ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

01-10-2017 Από τη βραδυά των Αρκάδων στη Δάφνη , που τιμήθηκε η μνήμη του συμμαθητή μας Γιάννη Πισιμίση (1967).

Του Ηλία Παναγιώτη Γιαννιά (Μπαλκανά) από το χωριό Ζέλι.


            Στην εορταστική συγκέντρωση των Αρκάδων της Δάφνης (1/10/2017), σαν αληθινοί Αρκάδες, τιμήσαμε το γιατρό Παναγιώτη Τσινώνη απ’του Σκορτσινού. Ο γιατρός Τσινώνης- να ‘ναι καλά και να τα χιλιάσει- πρόσφερε τόσα πολλά σαν Ασκληπιάδης σε μικρούς και μεγάλους της Δάφνης μας, που χρειάστηκαν τις ολόχρυσες, ανεκτίμητες ιατρικές του γνώσεις. Και η πλακέτα που του προσφέρθηκε ήταν το ελάχιστο δώρο ευγνωμοσύνης μας. Αλλά και σαν αληθινοί Αρκάδες τιμήσαμε και τη μνήμη του αρχιτέκτονα- μηχανικού Γιάννη Πισιμίση, με μεγάλη προσφορά στη Δάφνη. Από τα βάθη των αιώνων οι πρόγονοί μας- οι Αρχαίοι Έλληνες- τιμούσαν τους νεκρούς τους. Ο τραγικός Ευρυπίδης στις Φοίνισσες γράφει: «Τοις γαρ θανούσι χρη των ου τεθνηκότα τιμάς διδόναι». Δηλαδή: «Αυτός που βρίσκεται στη ζωή πρέπει να τιμά τους νεκρούς του». Γι’αυτό κι εμείς, επειδή «Έλληνες αεί εσμέν», τιμήσαμε τη μνήμη του συμμαθητή μου στο ΣΤ’ Γυμνάσιο Αθηνών Γιάννη Πισιμίση. Ο Γιάννης Πισιμίσης, όπως λέει ο Μοραϊτης ποιητής:

«Ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά
πέρασε ξάφνου απ’ τη μια ζωή στην άλλη
από τα εγκόσμια τα θολά και πληχτικά
στων ουρανών το πάμφωτο ακρογιάλι».

Ο Γιάννης Πισιμίσης είχε Γορτυνιακή καταγωγή από τον Κοκορά και την ηρωική, απέθατη Ζάτουνα. Σε όλη τη ζωή του ξεχείλιζε από καλοσύνη και «ΑΝΘΡΩΠΙΑ», παλεύοντας καθημερινά τον αγώνα τον καλό καγαθό, «για μια ανθρωπότητα λιγότερο απάνθρωπη», όπως μου έγραψε κάποτε στην αφιέρωση σε ένα βιβλίο του ο φίλος Αντώνης Σαμαράκης. Ο Γιάννης Πισιμίσης πρόσφερε τα μέγιστα σε όλη τη ζωή του και κύρια χάρισε μαργαριτάρια απ΄το γιορντάνι της παιδείας σε όλη τη νεολαία. Φώτιζε με τις επαγγελματικές του ενασχολίσεις στο Υπουργείο Παιδείας, τις γνώσεις που έπρεπε να πάρουν τα παιδιά στα σχολεία, αλλά ήταν και ο τρισμέγιστος αειφανής φωτοδότης φάρος, που φώτιζε στη γειτονιά μας και κάθε σκαλοπάτι της εξωσχολικής παιδείας.  Γιατί όπως είχε πει ο Μάνος Χατζηδάκις: «Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας είναι η παιδεία». Και όπως έλεγε και ο σοφός Παπανούτσος «Πρέπει να μένουμε λεύτεροι από ταπεινές φροντίδες και να αφοσιωνόμαστε στην καλλιέργεια του πνεύματος και του ήθους, φθάνοντας στην κατάκτηση ενός πιο υψηλού, πιό Ανθρώπινου ύφους ζωής». Πρέπει να λατρέψουμε και να καλλιεργήσουμε τον εθνικό μας πολιτισμό, που υπάρχει κάτω απ’τον ουρανό μας, από τότε που πρωτακούστηκε η Ελληνική λαλιά σε τούτο τον αγαπημένο βράχο του Αιγαίου, απ’τα ωγύγια βάθη των αιώνων έως σήμερα. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι κάτι χωριστό απ’το χώμα που ήπιε το αίμα του. Και ιδιαίτερα στις μέρες μας, που τα πάντα κλονίζονται σε ολόκληρο τον πλανήτη, θα πρέπει τα έθιμα του λαού μας να είναι η δυνατή θρυαλλίδα που θα ξαναφουντώνει τις θύμισες φίλων και συγγενών (όπως ο αλησμόνητος Γιάννης Πισιμίσης) και προγόνων γενικά. Πρέπει η εθνική μας συνείδηση να μη στέκει ναρκωμένη. Γιατί όπως έγραφε και ο συμπατριώτης μας –Αρκάς από τη Βυτίνα- σπουδαίος ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: Ήθη, έθιμα και γλώσσα είναι τα στηρίγματα που διατηρούν και εδραιώνουν την ιστορική συνέχεια και την ιδιαιτερότητα του Ελληνικού Έθνους». Γι’αυτόν τον ιερό σκοπό έπαιρνε και ο Γιάννης Πισιμίσης το πνευματικό προζύμι και έπλαθε και πρόσφερε παντού τις λαμπρές του γνώσεις.

Ακλουθώντας λοιπόν κι εμείς αυτά τα χιλιομυριοαργυροχρυσαφοποίκιλτα έθιμά μας και γεμάτοι θύμισες απ’τις Παναρκαδικές γιορτές μας- όπως το Πανηγύρι της Επισκοπής στην Τεγέα τον Δεκαπενταύγουστο- που καλούν σε σύναξη τους Αρκάδες για να προσφέρουν τη χρυσόλαμπρη και καλλιτεχνική ανάταση και την αλληλογνωρισμιά- οργανώσαμε την Κυριακή το απόγευμα αυτή την τιμητική εκδήλωση με την παρουσία Αρκάδων Δάφνης, Υμηττού, Ηλιούπολης και Παπαραίων, με τρία χορευτικά συγκροτήματα, που μας μετέφεραν με τη λεβεντιά τους στα διάσελα και τις καμπυλόγραμμες βουνοκορφές της ΑΡΚΑΔΙΑΣ μας. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε τι γράφει ο τυφλός –αλλά τα πάντα βλέπων- Όμηρος. Γιατί βέβαια «έβλεπε τα πάντα» ο Όμηρος! Και όπως γράφει ο Βασίλης Ρώτας:

Αν ήταν ο Όμηρος στραβός
τότε είναι η ποίηση στραβή
μ’ αν είναι η ποίηση στραβή
τότε ποιος βλέπει στη ζωή;

Ο  Όμηρος λοιπόν λέει ότι «οι μαρμαρυγές ποδών των χορευτών έδιναν συνεχώς σπίθες». Αυτές τις σπίθες της Αρκαδικής ψυχικής αντρειοσύνης έδιναν οι χορευτές πάνω στο πλακόστρωτο της εξέδρας της πλατείας και προκαλούσαν εγκελαδικές δονήσεις βροντοχτυπώντας τη γη με τα χιλιοκαρφωμένα στο πέλμα γουρνοτσάρουχα. Οι πατροπαράδοτες φορεσιές με χρωματισμούς σαν της λαθουρής κόττας λαμπίνιζαν στο ηλιόγερμα και οι λυγερόκορμες Αρκαδοπούλες στεφάνωναν τα ολόλαμπρα από Αρκαδική ομορφιά πρόσωπά τους με το μεταξωτό μαντήλι της ξανθιάς Νεράιδας της ανεμοξουριάς που τρέχει με τις γητειές της μέσα στο θρούμπι και τη ρίγανη, τα πολιτρίχια, τον κισσό και τα βάτα. Οι φουστανέλες προκάλεσαν στους Αρκάδες θεατές ρίγη συγκίνησης. Γιατί η φουστανέλα είναι «σύμβολο περηφάνειας και λεβεντιάς, φόβητρο για τους εχθρούς, στολίδι για τους γενναίους και στερνός, αχώριστος σύντροφος για τους ήρωες». Και όπως λέει ο Αχιλλέας Παράσχος: «Κλεφτόπουλα την έζωναν, λευκή ωσάν το χιόνι και γέροντες αρματολοί σαν μάνα την τιμούσαν». Οι φούρλες, απ’ τις μυριοχιλιοτριγωνοκομμένες και ραμμένες φουστανέλες σ’ έκαναν να βλέπεις και να μη χορταίνεις ή άλλοτε ένοιωθες να σε πιάνει αντράλα απ’ τις γρήγορες γυροβολιές κι αναζητούσες της Άρνης τ’ αθάνατο νερό να ξεδιψάσεις και να συνέλθεις. Οι αντιλαμπές απ΄τα γυαλισμένα σελάχια έδιναν πλέριο φως στη νυχτωμένη πλατεία. Εκεί που ο Δημήτρης Γιαννακούρας, πρόεδρος του Δ.Σ. του Συλλόγου Αρκάδων Δάφνης-Υμηττού, εμπεριστατωμένα μας εξηγούσε, πριν το κάθε τραγούδι, την ιστορία του και τον συμβολισμό του. Τα τραγούδια αυτά τα χαρακτηρίζει η δύναμη της φαντασίας στην περιγραφή και η τόλμη στην έκφραση και στη δημιουργία παραστατικών εικόνων. Το ηρωικό πνεύμα που τα διαπνέει μεγαλώνει την γοητεία τους, καθώς το πρωτογενές υλικό τους, που ξεκινά απ΄τα βάθη των αιώνων της ιστορίας μας, τα φέρνει μέχρι τις μέρες μας μέσα στην αχλύ του μύθου.

Και με τα λόγια απ΄αυτά τα αιωνόβια – σαν τα πλατάνια και τις αγριελιές – δημοτικά μας τραγούδια (με τα ολοφωτολαμπυρίζοντα πεντάγραμμα) γεμίσαμε για δυο ώρες τις κύλικες της Αρκαδικής περήφανης ψυχής μας και μεθύσαμε με το αθάνατο κρασί του ’21, όπως λέει ο ποιητής. Γιατί πάντοτε –όπως γράφει και ο Νικηφόρος Βρεττάκος – «το δημοτικό τραγούδι εκφράζει την καθαρότητα και την ευρύτητα των εσωτερικών διαστάσεων του ανθρώπου». Γιατί διαθέτει στους στίχους του λέξεις απ΄το λαϊκό γλωσσικό θησαυροφυλάκιο και κυρίως σύνθετες λέξεις που δίνουν τελικά ένα θαυμάσιο ηχητικό τρίχαπτο και αναγορεύουν τον αγράμματο λαϊκό τεχνίτη του δημοτικού τραγουδιού σε έναν ογκόλιθο – στα Ιμαλάια ανεβασμένο – έτοιμο για Νόμπελ άξιο ποιητή. Γιατί οι παρομοιώσεις, οι εικόνες, οι παραβολές, οι γνώσεις στα δημοτικά τραγούδια, ξεπετάγονται στα τρισμεσούρανα απ΄τις ηφαιστειοεγκελαδικές εκρήξεις μιας λαϊκής ψυχικής αναγκαιότητας και είναι μια πύρινη λάβα και όχι μια ισχνή, αχνή φιλολογία. Είναι φοβερό το φαινόμενο αυτής της ψυχοκαλλιτεχνικής αυτονομίας, που ανεβαίνει ένα-ένα τα σκαλοπάτια της γλωσσικής πληρότητας δίνοντας τον τελικό λόγο από ένα λαϊκό στιχουργό, που χωρίς να έχει διδαχθεί από κανέναν, ξέρει περισσότερα από ένα σύγχρονο μεγάλο Νομπελίστα εκφραστή της ποιητικής τέχνης. Γιατί ο καλλιτεχνικός ιδανισμός είναι η φυσική έκφραση των φλογερών και μάλιστα των θετικών βιωμάτων της εσωτερικότητας του λαϊκού στιχουργού, όπως της θερμής αγάπης, της θαυμαστικής λατρείας, της λαχτάρας για λευτεριά, που ενοφθάλμισε στο στίχο του, καθώς είχε πλημμυρίσει σε μια λαϊκή ουσία δημιουργικής φανέρωσης με ανεξίτηλη σφραγίδα τη γνησιότητα.

Τα τραγούδια, στη μαγευτική βραδυά των Αρκάδων στη Δάφνη, απέδωσαν με τις μελίρρυτες φωνές τους η Νάντια Καραγιάννη, ο Διαμαντής Ρουμελιώτης και ο Νίκος Καραγιάννης. Χαρακτηριστική ήταν μια εύθυμη ταραχή που προκλήθηκε στους θεατές, όταν ο υπογράφων το κείμενο, τραγουδώντας με στεντόρεια Ζελιώτικη φωνή το αθάνατο τσάμικο:

«Η ΠΑΠΑΛΑΜΠΡΑΙΝΑ»




έκανε την κουτουράδα και διέσχισε την πλατεία απ’ τη μια άκρη στην άλλη κρατώντας ψηλά μια Ζελιώτικη παραδοσιακή γκλίτσα του παππού του Γιώργη Γιαννιά ή Μπαλκανά, κρούοντας με το άλλο χέρι ένα Ζελιώτικο, κούτσικο, αργόηχο τροκάνι, που χρόνια πριν κρεμόταν στο λαιμό στα πολυβοστρυχοπλουμισμένα πρόβατα του παππού του, που τα βόσκαγε ολημερίς στις –ξερολιθιά- πετροστηριγμένες – σε θεμελιακά αγκωνάρια- πεζούλες και στις αφανοσπαρτοθυμαροσκεπασμένες αιγοπροβατοβόσκητες ραχούλες του Ζελιού, ακλουθώντας τις σκολιές γιδοστράτες και ροβολώντας αγάλι-αγάλι απ΄τη Γελαδόραχη τον κατήφορο στις βαρυανηφοριές του πλάτανου μέχρι στο πλάτωμα της Λίμνης Τάκας, κοντά στην Παναγίτσα, την εκκλησιά στον παχνιασμένο κάμπο, στη λάκα, στο έμπα του ουρανεβασμένου ψηλά στα καταράχια χωριού. Και θα πρότεινα, με το χέρι στην καρδιά, όποιος έχει γεννηθεί ακόμα και στο Κολωνάκι, είναι κολλημένος στα café της Πλατείας του «μια ζωή» και δεν έχει ανοίξει ποτέ τα πνευμόνια του να δεχθεί τις άχραντες μυρωδιές που σκορπά το μουσκεμένο απ’ το νερό του καταπότη χώμα του χωραφιού ή οι σβουνιές απ΄τα ζώα και θέλει να ζήσει την ίδια ατμόσφαιρα του παππούλη μου κι αυτός λοιπόν μπορεί να ακούσει θεϊκή ποιμενική μελωδία βάζοντας στο cd του κι ακούγοντας την τρίτη πράξη της όπερας του Βάγκνερ «Τριστάνος και Ιζόλδη», με την ελληνική φύση και τη νοσταλγική μελωδία της φλογέρας του βοσκού.

            Εκτός από τους τραγουδιστές, τη δική τους μερίδα στην Αρκαδική αποθέωση γνώρισαν και οι οργανοπαίχτες. Ο Νίκος Αγγελόπουλος, πτυχιούχος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών έπαιξε λαούτο. Πανελλήνια γνωστό μουσικό όργανο συνοδείας. Το όνομά του προέρχεται από το αραβικό al oud (=ξύλο ευλύγιστο). Έχει μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο και μακρύ χέρι με μπερντέδες, σπασμένο προς τα πίσω στο πάνω μέρος. Έχει τέσσερις διπλές χορδές και παίζεται με πέννα. Ο Αγγελόπουλος συνόδευσε τέλεια τα άλλα μουσικά όργανα και πέτυχε με σχολαστική ακρίβεια τις συγχορδίες. Και μας θύμησε τον απέθατο, λεβεντόκαρδο Διγενή που έπαιζε το λαούτο του όπως αναφέρει χειρόγραφο του Εσκοριάλ: «Πηδά και εκαβαλλίκευσεν και επήρεν το σπαθίν του και επήρε το ταμπούριν του και αποκατέστησέν το και έκρουεν το λαβούτον του και ηδονικά ετραγούδει».

            Ο Θανάσης Κώτσικας ήταν στα κρουστά. Είναι πτυχιούχος στο πιάνο  και τη θεωρία. Στο πλαίσιο της οικογενειακής κομπανίας Κώτσικα ασχολείται με όλων των ειδών τα κρουστά. Με τους Αρκάδες έδινε την ακρίβεια και την έμφαση στο ρόντο. Και ήταν φοβερός, ήταν θαυμάσιος, ήταν αναμίλλητος ο ρυθμός που μας χάρισε ο Θανάσης Κώτσικας με τα κρουστά του. Ποίκιλε διαρκώς το παίξιμό του με υποδιαιρέσεις του χρόνου, με συγκοπές, με αντιχρονισμούς και με χτυπήματα διαφορετικής έντασης. Βγάζοντας το καραντουζένι του, τα χέρια του άρπαζαν φωτιά! Έδινε μια επικότητα, έναν δυναμισμό που περνούσε μέσα στη γενικότερη έκφραση του κάθε τραγουδιού. Σμίλευε λεπτομέρειες, άλλοτε με ένα γεωσείστικο εκκωφαντικό βαρύφθογγο άκουσμα κι άλλοτε με ένα απαλοχάδι ήχων.

Ο Γιώργος Κώτσικας διπλωματούχος βιολιού χάριζε με το δοξάρι του αηδονολάλητους ήχους απ’ το βιολί του, λες και παίζαν άγγελοι. Είχε λεπτομερείς δακτυλοθετικές επιλογές στην ταστιέρα του βιολιού του, εκεί που οριοθετεί μόνο με τα δάχτυλά του το εκάστοτε παλλόμενο τμήμα της χορδής πάνω στη γυμνή ταστιέρα του βιολιού. Αυτό είναι απόρροια μακροχρόνιας πείρας, ιδιαίτερης ευαισθησίας και τεράστιας γνώσης. Και απ’ ότι καταλάβαμε ο Γιώργος Κώτσικας έχει και τις τρεις αυτές αρετές στον υπερθετικό βαθμό. Και με το ταλέντο του αυτό, στάθηκε άξιος απόγονος του πατέρα του Δημήτρη Κώτσικα, παίρνοντας συχνά τη σκυτάλη της μελωδίας και βγαίνοντας κι αυτός να οδηγήσει – όπου το πεντάγραμμο τον καλούσε – την κούρσα στο κουλουάρ της θαυμάσιας μουσικής του δεξιοτεχνίας, που μας χάρισε ένα παίξιμο γεμάτο λυρισμό, με πλήθος από χυμώδεις μελίρρυτες νότες, που μέσα σε ολόχρυση μουσική κύλικα, μας πρόσφερε σαν ανάμα να μεταλάβουμε το μυρολουσμένο άγιο άκουσμα της δημοτικής μας μουσικής. Μιας μουσικής που θεωρείται πια ένα μέσο πνευματικής επικοινωνίας και βαθειάς ψυχικής επαφής. Μιας μουσικής που τέλεια παιγμένη μας θύμισε τα λόγια του Μαρίνου Μπουνιαλή από τον 17ο αιώνα: «Βγιολιά να παίζουν, τσήτεραις, λαγούτα να λαλούσι, ολονυχτίς να χαίρονται και να μην κοιμηθούσι».

            Και θα τελειώσω τις θύμησες απ’ την εκδήλωση των Αρκάδων, με την αναφορά μου στον φοβερό και τρομερό Δημήτρη Κώτσικα, , που έπαιξε ένα αηδονολάλητο ιερό κλαρίνο ντο του 1870, που ο κοντός ηχητικός σωλήνας του μας δίνει ένα γεωσείστη δυνατό ήχο και μπουμπουνίζει ο τόπος. Ο Κώτσικας μας έβαλε όλους πάνω σ’ ένα μαγικό χαλί –κάποια τεράστια μαγεμένη μπατανία απ’ την Αρκαδία θα ήταν – και μας μετέφερε νοητά πάνω απ’ τα διάσελα της Γορτυνίας, της Μαντινείας και της Κυνουρίας, σ’ ένα μουσικό ταξίδι «μακριά από την τύρβη της ζωής» σαν να ζούσαμε στον Αρκαδικό παράδεισο και όχι στην πολύβουη, πολυάνθρωπη, απάνθρωπη Αθήνα. Η θέα από κει ψηλά που αγναντεύαμε ήταν θεϊκή. Χορτάσαμε ΑΡΚΑΔΙΑ! Και μαζί χορτάσαμε τα ακούσματα απ’ το μελίρρυτο κλαρίνο του Κώτσικα. Ο Δημήτρης Κώτσικας, σαν ένας σύγχρονος τραγοπόδαρος θεός Πάνας, που έπαιζε τη σύριγγα ή πολυκάλαμο (μουσικό όργανο από καλάμι), μας γέμισε με το καλλικέλαδο παίξιμό του τα πνευμόνια, με τον καθάριο ελατοπευκοδοσμένο αέρα της Αρκαδίας μας. Και όπως λέει και ο Γιάννης Ρίτσος: «Στο κλαρίνο βογκάει, τινάζεται, χαμογελάει και χορεύει η Ελλάδα»! Γιατί όπως ο ξωμάχος στην Τεγέα σκάβει με το υνί του το άγιο χώμα για να σπείρει, έτσι και ο Κώτσικας σκάβει με τους θεοευλογημένους γλυκύρρυτους ήχους του κλαρίνου του τα τρίσβαθα της ψυχής μας, σε μια ισορροπία ονείρου, αλήθειας και φαντασίας και σε μια προσπάθεια να μας μεθύσει με τα ηρωικά συναισθήματα που πλημμύρισαν τις μουσικές κύλικες της Αρκαδικής ψυχής μας. Αρκεί, ακούγοντας το θεόηχο κλαρίνο του Κώτσικα, να αφήνουμε ξαλύσωτη τη φαντασία μας ν’ αργοκυλάει σαν το δροσερό νερό, που στέλνει το μαγκάνι στον καταπότη του χωραφιού του ιδρωτοποτισμένου απ’ τον αγώνα του χεριοροζιασμένου ξωμάχου, που παλεύει με τη γη σε μια ημερονύχτια ασταμάτητη πιλάλα, όπως έκανε έξω απ’ την Τρίπολη ο σχωρεμένος ο παππούλης μου, ο Ντίνος Δημητρακόπουλος ή Κόσυβας, όταν ξενύχταγε ποτίζοντας ή σκαλίζοντας όλη τη νύχτα το δικό του λαχίδι για να έχει σοδειά – ή βεδέμα, όπως θα ‘λεγε στα Μαράλια της αντροξεθρέφτρας Κρήτης η φίλη Αντωνία Ζεβόλη και λησμονώντας ότι ήταν άϋπνος κίναγε να πάει για το μεροδούλι, να δουλέψει στα ξένα χωράφια πριν το ηλιοφίλημα στις ροδαυγής την πάχνα, μ’ ένα αγνό προσκύνημα «κατά λιακού», πίσω και πάνω από τις βατομουριές.

Και αν ο Κώτσικας μας μέθυσε κυριολεκτικά με τα ακούσματα του κλαρίνου του, όντας ένα πνεύμα ανήσυχο και ευφάνταστο με μια αναμίλλητη και ανεξάντλητη ποικιλία μουσικών εμπνεύσεων, δεν σημαίνει ότι δεν μας χάζεψε και με το παίξιμο του κλαρίνου του. Θαυμάσαμε τον τρόπο του φυσήματος που εφάρμοζε στην μπουκαδούρα του κλαρίνου. Προσπαθούσαμε να μαντέψουμε την τεχνική του παιξίματός του στο κλαρίνο του. Αγωνιζόμαστε να ξεχωρίσουμε πού έκανε «κλώσιμο» και πού προσπαθούσε να μας τρελάνει με τα «τσακίσματά του» και τα «μελίσματά του». Και ήταν τα μελίσματά του τα ακούσματα, που γέμιζαν το νου και την ψυχή μας με καρδιομεγγενοσφίχτρα λύπη στα τραγούδια του πόνου, όταν το τραγούδι μιλάει όπως «η τριγόνα η χλιβερή» σαν απαλοχάδι για το θάνατο του παλικαριού ή της μάνας ή της αγαπημένης. Ή αντίθετα σκορπούσε πυροκοχλασμένες νότες χαράς και  αντρειοσύνης στα τραγούδια της Αρκαδικής λεβεντιάς. Κολλάγαμε το βλέμμα μας στον τρόπο που κούναγε τα δάχτυλα του, για να βγάλει τα «μελίσματά του» και τα «στολίδια του», αφού όπως λέει η Δέσποινα Μαζαράκη: Καμμιά κίνηση στα –λαλάγγιαχτα- δάχτυλα του κλαριτζή δεν είναι άσκοπη. 

Κάθε κίνηση και το παραμικρότερο τρεμούλιασμα ακόμη, έχει το μουσικό του λόγο, έχει τη δικαίωσή του. Θα ‘χει για αποτέλεσμα το μελλοντικό στόλισμα μιας σύντομης νότας, το γαργάρισμα μιας γρήγορης τρίλιας. Όλα αυτά μαζί, σού δίνουν εκείνη την αιωρούμενη, την αδιάκοπα ρευστή μελωδία που ζητάει το γούστο του λαού μας».

            Και αυτή τη μυριαγαπημένη, μελωδία που ζητούσαμε όλοι οι Αρκάδες απ’ τον Κώτσικα, την απολαύσαμε για ώρες. Ο Δημήτρης Κώτσικας μας χάρισε ένα πραγματικό μουσικό πυροκόχλασμα από νότες γεμάτες λεβεντιά και ρωμιοσύνη μέσα σε μια θυελλώδη και γεμάτη ορμή μουσική πανδαισία. Γιατί ο Κώτσικας έχει ένα πλούσιο «τρανσπόρτο» στο κλαρίνο του, δηλαδή έχει μια απίθανη ευχέρεια στη χρήση όλων των κλειδιών του οργάνου. Η δεξιοτεχνία του Κώτσικα στο κλαρίνο είναι χαρακτηριστική. Έχει χάρισμα! Η απαράμιλλη μουσική του ικανότητα στο κλαρίνο «είναι ένα δώρο που σήμερα σπάνια μας χαρίζουν οι ουρανοί». Γι‘ αυτό με το κλαρίνο του φέρνει μπρος στα μάτια μας την εικόνα της Αρκαδικής λεβεντιάς και της καθάριας ρωμιοσύνης, σ’ ένα διονυσιακό – βακχικό ξεφάντωμα.

            Θα ζήλευε κι αυτός ακόμα ο λυράρης μουσηγέτης θεός Απόλλων στο άκουσμα της γλυκύρρυτης θεϊκής μελωδίας του κλαρίνου του.

            Στο τέλος, το γεωσείστικο χειροκρότημα των Αρκάδων θεατών ήρθε με πάταγο, γιατί ο ενθουσιασμός είχε ξεπεράσει τις καμπυλογραμμένες κορφές τού βαθύσκιου Μαίναλου και σαν τον αϊτό πετούσε στα τρισμεσούρανα.

Πιστός λάτρης της δημοτικής μουσικής
Ηλίας Παναγιώτη Γιαννιάς (Μπαλκανάς)
Ζελιώτης
Φιλώ το χώμα σου λατρεμένο χωριό
Αθήνα,           4 Οκτωβρίου 2017

            Ευχαριστώ τον φίλο Αρκά Δημήτρη Γιαννακούρα, που δημοσίευσε το κείμενο στην Εφημερίδα «ΑΡΚΑΔΙΚΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ», για να το διαβάσουν όλοι οι ΑΡΚΑΔΕΣ, που ζουν, όπως λέει ο Όμηρος, μέχρι το «τέλσον αρούρης», δηλαδή μέχρι τα πέρατα της Γης.



Κλαρίνο σε ντό σαν του Κώτσικα που μας «πειράζει τις καρδιές μας».

4 σχόλια:

  1. Από: Σπύρος Κλουδάς

    Ηλία Καλημέρα,
    Για μια (ακόμη) φορά, "έγραψες". ΕΙΣΑΙ ΥΠΕΡΟΧΟΣ!!! Συνέχισε να μας γλυκαίνεις την ψυχή με ό,τι καταπιάνεσαι (και δεν είναι λίγα: από τον Θρύλο μέχρι κλασσική μουσική). ΜΠΡΑΒΟ!!
    Με αγάπη, Σπύρος


    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Από: Σεβαστή Μπούτου - Νέα Υόρκη

    Ηλία ,

    Τα κείμενά σου έχουν μεγάλη αξία , όχι μόνο γιατί χειρίζεσαι τον γραπτό λόγο άρτια αλλά και γιατί θα μπορούσαν να αποτελέσουν δείγμα γραφής για σχολές δημοσιογραφίας, σχολές συγκριτικής λογοτεχνίας και όχι μόνο. Δεν κατάφερα να σου τηλεφωνήσω γιατί έχουν προκύψει πολλά μικροπροβλήματα εδώ που είμαι, που όλα μαζί δημιουργούν έναν όγκο προβλημάτων. Σε ασπάζομαι. Η παντοτινή σου πιστή φίλη Σεβαστή

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αγαπητέ Ηλία,
    Έχετε γράψει ένα κείμενο γεμάτο λυρισμό, που μεταφέρει στον καθένα συναισθήματα, εικόνες και ήχους από την εκδήλωση των Αρκάδων, με τους οποίους ο Δημήτρης Κώτσικας έχει πολύχρονη συνεργασία!
    Σας ευχαριστώ και εκ μέρους του.
    Καλό βράδυ
    Ελευθερία Γκαρτζονίκα - Κώτσικα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Από Άντζελα Κυριακούλη

    Θείε μου κ παππού μας καλημέρα! Εξαιρετικό κείμενο!!! Αναφορές σε ανθρώπους που έπαιξαν, παίζουν κ θα παίζουν από τους μεγαλύτερους ρόλους στην ελληνική πραγματικότητα!! Αναφορές σε πατροπαράδοτα ελληνικά μουσικά όργανα αλλά κ περιοχές του τόπου μας, της Αρκαδίας!! Κείμενο πλούσιο κ γεμάτο εικόνες, ήχους αλλά κ συναισθήματα!! Εύγε!!!!! Συνέχισε έτσι, σε φιλώ, η ανηψιά σου Άντζελα κ οι εγγονές σου Βασιλική κ Σωτηρία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή