«Η ΦΑΜΕΓΙΑ» της Αντωνίας Ζεβόλη –
Νταουντάκη
ή
«Δυό μήνες με συντροφιά μου την Τόνια
Ζεβόλη».
Είμαστε πραγματικά περήφανοι οι
Απόφοιτοι του ΣΤ’ Γυμνασίου Αρρένων Αθηνών, γιατί στην «οικογένειά μας» ανήκει
και μια καταξιωμένη συγγραφέας. Όχι, βέβαια ότι είχαμε την ... τύχη τη δεκαετία
του ’60 να φιλοξενούμε στις τάξεις μας και ... μαθήτριες. Τα «μεικτά»
λειτούργησαν αργότερα. Όμως η αξιόλογη αυτή συγγραφέας είναι η Αντωνία Ζεβόλη –
Νταουντάκη, σύζυγος του συμμαθητή μας Δημήτρη Ζεβόλη.
Την Τόνια τη γνώρισα «τυχαία» στις 5
του Φλεβάρη στο «Άλικο» στου Ψυρρή, στη μάζωξη που κάναμε 80 νοματαίοι, για να
τιμήσουμε τον σεβαστό μας δάσκαλο Κώστα Γιαννημάρα. Και λέω «τυχαία», γιατί
πραγματικά το φλουρί της πίτας του 2017 ήταν ο κλήρος που είχε ορίσει η θεά
Λάχεση για μένα και το δώρο για τα «βρετίκια» ήταν το βιβλίο της Τόνιας Ζεβόλη
«Η Φαμέγια». Στην ολιγόλεπτη γνωριμία-συνομιλία μας αισθάνθηκα να δίνω πάλι
πτυχιακές εξετάσεις, όταν στο δεύτερο φύλλο του βιβλίου της μου έδειξε μια
φωτογραφία της εποχής «εκείνης» και με ρώτησε «τί βλέπω». Με δέος της απάντησα
ότι μπροστά σε ένα «πλινθόκτιστο φτωχικό» ένας άντρας και τρεις γυναίκες
έλαμπαν κυριολεκτικά με μιά λάμψη «ψυχικού πλούτου» που ακτινοβολούσε το βλέμμα
τους, όπως ατένιζαν το φωτογραφικό φακό, ντυμένες τόσο προσεκτικά και
καθισμένες γύρω από ένα τραπεζάκι στρωμένο μ’ ένα πάλλευκο, σαν αγνή ψυχή,
νεραϊδοκέντητο τρίχαπτο. Και κάτω το χώμα της αυλής.
Έτσι γνώρισα την Τόνια. Έτσι
πρωταντίκρισα τη Φαμέγια, την Ευτυχία απ’ τα Μαράλια της Κρήτης κι έτσι λάτρεψα
την Ευτυχία, γιατί μου θύμιζε την μάνα μου την Ελένη, απ’ τα Γιοκαρέϊκα κοντά
στην Τρίπολη. Στην αρχή με είχε επηρεάσει η γλυκιά μορφή που έχει βάλει η
συγγραφέας στο εξώφυλλο του βιβλίου της. Και μετά με συνεπήρε ο τρόπος γραφής
της, ο λόγος της. Που έρχεται να εισβάλλει θριαμβευτής στα τρίσβαθα της ψυχής
μας και σαν μητρική αγκαλιά να απαλύνει με το χάδι του κάθε μας κύτταρο που
έχει απομείνει ζωντανό στο σκληρό καθημερινό μας αγώνα για πίστη στην ζωή, για
ηθική, για λευτεριά. Η κυρία Ζεβόλη σμιλεύοντας με ιώβεια υπομονή το λόγο της,
σαν τον λαξευτή της πέτρας που κάνει το μάρμαρο να μιλάει, μας χαρίζει απλόχερα
το απαύγασμα των γνώσεών της και τον πλούτο της ψυχής της. Άλλοτε ο λόγος της
πλέκει τον ιστό μιας σιωπηλής δραπέτευσης απ’ τα Μαράλια στο φευγιό για την
Αθήνα, μέσα στο μαύρο σκοτάδι της νύχτας με μοναδικό φως τη στίλβη των άστρων,
καθώς ήθελε να προλάβει να φθάσει στον Κάντανο «πριν το ηλιοφίλημα στης
ροδαυγής την πάχνα». Και άλλοτε ο λόγος της στεντόρειος και ηρωικός τραντάζει
συθέμελα, σαν πεντοζάλης, την ελληνική γη, μιλώντας για εθνική συνέχεια και
λευτεριά στις σελίδες της που περιγράφει τον αγώνα κατά των Γερμανών ή τα
δραματικά χρόνια με το πυροκόχλασμα του εμφύλιου.