Ηλία Π. Γιαννιά
Πάρτε
τη... φραπεδιά σας, αράξτε αναπαυτικά στον καναπέ σας και διαβάστε. Δεν έχω
γράψει ΚΡΙΤΙΚΗ. Ένα φιλικό κουβεντολόι θα κάνουμε αναμετάξυ μας. Θέλω στο διάβα
της ανάγνωσής σας να μου μιλάτε, να μου απαντάτε. Κι εγώ θα πιάνω τις κουβέντες
σας με τις κεραίες της ψυχής μου, μιας ψυχής που είναι τόσο ευαίσθητη, όπως
λέει η αξιολάτρευτη φίλη Τόνια Ζεβόλη.
Με
πρωτόφαντο δέος ψες βράδυ πέρασα μετά από χρόνια το κατώφλι του ΣΙΝΕ ΡΙΡΙΚΑ.
Μια καδριοσφύχτρα συγκίνηση με συνεπήρε, στη θύμηση ταινιών που έβλεπα εκεί από
παιδί. Θα’ταν τέλη της δεκαετίας του ’50 που είχα απολαύσει τον «Μιχαήλ
Στρογγόφ» με τον Κουρτ Γιούργκενς (σαν να τη βλέπω τώρα, ξημερώματα Κυριακής
4-3-2018) ή τον «Κόκκινο Κουρσάρο» με τον Μπαρτ Λάγκαστερ. Φοβερές εκείνες οι
ώρες με το βλέμμα στο λευκό πανί, αλλά αξέχαστα κι εκείνα τα διαλείμματα με τις
προτροπές «Σάμαλι, παστέλι, κοκ» ή «Στραγάλια, φυστίκια, πασατέμπο, ορίστε» για
αγορά απ’τους τεράστιους ξύλινους δίσκους ή τα... ακριβά μπουκάλια «Σινάλκο»
μέσα στον μεταλλικό κουβά με τον θρυματισμένο πάγο. Και ένοιωσα σαν να μου
πέταξαν ένα πιάτο θρυματισμένο πάγο ξαφνικά κατά πρόσωπο, όταν είδα μπροστά μου
την επιγραφή: Δημοτικό Θέατρο Δάφνης «Φάνης Χηνάς» και σαν πυρίφλογο
κατακόκκινο σεντόνι με τύλιξαν οι θύμησες του αλησμόνητου Φάνη Χηνά. Τον έβλεπα
νοερά μπροστά μου να αποδεικνύει πόσο ΜΕΓΑΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ ήταν, όπως όταν μας έπαιζε
ένα ψυχοπλακωτικό γεμάτο αγωνία θεατρικό μονόλογο σ’ένα πατάρι 2Χ3 σ’ενα
κατάστημα της Δάφνης (ίσως στην οδό Αγίας Βαρβάρας, δεν μπορώ να θυμηθώ
ακριβώς, «ου γαρ έρχεται μόνον», α μπα! Δεν είπα τίποτα , εννοώ έρχεται με...
παρέα). Όπως πλησιάζοντας το θεατράκι, ένοιωσα πόσο θεοευλογημένος ήμουν, όταν
πριν πολλά χρόνια παρακολούθησα μέσα στην κατάμεστη αίθουσα τελετών του
Πανεπιστημίου Αθηνών τη βραδυά την αφιερωμένη στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη σε
ενορχήστρωση του Μίκη Θεοδωράκη. Τότε ο Φάνης Χηνάς ξεκίναγε με μια θεόσταλτη
μελίρρυτη απαγγελία των στίχων τού ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ και στη συνέχεια ο ήχος από το
πιάνο έδινε την ευκαιρία να τραγουδήσει η άλλοτε γλυκόηχη και άλλοτε στεντόρεια
φωνή του αναμίλλητου, του απαράμιλλου, του χαλκόστομου Γρηγόρη Μπιθυκώτση χωρίς
μικρόφωνο! Με έφερε στην 2018χρονη πραγματικότητα το τρίξιμο της πόρτας που
άνοιξα για να μπω στο μικρό θεατράκι. Για να δω την παράσταση ΣΙΒΥΛΛΑ EXIT.
Ξέρουμε
ότι οι Σίβυλλες ήταν γυναίκες που ενέπνεε ο Θεός Απόλλων ώστε να έχουν τη
δύναμη να μαντεύουν τα μέλλοντα. Κατεβαίνοντας στο υπόγειο κουτούκι του
θεάτρου, θυμήθηκα την τεράστια σπηλιά της Σίβυλλας που είχα επισκευθεί κάποτε
στη Νάπολη της Ιταλίας απέναντι στον γεωσείστη Βεζούβιο. Κι εδώ, στο κουτούκι,
πίστευα ότι θ’ακουγόταν ο Σιβύλλειος λόγος από δώδεκα Σιβυλλιστές ηθοποιούς
άνδρες και γυναίκες και βέβαια ερασιτέχνες!!!
Εεεε,
λοιπόν ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ περί ΨΕΥΤΕΣ!!!
Ναι, ‘μω το φελέκι μου, ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ
ΠΕΡΙ ΨΕΥΤΕΣ!!!
Γιατί ενώ μας είπαν ότι θα δούμε
μια απλή ερασιτεχνική παράσταση αποδείχτηκε ότι ήταν ... ΨΕΥΤΕΣ!!! Γιατί η
θεόμουρλη αυτή παράσταση δεν ήταν ερασιτεχνική! Γιατί ήταν άψογη! Γιατί αν τη
βλέπαμε καλοκαίρι στο Δελφινάριο θα αισθανόμαστε απ’τα συνεχή ακράτητα γέλια
άπειρες γεωσεισμικές δονήσεις, που θα προκαλούσαν δυνατό κυματισμό στη διπλανή,
ήρεμη, ουρανόφωτη θάλασσα του φαληρικού όρμου, με τα παιχνιδιάρικα
χελιδονόψαρα. Γιατί μας... κούφανε!!! Γιατί μας τρέλλανε! Γιατί ήταν... Duracel! Γιατί επί δύο
ώρες συνέχεια κάναμε... τραμπολίνο στα καθίσματα στο μικρό κουτούκι καθώς η
κάθε ατάκα των ηθοποιών σαν βουκέντρα του ζευγά μάς τίναζε απ’τη θέση μας, μάς
πετούσε ψηλά και πριν προλάβουμε να καθίσουμε μας έστελνε πάλι στα ύψη στο
άκουσμα της επόμενης ατάκας. Γιατί το πανέξυπνο κείμενο των τριών συγγραφέων
προκαλούσε... ΤΟ... ΓΕΛΙΟ!!! Οι τρεις συγγραφείς, Γιώργος Γιαννακόπουλος, Μάνος
Φύτρος και Αντώνης Χαχλάκης μας πρόσφεραν ένα κείμενο που κυριαρχεί το φαιδρό,
το ειρωνικό και το σαρκαστικό στοιχείο. Χωρίς έλεος κτυπούν την ευτράπελη και
υποκριτική συμπεριφορά της ανώτερης τάξης και της πολιτικής νομενκλατούρας,
κάνοντας το γέλιο να φθάνει στα χείλη αβίαστα. Αναδεικνύονται άριστοι
πλαστουργοί χαρακτήρων στη γλαφυρή σύνθεση της πρωτότυπης κωμωδίας τους.
Αισθανθήκαμε ότι
είχαν στηθεί πίσω από τρεις κλειδαρότρυπες και με κρυφή κάμερα κατέγραφαν τις
απίθανες ιλαροτραγικές σκηνές που διαδραματίζονταν μέσα στο κουτούκι του
Σωτήρη. Απόλυτα παραστατικά και τέλεια ρεαλιστικά αποτυπωμένα όσα κατέγραψαν οι
τρεις πολυτάλαντοι συγγραφείς. Με απίθανα ευρήματα, φρέσκο ολοζώντανο λόγο και
έξυπνο και πηγαίο διάλογο με ξεκαρδιστικές στιγμές φαιδρότητας και ελαφράδας. Ζωγράφισαν έντεχνα με το πινέλο της
δεξιοτεχνίας τους έναν αξιοπρόσεκτο πίνακα με ένα φως απαστράπτον, ένα φως
ιλαρόν που φωτίζει με ακτίνες χαράς τα σκοτεινά σημεία της κουρασμένης απ’την
τύρβη της ζωής ψυχής τού ευαίσθητου θεατή. Τού θεατή που με το φανάρι τού
Διογένη ψάχνει στις συννεφιασμένες μέρες μας τις αλήθειες της ζωής, με πηξίδα
τη χαρά της καθημερινότητας.