Το κείμενο που ακολουθεί είναι του Σοφού
μας Δασκάλου Κώστα Γιαννημάρα , ανάτυπο από την Εφημερίδα «Αρκαδικοί Ορίζοντες»
, όπου δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα.
Ηλίας Γιαννιάς
Απόφοιτος 1968
Η
πραγματική θέση του Ισοκράτη έναντι των ξένων
του
φιλόλογου Κων. Τρ. Γιαννημάρα
υπό
το πρίσμα φιλολογικής κριτικής.
Κάθε χρόνο αυτή την
εποχή, από 30ετίας γινόμαστε μάρτυρες ενός «εμφύλιου» λεκτικού πολέμου με
αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις που εκστομίζονται από πολιτικά και πνευματικά(!)
πρόσωπα όσον αφορά στον ορισμό ως σημαιοφόρων αλλοδαπών μαθητών στα σχολεία,
που γίνεται κατά την εορτή της Σημαίας στις 27 Οκτωβρίου.
Και γράφω από 30ετίας
διότι μέχρι τότε τα πράγματα έβαιναν ομαλά και σύμφωνα με την εθνική συνείδηση
και το εθνικό ένστικτο, όπως διαμορφώθηκαν από την Εθνική μας Ιστορία.
Κάποιες πρώιμες απόψεις
μεμονωμένων «προοδευτικών» αντιμετωπίστηκαν «εν τη γενέσει» τους με την
Γ1/1290/5-10-95 διευκρινιστική δ/γή του Υπουργείου Παιδείας, σύμφωνα με την
οποία: «Σημαιοφόροι παραστάτες Σημαίας σχολείων και καταθέτες στεφάνων
ορίζονται μόνον Έλληνες υπήκοοι».
Τέσσερα χρόνια
αργότερα, το 1999, «ξαναχτύπησαν» οι νεωτεριστές «προοδευτικοί» υποστηρίζοντας
το αντίθετο.
Το Υπουργείο Παιδείας
προβαίνει στην αντίκρουση με την Γ4/138/5-3-99 δ/γή, σύμφωνα με την οποία:
«Σημαιοφόροι, παραστάτες Σημαίας και καταθέτες στεφάνων δεν μπορούν να οριστούν
μαθητές ξένης υπηκοότητας και ξένης καταγωγής. Μπορούν όμως οι ξένης καταγωγής,
αν έχουν αποκτήσει την Ελληνική υπηκοότητα».
Δύο χρόνια αργότερα, το
2001, με την 3η επίθεση, οι νεωτεριστές πέτυχαν το σκοπό τους, με
την Γ1/219/13-3-01 διαταγή του Υπ. Παιδείας ορίστηκε: «Σημαιοφόρος, παραστάτες
και καταθέτες στεφάνων ορίζονται και αλλοδαποί μαθητές, που φοιτούν τουλάχιστον
δύο (2) χρόνια σε Ελληνικό σχολείο».
Έκτοτε αρχίζει ο
«εμφύλιος» δια λόγου πόλεμος, που γίνεται στα τηλεοπτικά κανάλια, στον Τύπο,
στα καφενεία, στους συλλόγους των εκπαιδευτικών και των γονέων, ακόμη και σε
επίσημες εκδηλώσεις από επίσημα άτομα με απόψεις εκ διαμέτρου αντίθετες και
πεισματώδεις.
Οι υποστηρικτές της
απόψεως υπέρ των αλλοδαπών μαθητών ταμπουρώνονται πίσω από ένα παρερμηνευμένο
απόσπασμα από τον «Πανηγυρικό» λόγο του Ισοκράτη, προβάλλοντάς το ως
αδιαμφισβήτητο ντοκουμέντο, προδίδοντας όμως ταυτόχρονα και την άγνοιά τους για
την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, που είναι η κυριότερη αιτία της διαστρέβλωσης
της ιστορικής αλήθειας.
Δεν θα αναφερθούμε στην
εν γένει Ελληνική Γραμματεία εν σχέσει με τη στάση του Ελληνισμού έναντι των
αλλοδαπών κατά την Αρχαιότητα, διότι θα εχρειάζετο πολύς χρόνος και πολύ
μελάνι. Θα επιχειρήσουμε όμως μια συνοπτική θεώρηση των απόψεων του εν λόγω
ρητοροδιδασκάλου Ισοκράτη σχετικά με το πολιτικό του ιδεώδες και τη στάση του
έναντι των εκτός του Ελληνισμού λαών.
Ο Ισοκράτης ήταν οπαδός
της θεωρίας της υπεροχής των Ελλήνων επί των βαρβάρων. Η ένωση όλων των Ελλήνων
εναντίον των βαρβάρων ήταν το πολιτικό ιδεώδες που τον ενέπνεε όλη του τη ζωή.
Οι λόγοι του είναι ταμείο νουθεσιών και συμβουλών προς τους Έλληνες να
ομονοήσουν, για να διαπρέψουν, προβάλλοντας συνεχώς το «όμαιμον» και το
«ομόφυλόν» τους.
Ήθελε κάποια ηγέτης
Ελληνική πόλη να αναλάβει αυτή την προσπάθεια της συνένωσης, και όταν αντελήφθη
ότι οι αξιολογότερες πόλεις Αθήνα, Σπάρτη, Θήβα δεν ήσαν σε θέση να ηγηθούν
μιας τέτοιας προσπάθειας, εστράφη προς τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας (πατέρα
του Μ. Αλεξάνδρου), τον οποίον έπεισε να πραγματοποιήσει την ένωση των
Πανελλήνων, για να τους στρέψει σε θρίαμβο εναντίον των βαρβάρων.
Έγραφε στις επιστολές
του προς αυτόν (το Φίλιππο) μεταξύ των άλλων: «…βαρβάρους δει ειλωτεύειν» (δηλ.
οι βάρβαροι πρέπει να είναι είλωτες) και «φημίχρήναι σε τους μεν Έλληνας
ευεργετείν, Μακεδόνων δε βασιλεύειν, των δε βαρβάρων ως πλείστων άρχειν».
Η Ελληνολατρεία του και
ιδιαίτερα η Αθηνολατρεία του φτάνει στο αποκορύφωμά της, όταν στον «περί
αντιδόσεως» λόγον του, απευθυνόμενος στους Αθηναίους λέει: «…διαφέρετε των
άλλων ανθρώπων τούτοις οίσπερ η φύσις η των ανθρώπων των άλλων ζώων και το
γένος των Ελλήνων των βαρβάρων».
Αυτή η λατρεία του προς
την Ελλάδα και ιδιαίτερα προς την Αθήνα τον ώθησε να ιδρύσει σχολή, στην οποία
εδίδασκε ρητορική και φιλοσοφία. Εκείνο που τον ενδιέφερε κυρίως ήταν η άσκηση
των μαθητών στην ορθή από γλωσσικής απόψεως έκφραση, διότι εθεωρούσε τη γλώσσα
ως το ύψιστο των ανθρωπίνων επιτευγμάτων και αγαθών. Γι’ αυτό και στα τριάντα
(30) έργα του (λόγους και επιστολές), που διεσώθηκαν, διακρίνεται η λεκτική
ακρίβεια και σαφήνεια και όχι ο εντυπωσιασμός με στομφώδεις και περίτεχνες
ποιητικές εκφράσεις, που θα οδηγούσαν σε παρερμηνείες.
Ο «Πανηγυρικός» του
λόγος, στον οποίο περιέχεται το επίμαχο απόσπασμα, αποτελεί το άκρον άωτον της
ρητορικής αλλά και γλωσσικής τελειότητος. Και τούτο, διότι τον προόριζε να
εκφωνηθεί από τον ίδιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 380π.Χ., χρειάστηκε δε για
την τελειοποίησή του, κατά την παράδοση, πάνω από δέκα (10) χρόνια, καθότι
εθήρευε τις κατάλληλες λέξεις, για να αποδοθούν με ακρίβεια τα νοήματα του
πολιτικού και πολιτιστικού μεγαλείου των Αθηνών.
Το απόσπασμα έχει ως
εξής: «Τοσούτον δ’ απολέλοιπεν η πόλις ημών περί το φρονείν και λέγειν τους
άλλους ανθρώπους, ώσθ’ οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασι και το
των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους, αλλά της διανοίας δοκείν είναι,
και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής
φύσεως μετέχοντας».
Επιχειρώντας να κάμουμε
φιλολογική προσέγγιση στο επίμαχο αυτό κείμενο, εστιάζουμε την προσοχή μας στις
λέξεις-κλειδιά που είναι δυνατόν να παρερμηνευτούν από μια επιπόλαιη θεώρηση. Οι
λέξεις αυτές είναι το πεποίηκε δοκείν είναι, καλείσθαι.
Το ποιώ (πεποίηκε) στην
Αρχαία Ελληνική σημαίνει: φέρω εις ύπαρξιν, κατασκευάζω, φτιάχνω. (Όπως στο
Σύμβολο της Πίστεώς μας: «Γεννηθέντα ου ποιηθέντα»).
Το δοκώ (δοκείν)
σημαίνει: νομίζω, έχω τη γνώμη, υποθέτω, φαντάζομαι, δηλ. σκέψη με υποκειμενικό
κύρος και όχι με καθολική αποδοχή.
Το καλείσθαι στερούμενο
ποιητικού αιτίου, ερμηνεύεται «κατά το δοκούν» ανάλογα με την αντίληψη του
καθενός. Λαμβανομένης όμως υπόψιν της στάσεως του Ισοκράτη έναντι των
αλλοδαπών, αποκλείεται να φιλοδωρεί εδώ αυτούς με Ελληνικότητα. «Έλληνες»
αυτοκαλούνται οι ξένοι, δηλ. καλούνται από μόνοι τους. (Σήμερα θα τους λέγαμε
Ελληνολιγούρηδες κατά το «Ευρωλιγούρηδες»).
Επομένως, η μετάφραση
έχει ως εξής:
«(Η Αθήνα) η πόλη μας
τόσο πολύ έχει ξεπεράσει (έχει υπερακοντίσει) ως προς την ορθή σκέψη
(φιλοσοφία) και τον έντεχνο λόγο άλλους ανθρώπους, ώστε οι μαθητές αυτής έχουν
γίνει διδάσκαλοι των άλλων, και το όνομα των Ελλήνων έχει πλάσει την εντύπωση
να φαίνεται ότι είναι όρος όχι πλέον της καταγωγής αλλά του καλλιεργημένου
πνεύματος, και να (από)καλούνται από μόνοι τους Έλληνες όχι τόσο όσοι ανήκουν
στην ίδια ομοεθνία, αλλά όσοι λαμβάνουν μόρφωση όμοια με τη δική μας».
Ο καθένας έχει το
δικαίωμα να λέει ό,τι θέλει προβάλλοντας δικές του πρωτότυπες απόψεις, δεν έχει
όμως το δικαίωμα να παρερμηνεύει και να αλλοιώνει απόψεις άλλων και μάλιστα
κολοσσών του πνεύματος καταξιωμένων από το χρόνο και την Ιστορία.
Όσον αφορά δε στη
Σημαία μας, το λάβαρο της Πίστεως και της Πατρίδος μας, που τόσο έχει
υποτιμηθεί τα τελευταία χρόνια από στόματα Ελλήνων(;) ακόμη ταγών, και όχι
απλών πολιτών, θα έλεγα ότι η στάση μας έναντι αυτής πρέπει να είναι άκρως
προσεκτική και σεβαστή. Δεν είναι ένα σκέτο «πανί», όπως ισχυρίζονται μερικοί
ανεγκέφαλοι, αλλά σύμβολο και εικόνα που ενσαρκώνει τους αγώνες του Έθνους και
τα μαρτύρια της Πίστεως, τις θυσίες και τα αίματα των Εθνομαρτύρων και Ιερομαρτύρων,
την πίστη, τις ελπίδες και τα όνειρα της Φυλής μας σε μια προαιώνια και
ατέρμονα ιστορική πορεία μοναδική στον κόσμο. Αυτή ήταν η ποδηγέτις των
Γενναίων της Πίνδου στις ημέρες μας.
Επομένως η θέση της
Σημαίας μας στις παρελάσεις των Σχολείων θα πρέπει να βρίσκεται στα χέρια των
Ελληνοπαίδων, στις φλέβες των οποίων ρέει επί αιώνες ατόφυο το ίδιο αίμα (τα
ίδια γονίδια, αν θέλετε) με εκείνο των προγόνων τους που χύθηκε στα πεδία των μαχών
για την υπεράσπισή της και την Ελευθερία ης Πατρίδος μας. Οι εννέα (9) άλλωστε,
ως γνωστόν, εναλλασσόμενες λωρίδες λευκού και κυανού χρώματος, αντιστοιχούν στα
εννέα (9) γράμματα της λέξης Ελευθερία.
Οι αλλοδαποί μαθητές ας
τιμώνται για την επιμέλειά τους κατ’ άλλον τρόπον, και αν θέλουν να παρελάσουν
με σημαία, ας βαστάζουν τη σημαία της πατρίδας τους με τα παράξενα εμβλήματα
λεόντων, γερακιών, αετών και άλλων αρπακτικών ζώων και πτηνών.
Και τώρα γεννάται η
απορία, γιατί τέτοια απαξίωση προς την Πατρίδα μας και τα Εθνικά μας σύμβολα;
Μήπως πραγματοποιείται εκείνος ο γνωστός μύθος, κατά τον οποίο παραπονέθηκαν
στο Θεό οι άλλες χώρες του Κόσμου γιατί Αυτός έδωσε τόσα καλά στην Ελλάδα
(πνεύμα, φύση) και τίποτε κακό. Και ο Θεός απάντησε: Πώς, έδωσα και κακό, έδωσα
μερικούς Έλληνες!
Αυτά γράφονται όχι από
σοβινιστική διάθεση του γράφοντος, όπως θα υπέθετε κάποιος, αλλά από πόνο ψυχής
και ενδόμυχη παρόρμηση διαμαρτυρίας μπροστά στην περιφρόνηση και τον ευτελισμό
του Εθνικού μας Συμβόλου «που μουρμουρίζει και μιλεί και τον Σταυρόν απλώνει
παντόγυρα στον όμορφο αέρα της ανδρείας…», της Σημαίας μας, που αγωνίζονται
μερικοί, φευ, «Έλληνες», να την παραδώσουν ως «άγιον τοις κυσί», ενώ δεν τους
ανήκει αποκλειστικά, αλλά ανήκει σους αιώνες και στις θυσίες των μαρτύρων της
Πίστεως και της Πατρίδος, που την έκαμαν «όμορφη, πλούσια, κι άπαρτη και
σεβαστή κι Αγία» κατά τον Εθνικό μας ποιητή.
Οκτώβριος 2019
σκέτη "αριστεία" ο κώστας ..όπισθεν ολοταχώς !!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι παρεμβάσεις του αγαπητού και σεβαστού μας καθηγητή είναι πάντα πολύ σημαντικές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίχε πάντα (και εξακολουθεί να διατηρεί) το χάρισμα, είτε προφορικά είτε γραπτά, να διατυπώνει τις απόψεις του με σοφία και χάρη, ένας συνδυασμός που συναντάται σπάνια.
Έτσι με ιδιαίτερη χαρά απόλαυσα και το σημερινό του άρθρο.
Ως προς το πρώτο σκέλος με βρίσκει απολύτως σύμφωνο, πως θα μπορούσε άλλωστε να συμβεί διαφορετικά, εφόσον η «κατοχή» του επιστημονικού του αντικειμένου είναι αδιαμφισβήτητη.
Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι παρόμοια άποψη (όχι με τόσο άρτιο επιστημονικά τρόπο) έχω υποστηρίξει κι εγώ από αυτή την ιστοσελίδα, στο παρελθόν ( δυστυχώς δεν θυμάμαι πότε, ίσως μπορεί να βοηθήσει ο διαχειριστής της) με αφορμή την άκριτη υιοθέτηση της εσφαλμένης άποψης από τον τότε – κατά τα λοιπά πολύ αξιόλογο – πρόεδρο αείμνηστο Κωστή Στεφανόπουλο.
Είχε παρασυρθεί, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία, από την επιπόλαιη ερμηνεία και χρήση της συγκεκριμένης φράσης, γεγονός που οφείλεται στο ότι την γνωρίζουμε απομονωμένη και δεν την εντάσσουμε στο κείμενο, συνολικά, από το οποίο προέρχεται.
Δεν θα ήταν άλλωστε δυνατό να συμβαίνει διαφορετικά εφόσον ο «Πανηγυρικός» γράφτηκε σε μια προσπάθεια να συστρατευθούν οι Έλληνες, σε μία εκστρατεία, κατά των βαρβάρων, υπό την αρχηγία των Αθηναίων.
Έτσι είναι λοιπόν και ο «Πανηγυρικός», δυστυχώς, δεν είναι ένα κείμενο που αποσκοπεί στην προσέγγιση, αλληλοκατανόηση και συνύπαρξη των λαών.
Λέω δυστυχώς, γιατί πολύ θα ήθελα να ισχύει εσφαλμένη ερμηνεία, όπως οι πολλοί την αποδέχονται και έτσι να την είχε διατυπώσει και ο Ισοκράτης.
Αυτή μου η διαπίστωση με οδηγεί στο δεύτερο σκέλος του κειμένου του αγαπητού καθηγητή μας, για το οποίο διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις.
«Φίλος μεν Πλάτων, φιλτάτη δ’ αλήθεια», έλεγε ο Αριστοτέλης, ο οποίος μερικές φορές διαφωνούσε με ιδέες του δασκάλου του, του Πλάτωνα και προς Θεού μη νομισθεί ότι θεωρώ τον εαυτό μου Αριστοτέλη, παρόλο ότι ο καθηγητής μας θα μπορούσε (τηρουμένων των αναλογιών) να θεωρηθεί Πλάτων.
Ειδικά αυτή η φράση
“…..θα πρέπει να βρίσκεται στα χέρια των Ελληνοπαίδων, στις φλέβες των οποίων ρέει επί αιώνες ατόφυο το ίδιο αίμα (τα ίδια γονίδια, αν θέλετε) με εκείνο των προγόνων τους ….”
αν δεν με τρομάζει, σίγουρα δεν με βρίσκει σύμφωνο.
Ώστε η ελληνικότητα είναι θέμα αιματολογικό;
Είμαστε Έλληνες γιατί παραμείναμε «αμόλυντοι» βιολογικά, στο διάβα των αιώνων;
Και όλοι αυτοί που στις χιλιετίες πέρασαν από εδώ, παρέμειναν και διασταυρώθηκαν βιολογικά με τους γηγενείς, καθόλου δεν επηρέασαν την «αιματολογική μας σύνθεση;»
Και αντίθετα αυτοί που αλλαξοπίστησαν, στη διάρκεια των αιώνων, παραμένουν Έλληνες εφόσον, παρόλα αυτά, έχουν αίμα ελληνικό;
Εάν ψάξατε στους σημερινούς Τούρκους, τουλάχιστον της περιοχής της Ανατολικής Θράκης και των παραλίων του Αιγαίου, να είσθε βέβαιοι ότι θα βρείτε, ίσως περισσότερο, «ελληνικό αίμα» από ό,τι στις δικές μας φλέβες.
Η προσπάθεια να προσεγγισθούν και να διαχωρισθούν οι λαοί βιολογικά είναι μια προσπάθεια η οποία μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες ατραπούς (βλ. παλαιότερα Φαλμεράϋερ, αλλά και μεταγενέστερα ναζί κ.λ.π.)
«Δεν κάνω ζωολογία, κάνω ιστορία. Δεν ξέρω τι είναι ανθρωπολογικά η ελληνική φυλή ή ο ελληνικός λαός ή το ελληνικό έθνος, είναι ανακατεμένα, όπως συμβαίνει με όλους τους ιστορικούς λαούς του κόσμου. Για το ότι υπάρχει, όμως, από παλιά, πολύ παλιά, ένας ελληνικός λαός που έχει συνείδηση της ενότητάς του και της διαφοράς του από τους άλλους λαούς, και έχει συνείδηση της ιδιαιτερότητάς του και της πολιτισμικής του συνέχειας, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία» λέει ο Νίκος Σβορώνος (Συνέντευξη στο περιοδικό Σύγχρονα θέματα, τεύχος 35-37, Δεκέμβριος 1988) και αποδέχομαι απόλυτα την παραπάνω θέση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα πρόσθετα ότι ο ελληνικός λαός επιβίωσε ακριβώς γιατί μπόρεσε (όπου και όσο) να αφομοιώσει πολιτιστικά όλους εκείνους τους λαούς με τους οποίους ήρθε σε επιμειξία.
Οι Έλληνες μεγαλούργησαν «με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών» όπως λέει και ο ποιητής και δημιούργησαν «καινούργιο κόσμο μέγα». Το κατόρθωσαν γιατί ήταν σίγουροι για την πολιτιστική τους υπεροχή και προσέγγισαν τους λαούς και συμβίωσαν με αυτούς χωρίς αίσθημα μειονεξίας ή αποκλεισμού.
Και εδώ έρχεται και το περίφημο θέμα της σημαίας.
Συμφωνώ απόλυτα με την άποψη του καθηγητή μας.
Ασφαλώς και πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο από αυτό του υλικού από το οποίο κατασκευάσθηκε.
Έχει ύψιστη συμβολική σημασία, όπως έχει και για κάθε άλλο λαό η σημαία του.
Όμως τι συμβαίνει όταν αυτή τη σημαία διεκδικεί και θέλει να κρατήσει ένα παιδί που έχει διακριθεί, αλλά συμβαίνει να είναι παιδί μεταναστών;
Είναι αυτό το γεγονός βλαπτικό και υποτιμά το εθνικό μας σύμβολο;
Κατά την άποψή μου συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Αυτό το παιδί, με ελεύθερη επιλογή, θεωρεί άκρως τιμητικό να κρατήσει μια άλλη σημαία, από αυτήν της πατρίδας του, ακριβώς γιατί την θεωρεί σύμβολο της δεύτερης –τουλάχιστον- πατρίδας του.
Εάν δεν αισθανόταν παρόμοια, απλώς δεν θα το έκανε (βλ. περίπτωση Σλούκα με το πανό στην Κωνσταντινούπολη).
Είμαστε μια χώρα με βαθύτατα, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και κυρίως βιολογικά προβλήματα.
Το τελευταίο είναι και το σοβαρότερο, είμαστε ένας λαός ο οποίος αυτή τη στιγμή βαδίζει προς τον βιολογικό του αφανισμό.
Αν με ένα θαύμα σταματούσε κάθε μεταναστευτική ροή στη χώρα μας και μέναμε μόνοι μας, πιστεύει κανείς ότι σε πενήντα έστω εκατό χρόνια θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε τον εθνικό μας χώρο αλώβητο από αυτούς που θα έρθουν απέξω να καταλάβουν την ερημωμένη Ελλάδα;
Σε τελευταία ανάλυση είναι περισσότερο Έλληνας ο «ελληνάρας» που χρησιμοποιεί Greeklish, ή ο υποψήφιος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που αγνοεί τη σημασία λέξεων όπως αρωγή και ευδοκίμηση (και αυτό πριν από τριάντα και πάνω χρόνια, σήμερα είναι χειρότερα τα πράγματα) από την Ζακλίν ντε Ρομιγύ ή τον ομότιμο, σήμερα, καθηγητή νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο, Πρόεδρο του Σικελικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών Βιντσέντζο Ρότολο (γνωστό για τις δόκιμες μεταφράσεις των Οδυσσέα Ελύτη, Γιάννη Ρίτσου, Νικηφόρου Βρεττάκου και άλλων ελλήνων ποιητών, τον οποίο έχω και την μεγάλη τύχη να γνωρίζω και προσωπικά και ξέρω πόσο Έλληνας αισθάνεται) και ένα σωρό άλλους που θα μπορούσα να απαριθμήσω ατελείωτα;
Εάν ζήταγαν αυτοί να κρατήσουν την σημαία μας (στην πραγματικότητα την κρατούν περισσότερο επάξια από ότι οποιοσδήποτε από εμάς) θα είχαμε αντίρρηση, ή μήπως η άρνησή μας αφορά τους εξ ανατολών προερχόμενους; Θα είχαμε αντίρρηση εάν αυτοί οι μαθητές ήταν Γερμανοί, Γάλλοι, Άγγλοι, προέρχονται δηλαδή από λαούς ως προς τους οποίους μας διακατέχει ένα απαράδεκτο αίσθημα μειονεξίας;
Δεν υποτιμώ καθόλου το μεταναστευτικό και τους κινδύνους που ενέχει, ακριβώς λόγω της ανικανότητάς μας να το διαχειρισθούμε επ ωφελεία μας.
Είναι βέβαιο ότι αν δεν μπορέσουμε να διαχειριστούμε το πρόβλημά μας με «ποικίλη δράση στοχαστικών προσαρμογών» εάν δεν κατορθώσουμε να αναδείξουμε την πολιτιστική μας ανωτερότητα (προϋπόθεση βέβαια να γνωρίζουμε αληθινά τον πολιτισμό μας, πράγμα για το οποίο πολύ αμφιβάλλω) και δεν πλησιάσουμε τους άλλους λαούς με αυτοπεποίθηση αλλά όχι αλαζονεία, τότε πραγματικά κινδυνεύουμε.
Δεν υπάρχουν λόγια για να σχολιάσω την τεκμηρίωση του σοφού καθηγητή μας και δέχομαι αρκετά από τα σχόλια του Δημήτρη διαφωνώντας κάθετα με το στιλ,αλλά και το ύφος του σπύρου κι ας γιορτάζει σήμερα
ΑπάντησηΔιαγραφή