Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Γρηγόρης Αζαριάδης
(Αθήνα, 1951) είναι ο κατ’ εξοχήν έλληνας συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων
που έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τους σκανδιναβούς ομοτέχνους του. Είτε
το κάνει συνειδητά είτε το συγκεκριμένο αφηγηματικό στυλ του βγαίνει
ασυναίσθητα, ως αποτέλεσμα του πλήθους σκανδιναβικών βιβλίων που έχει διαβάσει,
είναι γεγονός πως στα βιβλία του παρατηρούνται πλείστα στοιχεία από αυτό το
λογοτεχνικό είδος που έχει βιομηχανοποιηθεί και έχει κατακτήσει τον κόσμο. Μπορεί
ο ίδιος να δηλώνει πως λατρεύει τη γαλλική σχολή, κυρίως τον Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ,
το κλασικό νουάρ, βασικά τον Ρέιμοντ Τσάντλερ, ή τον Γιάννη Μαρή και τον Πέτρο
Μάρκαρη, ωστόσο οι επιρροές του από τον Γιου Νέσμπο, τον Στιγκ Λάρσον και τον
Άρνε Νταλ, πολύ λιγότερο από το ζεύγος των Σουηδών Σγιεβάλ-Βαλέε, είναι
μεγάλες. Ήδη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χαρακτηρίζεται ως ο έλληνας Νέσμπο.
Στο πρόσφατο, το τέταρτο, αστυνομικό του μυθιστόρημα, το Σκοτεινός
λαβύρινθος ο καθένας μπορεί να ανιχνεύσει τα παραπάνω
στοιχεία. Προτού καν διαβάσει το περιεχόμενο του βιβλίου, ο αναγνώστης
εντυπωσιάζεται από τον όγκο του βιβλίου που φτάνει τις 500 σελίδες,
περισσότερες από εκείνες των προηγούμενων, και τείνει να μοιάσει μ’ εκείνα των
σκανδιναβών συγγραφέων. Η αρχή βεβαίως είναι σκανδιναβική. Βρισκόμαστε στον
Μάρτιο του 2015, σ’ ένα ιδιωτικό κέντρο αποκατάστασης, όπου νοσηλεύεται σε
άσχημη κατάσταση ένας ψηλός άντρας με γκρίζα μαλλιά και μια γυναίκα-επισκέπτριά
του διαβάζει το Κορίτσι με το τατουάζ του Λάρσον. Κι οι
δυο τους χωρίς όνομα και ιδιότητα. Στη συνέχεια, πάμε πίσω, στον Σεπτέμβριο του
2014, όταν ένας ψηλός και γυμνασμένος άντρας εκτελεί με πυροβόλο όπλο κάπου
στην Αττική μια ολόκληρη οικογένεια μαζί και το πεντάχρονο αγοράκι που φωνάζει
«Μαμά, μαμά. Πού είσαι;» Η σκηνή είναι άγρια, εντελώς σκανδιναβική: «Το αίμα
ρέει ακατάσχετα καλύπτοντας τα πάντα γύρω μ’ ένα αλλόκοσμο πορφυρό χρώμα […]
Παντού γύρω ακόμα. Μόνο αίμα. Κάτω από τους νεκρούς. Δίπλα τους. Στους πάγκους…
Ακόμα και πάνω στο τραπέζι».