ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

Ιστορικές θύμησες του κ. Κώστα Γιαννημάρα στους "ΑΡΚΑΔΙΚΟΥΣ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ"

    H ομιλία του καθηγητή μας κ. Κώστα Γιαννημάρα , με θέμα Μετανάστευση και Ξενιτειά - που δόθηκε πέρσι  16 Αυγούστου, στο Πνευματικό Κέντρο Νυμφασιωτών (Βυτίνα –Αρκαδίας) - δημοσιεύθηκε στους ΑΡΚΑΔΙΚΟΥΣ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ (Μάρτιος 2018).

    Ηλίας Γιαννιάς.





Μετανάστευση – Ξενιτειά, άλλοτε και τώρα.
Του εκ Νυμφασίας φιλολόγου Κώστα Τρ. Γιαννημάρα
Πρώην Προισταμένου Δ/νσης Μ.Ε. Αθηνών

     Στις ημέρες μας, το πρόσωπο της Γης φαίνεται ταραγμένο. Τα ακραία φυσικά φαινόμενα συναγωνίζεται ένα παγκόσμιο κοινωνικό φαινόμενο, με επίκεντρο την Ευρώπη, που είναι η βίαιη μετακίνηση λαών προβληματισμένων, φοβισμένων και ταλαιπωρημένων, λόγω πολεμικών συρράξεων, θρησκευτικών διενέξεων και οικονομικών δυσπραγιών, ωσάν να εγκυμονείται ένας πρωτόφαντος παγκόσμιος φυσικο - ιδεολογικός πόλεμος.
     Κρίναμε, γι’ αυτό, σκόπιμο να αναφερθούμε σ’ αυτό το κοινωνικό φαινόμενο, για το πώς παρουσιάζεται μέσα σε μια μακρόχρονη ιστορική διαδρομή και μεταλλάσσεται στις μέρες μας, που για την πατρίδα μας έχει ιδιαίτερη ζωτική σημασία.
     Και πρώτα να ορίσουμε τι είναι Μετανάστευση και τι Ξενιτειά.


     Μετανάστευση είναι η εγκατάλειψη του πατρίου εδάφους και η εγκατάσταση σε ξένο έδαφος, που γίνεται για διαφόρους λόγους. Αν θελήσουμε να κάνουμε μια παρομοίωση, θα λέγαμε ότι η Μετανάστευση για μια χώρα είναι ό,τι η αιμορραγία για το ανθρώπινο σώμα.
     Η εγκατάσταση σε ξένο τόπο συνεπάγεται την ξενιτειά, που διαμορφώνει αλλαγή τρόπου ζωής στον ξενιτευμένο, θετικόν ή αρνητικόν.
     Για τον Ελληνισμό η Μετανάστευση αποτελεί το πρώτο, μετά την πατρίδα, εμφανές στοιχείο του. Η ιστορική παράλληλη διαδρομή τρεισήμιση και πλέον χιλιάδων ετών, με την αρχή του να αναδύεται ανάμεσα από το μύθο και την ιστορία, μαρτυρεί ότι η Μετανάστευση για τον Ελληνισμό είναι η άλλη όψη του ιδίου νομίσματος, που είναι η βιοτή στην πατρίδα και η βιοτή σε ξένη γη, που συμβαδίζει με την ιστορική διαδρομή του Έθνους.
     Τα πρώτα μηνύματα έρχονται από τον 13ο π.χ. αιώνα, με την Αργοναυτική Εκστρατεία του Ιάσονα, που την οδήγησε από τη Θεσσαλία στην Κολχίδα του Πόντου και λίγο αργότερα από τον Τρωικό Πόλεμο.
     Ακολουθούν οι αποικίσεις από τον 11ο μέχρι τον 6ο π.χ. αιώνα, προς όλες τις κατευθύνσεις γύρω στη Μεσόγειο, από τον Εύξεινο Πόντο, μέχρι το Γιβραλτάρ και την Αίγυπτο.
     Στη νεώτερη εποχή ακολουθούν οι ηπειρωτικές μεταναστεύσεις, πρώτα σε ευρωπαικές χώρες και κατόπιν σε υπερατλαντικές, όπως σε Αμερική, Καναδά, Αυστραλία και πέραν αυτής.
     Είναι λοιπόν προαιώνια η ροπή του Έλληνα, να απλώνη τα φτερά και τη δράση του σε όλο τον κόσμο, πρώτα ως άποικος και μετά ως μετανάστης, κατά τη νεώτερη εποχή.
     Θέλοντας να εξηγήση αυτή τη ροπή του Έλληνα, η Αρχαία Ελληνική Σκέψη, δια στόματος του τραγικού Ευριπίδη, μας λέει : «άπας μεν αήρ αετώ περάσιμος, άπασα δε χθών ανδρί γενναίω πατρίς» δηλαδή, ο αετός πετάει σ’ όλον τον αέρα και του γενναίου ανθρώπου είν’ όλ’ η γη πατρίδα.
     Και ακόμη, δια στόματος του Δημοκρίτου: «ανδρί σοφώ πάσα γη βατή` ψυχής γαρ αγαθής πατρίς ο ξύμπας κόσμος» δηλαδή, ο σοφός άνθρωπος σ’ οποιονδήποτε τόπο ζη` γιατί της γενναίας ψυχής πατρίδα είναι όλος ο κόσμος.
    Το άγονο και ορεινό του εδάφους, με εξαίρεση τις λίγες καρποφόρες πεδιάδες και η έλλειψη γεωλογικών πλούτων, ήσαν οι κύριοι αρνητικοί παράγοντες, που γιγάντωσαν στον Έλληνα τη συνείδηση της φυγής, με την ελπίδα ότι θα βρη στα ξένα ό,τι εστερήθη στην πατρίδα του.   
     Τα χρόνια της δουλείας υπήρξαν σκληρά και γι’ αυτό χειροτέρευσε η κατάσταση. Κι ενώ, οι παραμένοντες στην πατρώα γη επότιζαν αυτήν με τα θερμά τους δάκρυα άλλοι, οι πλέον τολμηροί και ριψοκίνδυνοι, έπαιρναν τον πικρό δρόμο της εξορίας, χάριν της ελευθερίας. Και ο δρόμος αυτός οδηγούσε προς πάσαν κατεύθυνση, όχι όμως πέραν των ωκεανών. Οι κυριώτεροι τόποι εγκαταστάσεώς τους ήσαν η Ρωσσία, η Αυστρία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία προς Βορράν, η Κωνσταντινούπολη και ο Πόντος προς Ανατολάς,  η Αίγυπτος προς Νότον και η Βενετία προς Δυσμάς.
     Κι ενώ από της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή από τα μέσα του 15ου μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, το κύριο αίτιον ήταν πολιτικό, δηλαδή η αποφυγή της τουρκικής τυραννίδος, από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής αρχίζει μεταναστευτικό ρεύμα με νέες κατευθύνσεις υπερπόντιες, διαπερνώντας πελάγη και ωκεανούς, με τόπους προορισμού την Αμερική, τον Καναδά, την Αυστραλία και τη Νότια Αφρική, με κύριο αίτιο την οικονομική δυσχέρεια. Παράλληλα όμως με αυτό το νεώτερο ρεύμα Μεταναστεύσεως κινείται, ιδίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα μας, και η Ενδοευρωπαική Μετανάστευση, με το ίδιο αίτιο και με κύριες χώρες εγκαταστάσεως την Δυτική Γερμανία, το Βέλγιο, την Ιταλία, την Ελβετία, τη Γαλλία και την Αγγλία.


     Το μέγεθος των νεώτερων, δηλαδή από τα μέσα του περασμένου αιώνα  μεταναστευτικών ρευμάτων, δείχνουν ενδεικτικά οι πιο κάτω αριθμοί, που έχουν ληφθή από θεωρούμενες αξιόπιστες πηγές, όπως η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος. Το 1848, κατά τον Burgess, ένας (1) μόνον Έλληνας απεβιβάσθη στην Αμερική.
     Σύμφωνα με έκθεση Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων, (1906), η κίνηση Ελλήνων μεταναστών προς την Αμερική, από το 1869 μέχρι το 1903 έχει ως εξής:
εικοσιέξι χιλιάδες τριακόσιοι εξήντα ένας (26.361) άνδρες
και οκτακόσιες ογδόντα τέσσαρες (884) γυναίκες.     
     Στην δε απογραφή του 1900, που έγινε στην Αμερική, δήλωσαν ότι ήσαν Έλληνες 12.000, οι περισσότεροι των οποίων δήλωσαν ότι κατοικούσαν στην Πολιτεία του Illinois, με κέντρο το Chicago και οι λιγότεροι στην Carolina και στη Nevada.
     Σύμφωνα όμως με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, ο αριθμός των ομογενών μας, που είχαν τότε εγκατασταθή στην Αμερική, ήταν περίπου 20.000. Η ίδια Υπηρεσία πληροφορεί ότι :
Aπό το 1900 ως το 1921 μετανάστευσαν 402.538 Έλληνες (εκ των οποίων οι 383.993 στην Αμερική).
Από το 1922 ως το 1940 μετανάστευσαν 93.000  Έλληνες.
Από το 1946 ως το 1954 μετανάστευσαν 69.000  Έλληνες.
     Στις δεκαετίες του 1950 και 1960, που η Μετανάστευση έφτασε στο     αποκορύφωμά της, το λιμάνι του Πειραιά έγινε θέατρο του θρήνου, όπου διαδραματιζόταν η τραγωδία της νεώτερης Ελλάδος, που εδοκιμαζόταν η δύναμη της Ζωής και η δύναμη του Θανάτου` της Ζωής με την ελπίδα για ένα καλλίτερο μέλλον σε ξένους τόπους, του δε Θανάτου με τον κατακερματισμό των οικογενειών και τον πόνο της ερήμωσης και του μαρασμού του τόπου.
     Η ταλαντευόμενη ελπίδα των αναχωρούντων ανταγωνιζόταν τον ακατανίκητον πόνο του χωρισμού.
     Τα υπερωκεάνια πλοία «Πατρίς», «Βασίλισσα Φρειδερίκη» και «Ολυμπία», σαν μεταφορείς άγγελοι, μετέφεραν προβληματισμένες και φοβισμένες ψυχές σε άλλους κόσμους.
     Μια Ελλάδα μεταφυτευόταν σε ξένα κλίματα, σε ξένους πολιτισμούς, σε ξένα ήθη και έθιμα, σε ξένους ορίζοντες, σε ξένους ουρανούς, σε άγνωστους πολύχρωμους και πολύγλωσσους ανθρώπους.
     Γι’ αυτό, μύρια τα αρχικά προβλήματα προσαρμογής, όπως της επικοινωνίας, της συνεννόησης, της προσαρμογής στο βιομηχανικό περιβάλλον από το αγροτικό και της προσαρμογής στο πολιτιστικό περιβάλλον.
     Όμως μύρια και τα μέσα, που επινοεί ο Έλληνας μετανάστης για να τα αντιμετωπίση, σαν γνήσιος απόγονος του εφευρετικού Οδυσσέα.
     Έτσι, νικηφόρα βάδισε το δρόμο που του χάραξε η Μοίρα.
     Είναι ενδεικτικές της αξιοσύνης τους, οι εξής επαινετικές κριτικές προσωπικοτήτων διαφορετικών ηπείρων, που αφορούν τους Έλληνες μετανάστες στις χώρες τους.
     Έγραφε η διευθύντρια του «Συνδέσμου Προστασίας Μεταναστών» αμερικανίδα επιστήμων Γκραίης Άμποτ σε έκθεσή της, μετά από ειδική έρευνα για τους Έλληνες της Αμερικής :
«Η αφοσίωση των Ελλήνων στη γενέτειρά τους είναι ασφαλώς ένα πολύ επιθυμητό χαρακτηριστικό, το οποίον οι Αγγλοαμερικανοί θα έπρεπε να το εκτιμήσουν πολύ. Εξ άλλου, οι Έλληνες αποτελούν θετικό κεφάλαιο στην οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών. Έρχονται με τη διάθεση να κάμουν οιανδήποτε βαρείαν χειρωνακτικήν εργασίαν στην αρχή, αλλά δεν αφήνουν ανεκμετάλλευτη καμία ευκαιρία, η οποία θα επέτρεπε σ’ αυτούς να προοδεύσουν. Είναι δε ιδιαιτέρως επιδεκτικοί μαθήσεως. Διακρίνονται για την επιμέλεια και την ευφυία τους και για την ικανότητα να οργανώνουν τους συλλόγους τους. Πρέπει να τονισθή ότι οι Έλληνες, μολονότι είναι ιδιαιτέρως οικονόμοι και προσεκτικοί στη διαχείριση των εργασιών τους, είναι γενναιόδωροι, βοηθούν τους συμπατριώτες τους και συνεισφέρουν πλουσιοπάροχα στα φιλανθρωπικά ιδρύματα».
     Ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Θεόδωρος Ρούσβελτ σε λόγο του, που εξεφώνησε στις 22 Φεβρουαρίου 1910 για τους μετανάστες, είχε πει μεταξύ των άλλων:
 «Εμείς οι Αμερικανοί δίδομεν την κατάρα μας σε κάθε ξένο, που, ενώ έρχεται στη χώρα μας, για να βρη πόρον ζωής, στρέφει το βλέμμα του προς τα οπίσω, προς την γενέτειρά του, δίδομεν την κατάρα μας να πάθη ό,τι έπαθε η γυναίκα του Λωτ στα Σόδομα  και  Γόμορα.  
     Από  την  κατάρα  αυτή,  είμαι  της  γνώμης,  ότι  πρέπει  να εξαιρεθούν οι Έλληνες, οι οποίοι δικαιούνται, όχι μόνον να στρέφουν το βλέμμα τους προς τα εκεί, αλλά και να επιστρέφουν για να ζήσουν στον ένδοξο εκείνο τόπο της γεννήσεώς τους, όταν θέλουν και όσοι θέλουν να το κάμουν».
     Ο Αιγύπτιος Πρέσβυς στην Αθήνα Άντλυ Βέης Αντράος το 1950, αναφερόμενος σε άλλο μεγάλο τμήμα του αποδήμου Ελληνισμού της Αφρικανικής ηπείρου είχε πει, μεταξύ άλλων :
 «Όλοι οι Έλληνες εργάστηκαν με την καρδιά τους και κάθε φορά, που τους εδόθη η ευκαιρία απέδειξαν την ευγνωμοσύνη τους προς τη δεύτερη πατρίδα τους με κάτι απτό. Πλείστοι προσέφεραν πολυτίμους υπηρεσίας, όπως π.χ. ο Σακελλαρίδης, ο εφευρέτης του περίφημου βάμβακος με τη μακριά ίνα, που απετέλεσε τον πλούτο του Δέλτα της Αιγύπτου. Επίσης, η περίπτωση του ιατρού Λαγουδάκη που αυτοεμβολιάσθη με τον ορό της λέπρας, μόνο και μόνο για να παρακολουθήση αμεσώτερα το νόσημα και να βελτιώση τις υπάρχουσες μεθόδους θεραπείας, για την ανακούφιση των πασχόντων, αποτελεί σπάνιο παράδειγμα εθελοθυσίας, που έφτασε τα όρια του ηρωισμού».
     Αυτά είναι τα ελάχιστα από τα πολλά επαινετικά λόγια, που ειπώθηκαν κατά καιρούς για τους συμπατριώτες μας Μετανάστες.
     Ο χρόνος εδικαίωσε και τους κριτάς και τους κρινομένους.
     Πράγματι, ο Έλληνας μετανάστης αναγνωρίζει δύο πατρίδες, την πρώτη που τον εγέννησε και τη δεύτερη που τον ανέδειξε. Ακριβώς, όπως γράφει η γνωστή Ελληνίδα Ποιήτρια Σεβαστή Μπούρα- Μπούτου (Α’ Βραβείο Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών) στο ποίημά της «Οι δύο πατρίδες μου»:
«Η γη που εγεννήθηκα ηχεί
Παιάνες και αχούς μεσ’ στην ψυχή.
Εκείνη που εδιάλεξα, πικρή
Πουλιού φυγή, τ’ αψήλου μ’ ώθησε».
     Η πρώτη όμως, η γενέτειρα, του έχει αποσπάσει το μεγαλύτερο μέρος του συναισθηματικού του πλούτου. Προς αυτήν η νοσταλγία, η αγάπη, ο σεβασμός. Και τούτο φαίνεται από τις υπηρεσίες, που προσέφερε ο Απόδημος Ελληνισμός στην μητέρα πατρίδα. Κατά τους σκληρούς χρόνους της δουλείας τα ελληνικά σχολεία των παροικιών της Ευρώπης συνετέλεσαν σημαντικά στην αναγέννηση του Έθνους. Απόδημοι Έλληνες ήσαν αυτοί, που οργάνωσαν τη Φιλική Εταιρεία. Και μετά την αποκατάσταση του Ελληνικού Κράτους οι απόδημοι Έλληνες ήσαν οι εισηγηταί των προοδευτικών τάσεων στη χώρα μας, ώστε να σημειώση αυτή αξιόλογη ανάπτυξη και να υπερβάλη σε βαθμό πολιτισμού άλλα κράτη, που είχαν περισσότερα χρόνια ελεύθερου βίου. Στους ομογενείς του εξωτερικού οφείλεται εξ άλλου η εισροή μεταναστευτικού συναλλάγματος, το οποίον σε πολλές κρίσιμες στιγμές είχε και έχει τεραστία σημασία για την οικονομική ζωή της χώρας μας. Ακόμη, τα περισσότερα εκπολιτιστικά έργα, στάδια, βιβλιοθήκες, νοσοκομεία, σχολικά κτίρια, εκκλησίες, υδραγωγεία, ιδρύματα υποτροφιών και άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα οφείλονται σε δωρεές ομογενών του εξωτερικού.
     Στους αποδήμους οφείλονται επίσης όλα τα μεγαλεπήβολα έργα, που εξυπηρετούν και τιμούν ολόκληρο τον Ελληνισμό. Όλοι οι Έλληνες αισθανόμαστε υπερηφάνεια, διότι  ανήκουν   στη  φυλή  μας   τόσο  μεγάλοι   ανθρωπιστές   και   ευεργέτες,  όπως ο Γεώργιος Αβέρωφ, ο Σίνας, ο Βαλλιάνος, ο Ζάππας, ο Στουρνάρας, ο Βαρβάκης, ο Τοσίτσας, ο Μπενάκης, οι αδελφοί Σιβιτανίδες, ο Κοργιαλλένιος, ο Ανδρέας Συγγρός, ο οποίος άφησε με διαθήκη του στο Δημόσιο τα χρήματά του, με τα οποία έγιναν μεγάλα έργα, που φέρουν το όνομά του και ακόμη 360 σχολικά κτίρια, μεταξύ των οποίων το δημοτικό σχολείο Νυμφασίας και τα δημοτικά σχολεία Βυτίνας, Δημητσάνας και Τροπαίων.        
     Από τα πιο πάνω φαίνεται, ότι ο Ελληνισμός (Ελλαδικός και Απόδημος) είναι ενιαίος και αναπόσπαστος, σαν πελώριο δέντρο ριζωμένο σε τούτη την πέτρινη εσχατιά της Ευρώπης, με απλωμένα όμως τα κλωνάρια του σε όλα τα πλάτη και μήκη της Γης, από τη Σκανδιναβία μέχρι τη Νότια Αφρική κι από την Αμερικανική ήπειρο μέχρι την Άπω Ανατολή και την Αυστραλία.
     Εκεί ανθίζει και καρποφορεί.
     Εκεί, τα μυροβόλα άνθη του, οι Μετανάστες μας, ευωδιάζουν με το άρωμα της Ελληνικότητος όλη την Οικουμένη κι εκεί σπινθηρίζει το Ελληνικό Πνεύμα σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα : στην Επιστήμη, στην Τέχνη, στην Τεχνική, στην Οικονομία, στην Πολιτική.
     Οι επιτυχίες όμως στην ξένη γη δεν έγιναν οι λωτοί, που θα έκαναν τον Έλληνα μετανάστη ν’ αρνηθή τις ρίζες του και να λησμονήση τη γενέτειρα γη, τη γλυκειά και ένδοξη Ελληνική πατρίδα, με τις πλουσιώτερες και ωραιότερες φυσικές καλλονές, με τα υψηλότερα και πολυτιμότερα θεία δώρα, αλλά το «νόστιμον ήμαρ» δηλαδή, η ημέρα επανόδου σ’ αυτή κυριαρχεί σε κάθε του αναπνοή. Είναι ο καημός που τον καίει και η λαχτάρα των συγγενών, να δουν πάλι τον άνθρωπό τους.
     Πολλοί έγραψαν και πολλοί τραγούδησαν αυτούς τους καημούς και τις λαχτάρες. Θα ‘λεγε κανείς ότι το μελάνι πάει να ξεπεράση τα δάκρυα, που χύθηκαν απ’ αυτούς κι απ’ τον κόσμο, που τους περιβάλλει και τους αγαπάει. Και τούτο διότι, η ξενιτειά κινείται μεταξύ Ζωής και Θανάτου για τον Έλληνα.
     Τα τρία αυτά αποτελούν το τρίπτυχον του Ελληνισμού και μαζί με την Ελευθερία συνθέτουν το ιδιαίτερο νόημά του.
     Γι’ αυτό, η Ελληνική σκέψη επί αιώνες, πάνω σ’ αυτά εφιλοσόφησε, έκαμε Τέχνη, έκαμε Ποίηση και Τραγούδι.
     Τραγούδησε τη Ζωή, τις χαρές της Ζωής, το μάγεμά της, με τα τραγούδια της λεβεντιάς και της αγάπης.
     Τραγούδησε το Θάνατο, την πίκρα του Θανάτου, με λυρισμό και πάθος, με το μοιρολόγι.
     Τραγούδησε τέλος την ξενιτειά, με το ίδιο πάθος, γιατί θεωρήθηκε «ζωντανός χωρισμός, που παρηγοριά δεν έχει».
     Ο πόνος για τον αποχωρισμό, που δοκιμάζουν, τόσο ο αποδημών, όσο και οι απομένοντες στη γενέτειρα, καθώς επίσης οι θλίψεις και τα βάσανα, στα οποία υποβάλλεται ο ξενιτευόμενος, κυρίως κατά τα πρώτα βήματα της νέας του ζωής, ενέπνευσαν στον λαό παθητικώτατα τραγούδια, τα λεγόμενα «τραγούδια της ξενιτειάς». Σ’ αυτά, οι απομένοντες εκφράζουν τον πόνο τους, διότι αποχωρίζονται, για άγνωστο χρονικό διάστημα, το προσφιλές τους πρόσωπο, τις ανησυχίες τους για την εκεί τύχη του ή και την αγωνία τους, αν αυτός τους αφήση για πολύ καιρό χωρίς ειδήσεις, αγωνία που κορυφώνεται με την υποψία βαρειάς αρρώστιας και ενδεχομένου θανάτου.
      Ο αποδημών εξ άλλου, δίνει με το τραγούδι του διέξοδο στη λύπη του, όταν αφήνη γέροντες γονείς, τους οποίους πιθανόν να μην ξαναδή, καθώς και τα’ άλλα προσφιλή του πρόσωπα και στην ανησυχία του, διότι θα ριχθή σε μια άγνωστη ζωή, μόνος και άγνωστος μεταξύ αγνώστων, υποχρεωμένος να αντιμετωπίση μόνος του όλες τις ενδεχόμενες αντιξοότητες της ζωής και κυρίως τις αρρώστιες.    
     Τον βασανίζει και η αγωνία του θανάτου και ακόμη η λύπη, ότι θα ενταφιασθή σε ξένη γη, ότι θα τον σκεπάση ξένο χώμα.
     Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα απ’ αυτά τα τραγούδια, ενδεικτικά των συναισθημάτων που τα ενέπνευσαν :
«Την ξενιτειά, την ορφανιά, την πίκρα, την αγάπη, τα τέσσερα τα ζύγιασαν, βαρύτερα είν’ τα ξένα.
Ο ξένος εις την ξενιτειά, πρέπει να βάνη μαύρα, για να ταιριάζη η φορεσιά, με της καρδιάς τη λαύρα».
     Και η κρητική μαντινάδα πρόσθεσε:
«Ο ξένος μεσ’ στην ξενιτειά δεν πρέπει να πεθαίνη, γιατί το χώμα είν’ ακριβό κ’ η πλάκα του είναι ξένη».
     Να κι ένα τραγούδι του δραματικού αποχωρισμού παιδιού από τους γονείς και τους άλλους συγγενείς:
«Σ’ αφήνω γειά μανούλα μου, σ’ αφήνω γειά πατέρα, έχετε γειά αδέρφια μου και σεις ξαδερφοπούλες. Θα φύγω, θα ξενιτευθώ, θα πάω μακρυά στα ξένα. Θα φύγω μάνα και  θα ‘ρθώ και μην πολυλυπιέσαι. Από τα ξένα που βρεθώ, μηνύματα σου στέλνω, με τη δροσιά της Άνοιξης, την πάχνη του χειμώνα και με τ’ αστέρια τ’ ουρανού, τα ρόδα του Μαίου, θενά σου στέλνω πράμματα, π’ ουδέ τα συλλογιέσαι …
… Παιδί μου, πήγαινε στο καλό κι όλοι οι Άγιοι κοντά σου και της μάνας σου η ευχή, να ‘ναι για φυλαχτό σου, να μη σε πιάνη βάσκαμα και το κακό το μάτι. Θυμήσου με, παιδάκι μου κ’ εμέ και τα παιδιά μου, μη σε πλανέψη η ξενιτειά και μας αλησμονήσης…
… Κάλλιο μανούλα μου γλυκειά, κάλλιο να σκάσω πρώτα, παρά να μη σας θυμηθώ στα έρημα τα ξένα».
     Κι ένα απόσπασμα για την ενδεχόμενη αρρώστια του ξενιτεμένου :
«Παρακαλώ σε, Κύριε και προσκυνώ σε, Θέ μου, του ξένου δός του ξενιτειά κι αρρώστια μη του δίνεις, τι αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια, θέλει τη μάνα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι, θέλει και το καλό παιδί, κρύο νερό να φέρνη».
     Σχετικό είναι κι ένα Δημητσανίτικο, που σώζεται στο Λαογραφικό Αρχείο και παρουσιάζει τον ξενιτεμένο να λέη :
«Παρακαλώ την Παναγιά, αρρώστια μη μου δώση, τι αρρώστια θέλει πάπλωμα, θέλει μαξιλαράκια, θέλει μανούλας γόνατα και αδελφών αγκάλες».
     Η θλίψη επίσης των οικείων τού ξενιτεμένου φαίνεται ζωγραφισμένη στα πιο κάτω αποσπάσματα (τραγουδιών) :
«Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο, η ξενιτειά σε χαίρεται και εγώ ‘χω τον καυμό σου. Τι να σου στείλω ξένε μου, τι να σου προβοδήσω; Μήλο αν σου στείλω σέπεται, τριαντάφυλλο μαδιέται, σταφύλι ξερογιάζεται, κυδώνι μαραγκιάζει. Να στείλω με τα δάκρυα μου μαντήλι μουσκεμένο, τα δάκρυά μου ‘ναι καυτερά και καίνε το μαντήλι».
«Ξενιτεμένο μου πουλί, επήρα τη γραφή σου, στον κόρφο μου την έβαλα κ’ είπα : καρδιά δροσίσου.
Ανάθεμα στους μαραγκούς, που κάνουν τα καράβια και πάν’ και ξενιτεύονται όμορφα παλληκάρια.    
Το χωρισμό σου ζύγιασα, με τα βουνά του κόσμου, βαρύτερος μου φάνηκε ο χωρισμός σου φως μου».
     Όταν όμως πρόκειται για την επιστροφή, τον ερχομό τού ξενιτεμένου στην πατρίδα, τότε τη θλίψη διαδέχεται η χαρά και το κλάμα ο πανηγυρισμός :
«Ροδίζει η ανατολή και ξημερώνει η δύση, γλυκοχαράζουν τα βουνά, ο Ήλιος ανατέλλει».
     Όλα είναι φωτεινά και χαρούμενα.
     Ασφαλώς, μας προκαλεί αισθήματα μελαγχολίας, όταν επισκεπτόμαστε τα χωριά, ιδίως το χειμώνα, όπου μαζί με τη χειμερία νάρκη, αντιμετωπίζουμε και την παγερότητα, από την απουσία ανθρώπων.
         Φανταστήτε, πώς θα ήταν τα χωριά μας αν, σαν θαύμα, επέστρεφαν εδώ, για λίγο, όλοι οι ξενιτεμένοι συμπατριώτες μας, για να γεμίσουν τα σπίτια με ζωή, τους δρόμους με βήματα νεότητος, την πλατεία με συγκίνηση, που προκαλεί το αντάμωμα αγαπημένων προσώπων, την Εκκλησία με ευσέβεια και κατάνυξη και το Σχολείο με παιδικές ανάσες και χαρούμενες φωνές, τιτιβίσματα ελπιδοφόρα του Μέλλοντος.
          Η πατρίδα μας είναι μικρή σε εδαφική έκταση και πτωχή σε υλικό πλούτο, όμως με μεγάλη καρδιά ανθρωπιάς δέχεται και προτείνει χείρα βοηθείας στους εξαθλιωμένους και κατατρυχομένους ξένους επισκέπτες, δείγμα της προαιώνιας αρετής της φυλής μας, όπως μαρτυρείται μέσα από την μακραίωνα ιστορική διαδρομή της, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαικές χώρες, που όρθωσαν τείχη απανθρωπιάς και αποκρούσεως κάθε ευγενούς χειρονομίας.     
     Είπα προαιώνια αρετή της φυλής, όσον αφορά τη φιλοξενία, πράγμα που μαρτυρούν οι διαχρονικές μαρτυρίες συγγραφέων παλαιών εποχών.
          Για να θυμηθούμε και τι έγινε πρόσφατα στη Λέσβο και σε άλλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όπου οικογένειες των νησιών αυτών έπαιρναν στα σπίτια τους ταλαιπωρημένους και κατατρεγμένους ξένους μετανάστες – πρόσφυγες, για να τους περιθάλψουν.
     Ήταν συγκλονιστικό το περιστατικό, όπου μια γυναίκα της Λέσβου, πήρε στην αγκαλιά της ένα βρέφος έρημο, που είχε χάσει τους γονείς του στη θάλασσα και με μητρική στοργή το θήλαζε! Σκηνή βγαλμένη από τα άδυτα του Αθάνατου Ελληνικού Ανθρωπισμού!
     Αυτό είναι το μεγαλείο της Φυλής μας, την οποίαν μερικοί ισχυροί της γης, με απάνθρωπα ένστικτα, βάλθηκαν να εξαφανίσουν.
     Αυτά, όσον αφορά τη Μετανάστευση.
     Ο τόπος της Ξενιτειάς, φυσικά, παραμένει αμετακίνητος` άλλαξαν όμως οι συνθήκες, που προκαλούσαν την αγωνία και τον ψυχικό πόνο για τους ξενιτευμένους. Τα καταπληκτικά επιτεύγματα της επιστημονικής τεχνολογίας και κυρίως της επικοινωνίας και της συγκοινωνίας απαλύνουν και μετριάζουν την αγωνία και τον πόνο της Ξενιτειάς` καταργήθηκαν οι αποστάσεις, με τα μέσα επικοινωνίας και συντομεύτηκαν, με εκείνα της συγκοινωνίας.
     Σε δευτερόλεπτα είναι δυνατή η επικοινωνία, με οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, όχι μόνο ηχητικά, αλλά και οπτικά.
     Δεν απαιτούνται πλέον μήνες ή εβδομάδες, αλλά ώρες για τη μετάβαση, από τη μια άκρη της Γης στην άλλη.  
     Εμίκρυνε η Γη, που μοιάζει με παγκόσμιο χωριό. Πυκνώθηκαν τα μηνύματα και οι επισκέψεις στην πατρίδα, αφού οι αποστάσεις μοιάζουν να είναι δρόμοι μιας πόλεως,
   Στο μέλλον διαφαίνεται, ότι ο πόνος της Ξενιτειάς θα αποτελή μακρυνή ανάμνηση του παρελθόντος.
     Το ευχόμαστε και το ελπίζουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου