεβασμένου μουσικού σου αναστήματος, που σκαρφαλωμένο στις μελωδικοφορτωμένες βουνοκορφές των πενταγράμμων, μας δυσκολεύει να ξεχωρίσουμε αν τα μελίρρυτα ακούσματά μας προέρχονται από τον ουράνιο θεό της μουσικής Απόλλωνα ή τον επίγειο ημίθεο της κιθάρας Βαγγέλη Μπουντούνη!!!!!

Πιστός λάτρης της μουσικής
Ηλίας Π. Γιαννιάς
Κτηνίατρος
18 Ιουνίου 2017
            

5 σχόλια:

  1. Αγαπητέ μου Σταμάτη
    Και Αγαπητοί μου Συμμαθητές,
    Θερμά Συγχαρητήρια στον Βαγγέλη μας και στην Οικογένεια του για το αριστούργημα που παρουσίασαν στο Μπενακι.
    Ηλία αποδείκνυεις για μια φορά ακόμη πως είναι δυνατόν να ζήσεις χωρίς αναπνοή μα όχι ομως και χωρίς γραφή . Η κριτική -βιβλίο για τον Μποντουνη είναι μαρτυρία της τόλμης σου να βάζεις στο χαρτί όσα αισθάνεσαι.

    Και βέβαια ισχύει η 11η Ιουλίου !
    Θάναι χαρά και τιμή μου να σας ξαναδώ .
    Με την αγάπη μου,
    Πάνος Αδαμόπουλος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αγαπητέ Ηλία,
    σε ευχαριστώ πολύ που μας έκανες κοινωνούς, ακόμα μια φορά, όχι μιας υπέροχης κριτικής, αλλά πολύ περισσότερο μιας μουσικής πραγματείας, γιατί περί αυτού πρόκειται.
    Δεν ευτύχησα να παρακολουθήσω την συγκεκριμένη συναυλία, μια και δεν μπορούσε να έρθει η Τόνια, και δεν ήθελα να την κάνω να αισθανθεί περισσότερο την απώλεια μιας τέτοιας εκδήλωσης.
    Διαβάζοντας την περιγραφή σου της συναυλίας θυμήθηκα μια συνομιλία με μία κυρία φύλακα στο Μουσείο Καζαντζάκη, στους Βαρβάρους, τρεις περίπου δεκαετίες πριν.
    Μου είχε πει πως ήταν συγγενής του Καζαντζάκη, πιάσαμε κουβέντα και μου είπε πολλά γύρω από την ζωή του.
    Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν όταν κάποια στιγμή αναφερόμενη στα ταξιδιωτικά του με «προειδοποίησε» Σε όποια χώρα και αν πας δεν θα βρεις την χώρα που περιγράφει, μην την αναζητήσεις, δεν είναι η Ισπανία, η Ρουσία, οποιαδήποτε άλλη χώρα, είναι η Ισπανία του Καζαντζάκη, η Ρουσία του Καζαντζάκη κ.ο.κ.
    Είχε απόλυτο δίκηο, δεν υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με το εκάστοτε γεγονός, εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε την πραγματικότητα που μας ταιριάζει και τελικά μας αξίζει, ανάλογα με την ευαισθησία και την καλλιέργειά του ο καθένας.
    Για κάποιους τουρίστες υπάρχουν τα super markets και τα πολυκαταστήματα, για άλλους τους περιηγητές τα μουσεία, η φύση και κυρίως οι άνθρωποι κάθε χώρας, ο πολιτισμός τους, ό,τι σε κάθε περίπτωση έχει την ικανότητα ο καθένας να κατανοήσει και να αποκομίσει.
    Το ίδιο νομίζω πως ισχύει και με την περιγραφή σου για την μουσική ιεροτελεστία που περιγράφεις. Είναι προφανές ότι η ιδιαίτερη πολιτιστική σου σκευή σου επέτρεψε να μεθέξεις πνευματικά σε ένα πολύ μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός (ένα καλλιτεχνικό event !!! όπως θα το αποκαλούσαν κάποιοι σε καλά ελληνικά).
    Αυτή σου η ευαισθησία και φυσικά η στέρεη γνώση γύρω από την μουσική σου επέτρεψαν να γράψεις αυτήν την υπέροχη μουσική πραγματεία, για την οποία, ακόμα μία φορά, σε ευχαριστώ.
    Όμως με τσίγκλησες (θετικά) με κάποια σημεία του κειμένου σου, για τα οποία θα ήθελα τοποθετηθώ, όχι βέβαια με τον δικό σου χαρισματικό λόγο, αλλά στεγνά και επιγραμματικά.
    Πρώτον η ανάμειξη λόγιας με δημοτική γλώσσα.
    Είναι απόλυτα θεμιτή, φθάνει αυτός που την επιχειρεί να έχει την γνώση και το χάρισμα να επιτυγχάνει την σύνθεση, πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο, και εσύ το επιτυγχάνεις απόλυτα.
    Περισσότερο από κάθε άλλον αυτήν την ανάμειξη πέτυχε ο Καβάφης που κάμποσοι ανόητοι έφθασαν να κατηγορήσουν ότι δεν ήξερε ελληνικά.
    Λίγοι γνωρίζουν ελληνικά σαν τον Καβάφη και ακόμα λιγότεροι έδωσαν τόση σημασία και στην παραμικρή λέξη στο έργο τους και κανείς, κατά την άποψή μου, δεν πέτυχε να δώσει τέτοια συγκίνηση με απόλυτα λιτό, θα έλεγα κλασσικό τρόπο.
    Η γλώσσα είναι ενιαία μέσα στην διαχρονική της εξέλιξη, είναι ένας ζωντανός οργανισμός, και όπως ένας άνθρωπος είναι ο ίδιος (διαφορετικός όμως ίδιος) παρά το πέρασμα του χρόνου και τις αλλαγές που αυτός επιφέρει πάνω του, το ίδιο συμβαίνει και με την γλώσσα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πόσος Όμηρος υπάρχει στο καθημερινό μας λεξιλόγιο.
    Μην αναρωτιέσαι λοιπόν για την γλώσσα που χρησιμοποιείς, υπηρετεί, κατά τον καλύτερο τρόπο αυτό που θέλεις να εκφράσεις.
    (συνεχίζεται)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. (συνέχεια από το προηγούμενο σχόλιο)
    Το δεύτερο είναι ο Τσιτσάνης.
    Πολύ ωραία και σωστά όσα εκθέτεις.
    Θα πρόσθετα ότι ο Τσιτσάνης, σε μένα τουλάχιστον, επέτρεψε να απαντήσω το ερώτημα αν είμαστε ανατολή ή δύση.
    Δεν είμαστε τίποτα από τα δύο γιατί ο αληθινός ελληνικός πολιτισμός (όπως εκφράζεται από έργα δημιουργών όπως ο Τσιτσάνης) προϋπάρχει της ανατολής και της δύσης και δεν αποτελεί δημιούργημα ή απόρροιά τους. Είναι αυτό που επιγραμματικά είπε ο Τσαρούχης ότι με τον Τσιτσάνη αντιλαμβανόμαστε πως έχουμε πολιτισμό.
    Πολλές φορές λυπάμαι που οι αρχαίοι έλληνες δεν είχαν παρτιτούρες ώστε να φθάσει σε μας η μουσική τους. Το θεωρώ τεράστια πολιτιστική απώλεια. Παρά ταύτα είναι βέβαια πως κάποια νήματα δεν έχουν κοπεί και μέσα στην διαχρονία της μουσικής μας παράδοσης (γιατί όχι και στην Βυζαντινή υμνωδία) έχουν διασωθεί η ελληνική μουσική και όρχηση (ζεϊμπέκικος, πυρρίχιος – πεντοζάλης – σέρα) απλώς δεν είμαστε σε θέση να τα εντοπίζουμε πάντα.
    Σίγουρα μουσικά αναστήματα όπως ο Τσιτσάνης, ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης εκφράζουν (και) αυτήν την συνέχεια.
    Μεταξύ μας τους λατρεύω και τους τρεις αλλά, προσωπική προτίμηση, χωρίς καμία ιδιαίτερη σημασία και αξία, έχω στον Χατζιδάκι.
    Φυσικά δεν πρέπει να παραλείψω ότι στην ευτυχισμένη δεκαετία του 1960 και λίγο μετά, ευτυχήσαμε να έχουμε μια τουλάχιστον δεκαπεντάδα, όχι σίγουρα ισάξιων με τους παραπάνω τρεις, αλλά σίγουρα πολύ μεγάλων συνθετών. Δεν ξέρω άλλη χώρα που να είχε τέτοια επίδοση στην ίδια περίοδο. Και αυτό μόνο τυχαίο δεν είναι.
    Το τρίτο αφορά τον Επιτάφιο.
    Ο Χατζιδάκις το λάτρεψε και όπως ότι του άρεσε ιδιαίτερα το έκλεβε επιχείρησε και αυτό να το «οικειοποιηθεί» να του δώσει την δική του σφραγίδα. Άλλωστε χρησιμοποιούσε την έκφραση (που δεν ήταν βέβαια δική του) «οι μεγάλοι κλέβουν, οι μέτριοι αντιγράφουν».
    Άφησε εποχή η σύγκρουση μεταξύ της εκτέλεσης από την Μούσχουρη και αυτής από τον Μπιθικώτση.
    Η «εκδοχή» Μούσχουρη είναι η ερωτευμένη γυναίκα, η γκόμενα, ας μου επιτραπεί η έκφραση, που θρηνεί τον σκοτωμένο αγαπημένο.
    Η «εκδοχή» Μπιθικώτση, είναι όπως πολύ σωστά είπες η επική αγωνιστική. Φάνηκε να υπερισχύει και για τους περισσότερους είναι η καλύτερη.
    Την λύση, πάντα κατά την άποψή μου και με όλη την υποκειμενικότητα που ενέχει, την έδωσε μετά από χρόνια πάλι ο Χατζιδάκις.
    Ο Επιτάφιος είναι ένα ποίημα εμπνευσμένο από το μανιάτικο μοιρολόϊ, μια παράδοση που (και εδώ) έρχεται από την αρχαιότητα.
    Είναι ο θρήνος της μάνας για τον σκοτωμένο γιό, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του Ρίτσου (τις οποίες άλλωστε δεν μπορούμε να γνωρίζουμε) δεν υπερισχύει το επικό αλλά η κραυγή – θρήνος της μάνας.
    Αυτήν την εκδοχή υπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο η Νταντωνάκη.
    Η ερμηνεία της είναι κυριολεκτικά απαράμιλλη.
    Τέλος για τα παιδιά του Πειραιά.
    Δεν τα είχε και σε μεγάλη εκτίμηση ο Χατζιδάκις. Το θεωρούσε ένα καλό τραγούδι και τίποτα παραπάνω.
    Είχε πει χαρακτηριστικά ότι έγραψα ένα τραγούδι για την συγκεκριμένη σκηνή και έκανε την δουλειά του, οι προεκτάσεις που πήρε μετά ούτε με εκφράζουν, ούτε τις υιοθετώ.
    Είχε απόλυτο δίκηο, ένα όμορφο τραγούδι που από εκεί και πέρα έγινε τσολιαδάκι από αυτά που πουλούν στους τουρίστες στην Αθηνάς, τις περισσότερες φορές κατασκευασμένα στην Ταϊβάν. Εξυπηρέτησε μια τουριστική αντίληψη της Ελλάδας, μια αντίληψη αλλοτριωτική η οποία σίγουρα δεν είναι τέχνη.
    Καλό σου βράδυ Ηλία και πάντα να μας ξεσηκώνεις.
    Δημήτρης Ζεβόλης

    ΑπάντησηΔιαγραφή

  4. Με συνεπήρε αυτό που μελέτησα απ'το γραπτό σου.Έλαμψες πάλι, γιατί η κριτική σου άλλαξε τον ρου
    της ιστορίας, ξεχειλίζοντας από το συναίσθημα, σε μια εποχή επανάλειψης λόγων κι έλλειψης ρυθμού.
    Νέα Υόρκη
    Σεβαστή Μπούρα- Μπούτου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Διαβάζοντας το κείμενο για τη θεατρική παράσταση «Ένας ταξιδιώτης» και το εξαίρετο και πλήρες κείμενο για τη Συναυλία του Βαγγέλη Μπουντούνη στο Μουσείο Μπενάκη, του φίλου μου Γιατρού και μανιώδη φιλότεχνου Ηλία Γιαννιά, διαπιστώνεις πως έχει το ταλέντο του χρονογράφου. Οι γνώσεις του εντοπίζονται σε παραδείγματα που χρησιμοποιεί στα προαναφερόμενα κείμενα. Ενδιαφέρουσες αναλύσεις, πληροφορίες, αλληγορίες, εικόνες. Οι ακροαματικές εμπειρίες του στο Θέατρο και τη Μουσική αμέτρητες. Γνωρίζει γεγονότα, σπάνιες λεπτομέρειες αισθητικής άποψης για μεγάλους δημιουργούς και μεγάλα έργα. Άλλωστε με χιλιάδες τέτοια έργα έχει έρθει σε επαφή εδώ και πολλά χρόνια.
    Ένας δημιουργός ή ερμηνευτής χαίρεται να εχει στο κοινό του τον αξιόλογο, καλλιεργημένο, ευαίσθητο Γιατρό, με τον οποίο είμαστε φίλοι πάνω από ένα τρίτο του αιώνα και μπορώ να πω ότι κυριολεκτικά διακρίνεται «για την πνευματικότητά του και το ΗΘΟΣ του».
    Ο Ηλίας Γιαννιάς ανήκει στην ομάδα των μανικών της τέχνης. Η πόρτα του ναού της τέχνης, που άνοιξε ο Μότσαρτ για τους μνημένους, στην όπερά του «Ο Μαγικός Αυλός», είναι ανοιχτή για τον Ηλία Γιαννιά.
    Ηλία! Καλές ακροάσεις!
    Γιώργος Μηνάς*
    Αθήνα. 24/9/2017
    *Ο Γιώργος Μηνάς είναι Συνθέτης, Παιδαγωγός, Αρχιμουσικός και Συγγραφέας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή