Ηλία Π. Γιαννιά
ΣΚΕΨΕΙΣ, ΓΝΩΣΕΙΣ, ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΥΜΗΣΕΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ
ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΣΙΒΥΛΛΑ EXIT» ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ «ΦΑΝΗΣ ΧΗΝΑΣ».
Πάρτε τη... φραπεδιά σας, αράξτε αναπαυτικά στον καναπέ σας και διαβάστε. Δεν έχω γράψει ΚΡΙΤΙΚΗ. Ένα φιλικό κουβεντολόι θα κάνουμε αναμετάξυ μας. Θέλω στο διάβα της ανάγνωσής σας να μου μιλάτε, να μου απαντάτε. Κι εγώ θα πιάνω τις κουβέντες σας με τις κεραίες της ψυχής μου, μιας ψυχής που είναι τόσο ευαίσθητη, όπως λέει η αξιολάτρευτη φίλη Τόνια Ζεβόλη.
Με πρωτόφαντο δέος ψες βράδυ πέρασα μετά από χρόνια το κατώφλι του ΣΙΝΕ ΡΙΡΙΚΑ. Μια καδριοσφύχτρα συγκίνηση με συνεπήρε, στη θύμηση ταινιών που έβλεπα εκεί από παιδί. Θα’ταν τέλη της δεκαετίας του ’50 που είχα απολαύσει τον «Μιχαήλ Στρογγόφ» με τον Κουρτ Γιούργκενς (σαν να τη βλέπω τώρα, ξημερώματα Κυριακής 4-3-2018) ή τον «Κόκκινο Κουρσάρο» με τον Μπαρτ Λάγκαστερ. Φοβερές εκείνες οι ώρες με το βλέμμα στο λευκό πανί, αλλά αξέχαστα κι εκείνα τα διαλείμματα με τις προτροπές «Σάμαλι, παστέλι, κοκ» ή «Στραγάλια, φυστίκια, πασατέμπο, ορίστε» για αγορά απ’τους τεράστιους ξύλινους δίσκους ή τα... ακριβά μπουκάλια «Σινάλκο» μέσα στον μεταλλικό κουβά με τον θρυματισμένο πάγο. Και ένοιωσα σαν να μου πέταξαν ένα πιάτο θρυματισμένο πάγο ξαφνικά κατά πρόσωπο, όταν είδα μπροστά μου την επιγραφή: Δημοτικό Θέατρο Δάφνης «Φάνης Χηνάς» και σαν πυρίφλογο κατακόκκινο σεντόνι με τύλιξαν οι θύμησες του αλησμόνητου Φάνη Χηνά. Τον έβλεπα νοερά μπροστά μου να αποδεικνύει πόσο ΜΕΓΑΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ ήταν, όπως όταν μας έπαιζε ένα ψυχοπλακωτικό γεμάτο αγωνία θεατρικό μονόλογο σ’ένα πατάρι 2Χ3 σ’ενα κατάστημα της Δάφνης (ίσως στην οδό Αγίας Βαρβάρας, δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς, «ου γαρ έρχεται μόνον», α μπα! Δεν είπα τίποτα , εννοώ έρχεται με... παρέα). Όπως πλησιάζοντας το θεατράκι, ένοιωσα πόσο θεοευλογημένος ήμουν, όταν πριν πολλά χρόνια παρακολούθησα μέσα στην κατάμεστη αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών τη βραδυά την αφιερωμένη στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη σε ενορχήστρωση του Μίκη Θεοδωράκη. Τότε ο Φάνης Χηνάς ξεκίναγε με μια θεόσταλτη μελίρρυτη απαγγελία των στίχων τού ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ και στη συνέχεια ο ήχος από το πιάνο έδινε την ευκαιρία να τραγουδήσει η άλλοτε γλυκόηχη και άλλοτε στεντόρεια φωνή του αναμίλλητου, του απαράμιλλου, του χαλκόστομου Γρηγόρη Μπιθυκώτση χωρίς μικρόφωνο! Με έφερε στην 2018χρονη πραγματικότητα το τρίξιμο της πόρτας που άνοιξα για να μπω στο μικρό θεατράκι. Για να δω την παράσταση ΣΙΒΥΛΛΑ EXIT.
Ξέρουμε ότι οι Σίβυλλες ήταν γυναίκες που ενέπνεε ο Θεός Απόλλων ώστε να έχουν τη δύναμη να μαντεύουν τα μέλλοντα. Κατεβαίνοντας στο υπόγειο κουτούκι του θεάτρου, θυμήθηκα την τεράστια σπηλιά της Σίβυλλας που είχα επισκευθεί κάποτε στη Νάπολη της Ιταλίας απέναντι στον γεωσείστη Βεζούβιο. Κι εδώ, στο κουτούκι, πίστευα ότι θ’ακουγόταν ο Σιβύλλειος λόγος από δώδεκα Σιβυλλιστές ηθοποιούς άνδρες και γυναίκες και βέβαια ερασιτέχνες!!!
Εεεε, λοιπόν ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ περί ΨΕΥΤΕΣ!!!
Ναι, ‘μω το φελέκι μου, ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΠΕΡΙ ΨΕΥΤΕΣ!!!
Γιατί ενώ μας είπαν ότι θα δούμε μια απλή ερασιτεχνική παράσταση αποδείχτηκε ότι ήταν ... ΨΕΥΤΕΣ!!! Γιατί η θεόμουρλη αυτή παράσταση δεν ήταν ερασιτεχνική! Γιατί ήταν άψογη! Γιατί αν τη βλέπαμε καλοκαίρι στο Δελφινάριο θα αισθανόμαστε απ’τα συνεχή ακράτητα γέλια άπειρες γεωσεισμικές δονήσεις, που θα προκαλούσαν δυνατό κυματισμό στη διπλανή, ήρεμη, ουρανόφωτη θάλασσα του φαληρικού όρμου, με τα παιχνιδιάρικα χελιδονόψαρα. Γιατί μας... κούφανε!!! Γιατί μας τρέλλανε! Γιατί ήταν... Duracel! Γιατί επί δύο ώρες συνέχεια κάναμε... τραμπολίνο στα καθίσματα στο μικρό κουτούκι καθώς η κάθε ατάκα των ηθοποιών σαν βουκέντρα του ζευγά μάς τίναζε απ’τη θέση μας, μάς πετούσε ψηλά και πριν προλάβουμε να καθίσουμε μας έστελνε πάλι στα ύψη στο άκουσμα της επόμενης ατάκας. Γιατί το πανέξυπνο κείμενο των τριών συγγραφέων προκαλούσε... ΤΟ... ΓΕΛΙΟ!!! Οι τρεις συγγραφείς, Γιώργος Γιαννακόπουλος, Μάνος Φύτρος και Αντώνης Χαχλάκης μας πρόσφεραν ένα κείμενο που κυριαρχεί το φαιδρό, το ειρωνικό και το σαρκαστικό στοιχείο. Χωρίς έλεος κτυπούν την ευτράπελη και υποκριτική συμπεριφορά της ανώτερης τάξης και της πολιτικής νομενκλατούρας, κάνοντας το γέλιο να φθάνει στα χείλη αβίαστα. Αναδεικνύονται άριστοι πλαστουργοί χαρακτήρων στη γλαφυρή σύνθεση της πρωτότυπης κωμωδίας τους.
Αισθανθήκαμε ότι είχαν στηθεί πίσω από τρεις κλειδαρότρυπες και με κρυφή κάμερα κατέγραφαν τις απίθανες ιλαροτραγικές σκηνές που διαδραματίζονταν μέσα στο κουτούκι του Σωτήρη. Απόλυτα παραστατικά και τέλεια ρεαλιστικά αποτυπωμένα όσα κατέγραψαν οι τρεις πολυτάλαντοι συγγραφείς. Με απίθανα ευρήματα, φρέσκο ολοζώντανο λόγο και έξυπνο και πηγαίο διάλογο με ξεκαρδιστικές στιγμές φαιδρότητας και ελαφράδας. Ζωγράφισαν έντεχνα με το πινέλο της δεξιοτεχνίας τους έναν αξιοπρόσεκτο πίνακα με ένα φως απαστράπτον, ένα φως ιλαρόν που φωτίζει με ακτίνες χαράς τα σκοτεινά σημεία της κουρασμένης απ’την τύρβη της ζωής ψυχής τού ευαίσθητου θεατή. Τού θεατή που με το φανάρι τού Διογένη ψάχνει στις συννεφιασμένες μέρες μας τις αλήθειες της ζωής, με πηξίδα τη χαρά της καθημερινότητας.
Όλα σε ένα νεοελληνικό μικροαστικό κουτούκι. Εκεί που στιγμές -στιγμές βλέπουμε να κινείται ο ίδιος ο εαυτός μας. Εκεί που βλέπουμε την απελπισία να ζωγραφίζεται στο βλέμμα των δώδεκα ηθοποιών που σκέπτονται να μαζέψουν τα βαρέλια, το κρασί και τα τραγούδια τους και να φύγουν μετανάστες στην ξενιτειά. Γιατί εδώ ΑΛΛΟΙ ΒΑΡΑΝΕ ΤΟ ΣΚΟΠΟ κι εμείς χορεύουμε. ΑΛΛΟΙ ΚΡΑΤΑΝΕ ΤΟ ΔΥΑΚΙ στο σκαρί της πατρίδας μας κι εμείς τρέμουμε μη πνιγούμε τελικά πελαγοδρομώντας σ’ένα πέλαγος από φρεναπάτες και παραλογισμούς. Στους ήχους του πιάνου οι δώδεκα ηθοποιοί τραγουδώντας «Αχ Ελλάδα σ’αγαπώ» δείχνουν αποφασισμένοι να φύγουν μετανάστες. Ν’αφήσουν την άγια πατρίδα με τους παλιούς παιάνες, με τη φτώχεια και τη μιζέρια του σήμερα και να πάνε στα ξένα να διαπρέψουν εκεί και να τρανέψουν. Γιατί όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και η ξενιτεμένη στη Νέα Υόρκη φίλη ποιήτρια Σεβαστή Μπούτου στο ποίημά της «Οι δυο πατρίδες μου» (Α’ Βραβείο τής Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών).
«Η γη που εγεννήθηκα ηχεί
παιάνες και αχούς μες’στην ψυχή.
Εκείνη που εδιάλεξα πικρή
πουλιού φυγή, τ’αψήλου μ’ώθησε».
Όμως όπως λέει και ο σοφός μας δάσκαλος Κώστας Γιαννημάρας στο κείμενό του «Μετανάστευση και ξενιτειά»:
«Η Μετανάστευση για μια χώρα είναι ό,τι η αιμορραγία για το ανθρώπινο σώμα».
Όλα αυτά τα γνώριζε ο σκηνοθέτης της σκανδαλιστικής παράστασης Γιώργος Γιαννακόπουλος, που διαθέτοντας μια ολοφάνερη οξυδέρκεια, μπόρεσε να παρεισφρήσει χωρίς κόπο στην ανθρώπινη φύση του νεοέλληνα και να δώσει ζωντανές, στο κουτούκι του Σωτήρη τις διαφοροποιήσεις τού χαρακτήρα του, τα σφάλματα και τις παρεκτροπές του, σατιρίζοντάς τον σε μια κωμωδία λαμπρή και ολοζώντανη.
Χειρίστηκε τέλεια «Το ρετζίστρο του» ρυθμίζοντας ή αλλάζοντας ακόμα και τις ανάσες τού ηθοποιού, δίνοντάς του την ευχέρεια να εκφραστεί και να βγάλει στο φως τον δικό του εσωτερικό (κρυφό) κόσμο, σαν αποτέλεσμα μιας δικής του προσωπικής και πολύχρονης διαδικασίας.
Ακόμα και στην «άφωνη» παντομίμα έδωσε τη δυνατότητα στους ηθοποιούς «να βροντοφωνάξουν» τα αισθήματα, τα οράματα τα δικά τους ή τις προφητείες της Σίβυλλας σε μια σκηνική πανδαισία. Τα κομμάτια τής κωμωδίας διαδέχονταν το ένα το άλλο με ρυθμό καταιγιστικό. Τα ευρήματα ήταν πανέξυπνα, οι εικόνες γίνονταν ολόλαμπρες, στιγματισμένες από ένα πλήθος κωμικών στιγμών και το χιούμορ ξεχείλιζε από παντού.
Ποιός ήταν πρωταγωνιστής; Ο κάθε ηθοποιός χειριζόταν με ακρίβεια τον εκάστοτε ρόλο του. Αλλά πάντα ξεχώριζε ο Λεωνίδας Ξηνταβελώνης, τον οποίο θαυμάσαμε κυριολεκτικά στο ρόλο του παπά. Γιατί ο παπάς... άλλη τρέλλα!! Οι τρεις υπεύθυνοι του θεατρικού κειμένου σ’ένα κρεσέντο συγγραφικής δημιουργίας, πλαστούργησαν τον τύπο του παπά. Ο τύπος αυτός ευτύχησε να ενσαρκώνεται από έναν εξαίρετο χαρισματικό καλλιτέχνη που με άνετα και πειστικά εκφραστικά μέσα τον κράτησε ψηλά, σε περίοπτη θέση και ήταν η αιτία μιας διαρκούς θυμηδίας ή ενός ασυγκράτητου γέλιου.
Ο Λεωνίδας Ξηνταβελώνης κυριαρχεί πάνω στη σκηνή με τα πληθωρικά σωματικά και φωνητικά του προσόντα και τελικά ομολογώ ότι πρόκειται περί... ΚΛΕΦΤΗΣ!!! Ναι, ρε παιδιά, είναι ... ΚΛΕΦΤΗΣ. Έκλεψε την παράσταση! (Και μη προσπαθείς παπά να με κυνηγήσεις για να με κοπανήσεις με την ... ΑΓΙΑΣΤΟΥΡΑ σου. Δεν θα με φτάσεις! Με λένε ΓΙΑΝΝΙΑ και το 1821 ΓΙΑΝΝΙΑΣ σήμαινε ο γρήγορος στα πόδια). Και μη ρωτάτε πως την έκλεψε και που... την πήγε κοτζάμ παράσταση! Ήταν στο ρόλο του καταπληκτικός. ΗΤΑΝ ΟΥΑΟΥ! Απέδωσε με αλήθεια τις διάφορες φάσεις της θεατρικής του... «ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ» πάνω στη σκηνή. Και με μια στοναρισμένη εκφορά απ’τα ΙΕΡΑ του χείλη τού λόγου τού κειμένου (το οποίο κείμενο δεν είχε τον ΘΕΟ του!), χάρισε έναν ξεχωριστό κωμικό τύπο στους... ΠΙΣΤΟΥΣ του. Άρπαξε το ΘΕΟΠΑΛΑΒΟ κείμενο των συγγραφέων και μας άλλαξε την ΠΙΣΤΗ στα γέλια. Και στο τέλος προσπάθησε να συμμαζέψει τ’ασυμμάζευτα απ’το ΠΟΙΜΝΙΟ του. Η «ΚΑΤΗΧΗΣΗ και ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ» του ήταν άψογες. Όπως ήταν τέλειες και οι στιγμές με την εξομολόγηση των αμαρτωλών-σέξυ-κοριτσιών. Βέβαια ήταν τόσο αμαρτωλές που σίγουρα είχαν ακολουθήσει με τον στραβό τους δρόμο ΑΛΛΟΥ ΠΑΠΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ. Τότε ο δικός μας παπάς έδειχνε να καρφώνει λοξοβλεμματίζοντας την αντρική ματιά του στα κορίτσια, παρακαλώντας τον ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟ: «ΜΗ ΕΙΣΕΝΕΓΚΕΙΣ ΗΜΑΣ ΕΙΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΝ».
Μιά απίθανη ρολίστα ήταν και η Χριστίνα Νιώτη, με την τσίχλα να αναγκάζει το στόμα της να δουλεύει σαν πιστόνι σε παλιό σαραβαλάκι, πλασάροντας με το παίξιμό της μια ιδιάζουσα μινιατούρα μάγκισσας με χαρακτηριστικό θράσος και περισσό μπρίο.
Αλλά και η Γιούλη Ρωσσώνη, σαν δασκάλα, κράτησε φλεγματικά τα γκέμια των ατίθασων μαθητών της, βγάζοντας αέρα πολύπειρου μαέστρου που με την χρυσή του μπαγκέτα τούς καθοδηγούσε να ρολάρουν αλάνθαστα με τρομερή ταχύτητα σ’ένα αφηνιασμένου λόγου κείμενο, στο οποίο νιώθεις να συμμετέχεις ακούσια, καθώς η εγκληματικά ΚΑΚΙΣΤΗ λειτουργία της ΠΑΙΔΕΙΑΣ μας, απ’τα παλιά χρόνια μέχρι σήμερα, είναι ο καθρέπτης της κοινωνίας μας.
Το ίδιο αξιόλογοι ήταν και οι υπόλοιποι ηθοποιοί στους ρόλους τους. Θαυμάσιος ο Νίκος Μαυρόπουλος στο ρόλο του ληστή με το δίκην τριχάπτου αποκαλυπτικό καλσόν ή στο ζευγάρι των δύο... ανδρών που ετοιμάζονται για μεταξύ τους γάμο!!! Και βέβαια αεικίνητος στο ρόλο του κάμεραμαν, εκεί που μόνο σε συρματόσχινο δεν εσύρθηκε όπως «τρέχει» η κάμερα στα γήπεδα, για να πάρει ενσταντανέ από κάθε σημείο του καπηλιού μέσα στα όρια του οποίου διαδραματίζονταν επί δύωρο η... Σιβυλλιάδα.
Ξεχωριστός και ο Μάνος Φύτρος στην προσπάθειά του να επιπλεύσει στις φοβερές πλημμύρες, όπως αυτές οι καταστροφικές στην Μάντρα της Δυτικής Αττικής. Σαν ανευθυνουπεύθυνος δημόσιος υπάλληλος καθρεφτίζει το ελληνικό κράτος σε όλο του το μεγαλείο με τόσες κρίσεις και μνημόνια που καταντούν τον Έλληνα πολίτη μπαλάκι του πινγκ-πονγκ στην προσπάθειά του να λύσει τα προβλήματα τής καθημερινότητάς του.
Αξιόλογη και η Μαριαλένα Φύτρου στο ρόλο της γερμανίδας εργοδότριας με το σκληρό Μερκελ-ικό ύφος!!!
Και βέβαια μεγάλο μερίδιο απ’την πίτα της επιτυχίας ανήκει και στους δύο μουσικούς της παράστασης. Πρώτα στην Έφη Τσόγκα, που έπαιξε πιάνο. Εκείνο το παιδικό προσωπάκι έλαμψε μέσα στο μικρό κουτούκι και τα χέρια της μας χάρισαν μια μουσική πανδαισία γεμάτη μπρίο και μας πρόσφερε το μοτίβο που πάνω του βάδιζε το κάθε τραγούδι που τραγουδούσαν όλοι μαζί οι ηθοποιοί, προκαλώντας ένα πανηγύρι προς τέρψιν των τυχερών θεατών που οι μουσικές κύλικες τής μέθης τής ψυχής τους πλημμύριζαν από τις μελίρρυτες νότες του πιάνου, σε μια ηχοπλημμύρα από μελωδικούς αηδονολάλητους ήχους. Η Έφη Τσόγκα συνόδευε στο πιάνο της ακούραστα όλη τη διαδρομή τής Σίβυλλας μέχρι την άκρη τής σκηνής, γιατί με ανακούφιση είδαμε να σχίζεται κομμάτια η κάρτα που έγραφε το ΣίβυλλαEXIT. Οι ηθοποιοί δεν επέτρεψαν στη Σίβυλλα να περάσει το κατώφλι της εξόδου. Έμειναν κι αυτοί μαζί της στο ζεστό καπηλιό, στο φιλόξενο κουτούκι τού Σωτήρη, στη μητρική αγκαλιά τής πατρίδας, στη μοναδική Ελλάδα μας. Είχαν άλλωστε σημαδέψει την πεθυμιά τους αυτή βροντοφωνάζοντας απ’την αρχή τής παράστασης με στεντόρεια φωνή τα Σιβύλλεια λόγια τού τραγουδιού «Αχ Ελλάδα σ’αγαπώ». Κι έμειναν! Για να μην –στο φευγιό τους- εγκαταλείψουν τους γέροντες, τους γονείς τους, τα ιερά και τα όσια της φυλής τους. Για να μη λαχανιάζει η ψυχή τους στα ξένα!
Με κότινο ελιάς ας στεφανώσουμε και τον άλλο μουσικό, τον Πάνο Κλάδη, ο οποίος με την κιθάρα του άγγιξε μια χιλαστραφτολαμπυρίζουσα ερμηνευτική αριστεία, μας χάρισε στιγμές σαν το απαλοχάδι της μάννας στο νιογέννητο και μας χόρτασε μ’ένα θαυμάσιο μουσικό ταξίδι «μακρυά απ’ την τύρβη τής ζωής», αποκαλύπτοντας μια αξιολάτρευτη μουσική φυσιογνωμία. Πήρε την κιθάρα του, την εγλυκόσφιξε στην αγκαλιά του- μην ξεχνάμε ότι ο Segovia συνέκρινε το ηχείο τής κιθάρας με το γυναικείο σώμα- και την κράτησε στοργικά όπως κρατάμε ένα τραυματισμένο περιστεράκι που έπεσε απ’ τη φωλιά του. Σαν απαλοχάδι ερωτευμένου απλώθηκε ο γλυκύρρυτος ήχος του, ήχος απαλός, χαμηλός, που μου θύμιζε την ερώτηση τού Μηλιαρέση: «Δεν νομίζετε μαέστρο ότι η κιθάρα έχει λίγο ήχο;». Και η απάντηση του Segovia: «Έχει όσο τής χρειάζεται!». Γιατί ο ήχος τής κιθάρας είναι ο κλασσικός Ελληνικός μουσικός ήχος τού κάλλους, τού μέτρου και τής ισορροπίας. Κι αυτό το κάλλος τού ήχου τής κιθάρας τού Πάνου το ’παιρναν και οι τυχεροί θεατές τής παράστασης και συνόδευαν σιγομουρμουρίζοντας σαν πρωταλφαβητάρι τούς στίχους τών τραγουδιών, μεταλαβαίνοντας το ανάμα απ’ το μυρολουσμένο άγιο δισκοπότηρο τής θεϊκής μουσικής δημιουργίας τού κάθε συνθέτη. Και ο Πάνος έσφιγγε την ταστιέρα τής κιθάρας του με τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού, λες και νοερά ήθελε να στραγγίξει όλο το νέκταρ της χαράς απ’ τις καρδιές μας. Γι’αυτό, εύχομαι στον Πάνο σύντομα να θρονιαστεί στις ιμαλαϊκές πανυψηλοχιονισμένες, μελωδικοφορτωμένες κορφές τής μουσικής του καταξίωσης. Το αξίζει!!!
Άλλωστε ο Πάνος Κλάδης ήταν κι ένας άριστος χαρισματικός ηθοποιός είτε στις... σοβαρότητές του (σαν Πρόεδρος Κόμματος κλπ.) είτε στις... ιδιαιτερότητές του, τότε που μ’ένα ανεπανάληπτο μπρίο τίναζε το γέλιο και τη θυμηδία των θεατών στα τρισμεσούρανα. Και σίγουρα θα του έκανα αίτημα φιλίας στο facebook του, γιατί η αύρα του με επηρέασε στη δίωρη παρουσία του κοντά μας και τον ψυχολόγησα αστραπιαία στη δίλεπτη συνομιλία μας, όταν στο τέλος τού έδινα συγχαρητήρια και σίγουρα θα του έγραφα αν του πρόσφερα την πλακέτα της βραδυάς: «Μπράβο! Δεν είσαι καθόλου βεντέτα! Κρύβεις μέσα σου το ΚΑΛΟ ΠΑΙΔΙ! Προχώρα straight through».
Και πάμε στον Αντώνη Χαχλάκη. Ζωγράφισε στο χαρτί ένα απίθανο, ένα νεραϊδοκέντητο, ένα θεόμουρλο κείμενο που γοητεύει και τρελλαίνει. Αλλά έπαιξε και τους ρόλους του χαρίζοντας απλόχερα χαρακτηριστικές ξεκαρδιστικές στιγμές, όπως όταν μας τρέλλαινε με τα απίθανα τικ του στο ρόλο τού δημοσιογράφου, στη σκηνή με την συνέντευξη!
Και τώρα, ρε παιδιά- ΝΑΙ όπως το διαβάζετε, γιατί ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΞΗΝΤΑΟΧΤΑΧΡΟΝΑ ΠΑΙΔΙΑ- ας θυμηθούμε με νοσταλγία και σοβαρότητα τη ΜΑΝΝΑ τής Έφης Ζαμπέλη. Από κει ψηλά στα τρισμεσούρανα που συννεφοπερπατούσε συντροφιά με τους λευκοφορεμένους αγγέλους, στα κάτασπρα ντυμένη κι αυτή είδε τον γιό της τον Σωτήρη, τον κάπελα, να ξεσκίζει το πασαπόρτι «Σίβυλλα EXIT», άκουσε τον αναστάσιμο ήχο τού σκισίματος που πετάρισε ψηλά στον ουρανό κι αποφάσισε αργοπετώντας να κατέβει στη γη κοντά στον Σωτήρη της. Σ’ένα αργοσάλευτο –σαν της καλής νεράιδας- απόλυτα μουγκό πέρασμα της σκηνής, την ακούσαμε νοερά να λέει τόσα σοφά λόγια φιλτραρισμένα απ’το μητρικό της φίλτρο. Είπε τόσα πολλά σε μια ολόφωτη συμπαράσταση στον Σωτήρη της. Και μας φανέρωσε την περίσσεια χαρά που σαν φωτοστέφανο κύκλωσε το αγνό της πρόσωπο, καθώς είδε ότι η λαμπρή παρέα των δώδεκα παιδιών είχε παραμείνει στην Ελλάδα, δεν είχε ξενιτευτεί. Γιατί ‘ναι σκληρή η ξενιτειά!!! Γιατί, όπως λέει ο σοφός μας δάσκαλος Κώστας Γιαννημάρας στο κείμενό του «Μετανάστευση και ξενιτειά»: «Η Μετανάστευση για μια χώρα είναι ό,τι η αιμορραγία για το ανθρώπινο σώμα». Κι αυτό μας το «ΒΡΟΝΤΟΦΩΝΑΞΕ ΜΟΥΓΚΑ» η ΜΑΝΝΑ του Σωτήρη. Όμως ένα κράτος που για τους ασθενείς του –ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΟΥΤΕ ΓΑΖΕΣ ΣΤΑ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ ΤΟΥ, πως θέλει να σταματά έγκαιρα τις αιμορραγίες των πολιτών του;;; Γι’αυτό ΑΣ ΚΑΝΟΥΜΕ ΓΡΑΝΙΤΗ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ και ας είμαστε σίγουροι ότι τα λίγα Ελληνόπουλα που δεν ακούν τον Σωτήρη, που δεν ανέχονται την κατάσταση σωματικής, ψυχικής και πνευματικής κατατονίας που τους προσφέρει το 30% ανεργίας των νέων μας και φεύγουν για την ξενιτειά θα στεφθούν τελικά νικητές απ’το στεφάνι -ποίημα της Σεβαστής Μπούτου θα τρανέψουν, θα μεγαλουργήσουν, θα προκόψουν σαν Έλληνες στα ξένα και θα αναφωνήσουν με στεντόρεια φωνή ΓΥΡΝΩΝΤΑΣ ΠΑΛΙ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΕ ΤΗΣ ΛΑΧΤΑΡΑΣ Τ’ ΑΝΑΓΑΛΙΑΣΜΑ:
«Εκείνη που εδιάλεξα, πικρή πουλιού φυγή, τ’αψήλου μ’ώθησε».
Και να’μαι πια, ανεβασμένος πανάξια στον υψηλότερο θρόνο τής γης, στη γλυκειά μου Ελλάδα.
Αφήσαμε τελευταίο το κύριο πρόσωπο συτής τής απίθανα θεότρελλης παράστασης. Το ενσαρκώνει ο ανεπανάληπτος Σπύρος Τσίριμπας. Είναι επί δύο ώρες ο ακλόνητος στύλος απ’την κορυφή του οποίου κρέμονται οι δώδεκα πολύχρωμες λαμπροφωτισμένες λωρίδες που τις άκρες τους κρατούν οι δώδεκα θαυμάσιοι ηθοποιοί. Και ο Σωτήρης ο κάπελας στο μικρό καπηλιό, οδηγεί το απίθανο αυτό «θεατρικό γαϊτανάκι σ’ένα τρικούβερτο γλέντι μ’ένα ρυθμό εξωντωτικό. Η ευχέρεια στο λόγο του, η ευελιξία στις κινήσεις του και η ζωηρότητά του στοιχειοθετούν μια ιλαρότητα συνεχή και ανεξάντλητη. Έκανε χρήση της γνωστής σκηνικής του άνεσης, ευελιξίας και ντομπροσύνης, στοιχεία που πιστοποιούν τον χαρακτήρα του και επιστεγάζουν απόλυτα την καθημερηνότητά του. Ειδικά σαν παντόμιμος ήταν εκείνος που δίχως λόγια και αλλάζοντας νοερά πολλές μάσκες, αναπαράσταινε τα πάντα. Τύπους ανθρώπων, αισθήματα, οράματα, Σιβύλλειες προφητείες. Έδινε την εντύπωση ότι ενώ βρισκόταν στη σκηνή σαν κεντρικό πρόσωπο, απλά κυκλοφορούσε απόλυτα φυσικά μέσα στο σπίτι του.
Το πικ τού γέλιου το έδινε στην κωμικώτατη σκηνή του μπαλέτου, που σαν «κορυφαίος του χορού» μας ανάγκαζε να τον χαζεύουμε με δακρύβρεκτα –απ’τα πηγαία γέλια- μάτια και να λέμε: «Δώστε μου κι άλλα μάτια να τον χορτάσω». «Χαρίστε μου τις ουρές των παγωνιών με τους χιλιάδες οφθαλμούς για να θωρώ αχόρταγα το θεότρελλο μπαλετικό του κρεσέντο που θύμιζε τα θεοπάλαβα «σκέρτσα» του στα διαλείμματα τη δεκαετία του ’60, εκεί –Ζεύξιδος και Βουλιαγμένης- στην αγιοχώματη γωνιά του Σχολειού μας. Γιατί, μην έχετε αμφιβολίες! Πέρασαν 50plus χρόνια, αλλά ο Σπύρος ο Τσίριμπας εξακολουθεί να είναι στην ψυχή του ακόμα... παιδί! Ίσως λίγο πιο φιλοσοφημένο! Αλλά ήταν απίθανος και στα σοβαρά σκηνικά του περάσματα όταν φορώντας την ποδιά του κάπελα και κρατώντας την υγρή πετσέτα τής κουζίνας, είχε μια εκκωφαντικά βουβή έκφραση για να αποδώσει με την κίνηση του κορμιού του και της ματιάς του, τα ηθογραφικά νοήματα της σάτιρας των συγγραφέων ή πιο συχνά με το ψυχικό σθένος που κρύβει πάντα και με την τόλμη τής αστραπής του βλέμματός του την κοινωνικοπολιτική επικαιρότητα.
Ο Σπύρος Τσίριμπας στο τέλος απεκδύεται το κωμικό πανωφόρι του και καλύπτεται ολόκληρος μ’ένα δραματικό «Αισχύλειο» χιτώνα που τόσο πολύ είναι απαραίτητος σε επιθεωρησιακού τύπου παράσταση, για να εκφράσει μια δραματική εικόνα της καθημερινότητας. Και ήταν φοβερός στο παίξιμό του, στο τελευταίο μέρος, «στο κλου» της παράστασης.
Μου θύμησε ξαφνικά τον Στάθη Ψάλτη. Και το αναφέρω σαν κεράκι αναμμένο στη μνημη του αξέχαστου κωμικού. Γιατί και στον τίτλο γράφω «θύμησες» αναφερόμενος στον Φάνη Χηνά, στον Στάθη Ψάλτη και σε άλλους. Τότε λοιπόν, πρέπει να ήταν τέλος δεκαετίας του ’80 ή αρχές δεκαετίας του ’90 –έχω δει χιλιάδες παραστάσεις, πως να θυμάμαι ακριβώς;- παιζόταν στο «Δελφινάριο» μια ξεκαρδιστική επιθεώρηση και τα άφθονα, συνεχή, βροντερά γέλια ο μπάτης τα’παιρνε απ’τον μυχό της Καστέλλας και τα άπλωνε μέχρι τη Γλυφάδα. Από όλον όμως αυτόν το δίωρο καταιγισμό γέλιου και ευφορίας ψυχικής, έχω κρατήσει και κρύψει στα τρίσβαθα της ψυχής μου το φοβερό, ανεπανάληπτο, αξέχαστο, θεόσταλτο δωδεκάλεπτο του Στάθη Ψάλτη στο ρόλο της «Κυράς της Ρο». Από τις 11:00 μέχρι τις 11:12 πάνω στη σκηνή ήταν «η ίδια η Κυρά της Ρο». Ένας τρομερός Στάθης Ψάλτης έχοντας σκεπασμένο το ισχνό –πετσί και κόκαλο- σώμα του με ένα κοντό φουστανάκι από μαύρο τρίχαπτο και έχοντας σφιγμένο στο μικροσκοπικό του κεφάλι ένα μαύρο γυναίκειο μαντήλι έκανε όλους τους θεατές να κλαίνε ασταμάτητα επί 12 λεπτά. Ο λόγος του ηθοποιού, γεμάτος μελοδραματικό σπαραγμό τερέτιζε σαν μυδραλλιοβόλο! Και ανάγκαζε τα μεγάφωνα να απλώνουν στον αστρόφεγγο νυχτερινό αττικό ουρανό τα ηρωικά, τα λαμπρά, τα ξέχειλα από ιερό πατριωτισμό καυτά λόγια της αθάνατης Ελληνίδας γερόντισας, της Κυράς της Ρο. Όλη η Ελλάδα, εκείνα τα 12 λεπτά, αν την έβλεπε κανείς από δορυφόρο, πρέπει να ήταν ένα κομμάτι πάνω στην υδρόγειο που πυροκόχλαζε «εκκωφαντικά» απ’τα θεϊκά λόγια της Κυράς της Ρο. Λόγια που έβγαιναν μέσα απ’τα φυλλοκάρδια της και έκαναν όλους τους Έλληνες να κλαίνε.
Όπως έκανε όλους εμάς να κλαίμε, ο δικός μας ηθοποιός, ο δικός μας «Σωτήρης», ο δικός μας Σπύρος Τσίριμπας στο τέλος της παράστασης. Τότε που μ’ένα χλωμόθωρο πρόσωπο ξαφνιασμένος απ’την επανεμφάνιση της μάννας του στον πάνω κόσμο κι έχοντας τα γόνατά του λυγισμένα απ’την καρδιομεγγενοσφύχτρα συγκίνηση, στήθηκε με πόνο κατάχαμα στη μέση της σκηνής και έβγαλε τα εσώψυχά του, ψελίζοντας σαν μαυρομαντηλοδεμένο μοιρολόι τα τελευταία λόγια της παράστασης: «Θα’θελα να μη φόραγα τη λευκή ποδιά του Σωτήρη του κάπελα στο μικρό κουτούκι. Θα’θελα να είχα σπουδάσει γιατρός και να φόραγα τη λευή μπλούζα του γιατρού. Όμως η ζωή δε μας τα φέρνει πάντα βολικά. Ας είναι. Ο καθένας πρεπει να πολεμάει αγόγγιστα στο μετερίζι του, στις πολεμίστρες της καθημερινότητας που του έταξε η μοίρα».
Έτσι τέλειωσε ο Σπύρος την παράσταση. Κι έτσι άρχισε όλος ο κόσμος να κλαίει γεμάτος συγκίνηση.
ΜΕΓΑΛΕ ΦΙΛΕ ΣΠΥΡΟ...
Στο δικό μου κλάμα αισθάνθηκα την ανάγκη να σε ευχαριστήσω για τις δυό ώρες που με το παίξιμό σου με γέμισες λαμπρή ευωχία και χαρά. Αλλά και για το τελευταίο πεντάλεπτο να σου ομολογήσω –με ενοχές και τύψεις- ότι λυπάμαι αν –εις βάρος σου χωρίς να το θέλω- έτυχε να φοράω εγώ τόσα χρόνια τη λευκή μπλούζα του γιατρού, γιατί ΕΤΥΧΕ να γράψω στις εξετάσεις μια-δυο μονάδες παραπάνω. Σ’ΧΩΡΑ ΜΕ ΡΕ ΦΙΛΕ αν η Λάχεση, η μοίρα της διανομής, μού έδωσε αυτό που εσύ λαχταρούσες το 1968. Όμως, Σπύρο μου, φιλοσοφείς πιο σωστά από μένα και ξέρεις σίγουρα ότι αξία δεν έχει στη ζωή το τι φοράμε εξωτερικά, αλλά το τι κρύβουμε στο φυλλοκάρδι μας.
ΚΑΙ Σ’ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΕΙΣΑΙ ΘΕΟΣ!!!
Διάρκεια ανάγνωσης 32
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου