ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

«Πληθυντικός της ευγενείας» Πώς η αρχαιοελληνική δημοκρατικότητα απωθήθηκε από την ξενική δουλοπρέπεια



Του Γιάννη Καρβέλα
Φιλολόγου


Ένα θέμα, που είτε αγνοείται είτε αποσιωπάται, είναι ο λεγόμενος «πληθυντικός της ευγενείας». Λίγοι γνωρίζουν ότι το γλωσσικό τούτο φαινόμενο είναι ξενικής προέλευσης. Ακόμη λιγότεροι υποψιάζονται, πως η χρήση του τα τελευταία 180 περίπου χρόνια έχει προκαλέσει σύγχυση στη γλώσσα μας κι αφαιρέσει ένα σημαντικό ποσοστό από τη δημοκρατικότητά της.
         Μπορούμε ν' αρχίσουμε με μερικές παρατηρήσεις πάνω στη χρήση του πληθυντικού στην αρχαία Ελλάδα. Η αρχαία γλώσσα χρησιμοποιεί τον πληθυντικό μόνο με την αριθμητική του έννοια. Βλέπουμε ότι ο ενικός δηλώνει ένα πρόσωπο ή πράγμα, ο δυικός δηλώνει δύο και ο πληθυντικός περισσότερα από δύο πράγματα ή πρόσωπα. Δεν υπάρχει εδώ πληθυντικός ευγενείας, σεβασμού, μη οικειότητας ή ακόμη και ειρωνείας. Υπάρχει ένας πληθυντικός, που, όπως λέει και το όνομά του, αποτείνεται στο πλήθος. Μια ματιά στα αρχαία κείμενα είναι αρκετή για να επαληθεύσει αυτόν τον ισχυρισμό μου.
            Τα δύο επικά ποιήματα, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, αρχίζουν με την επίκληση του Ομήρου στη Μούσα. Αυτό γίνεται όχι σε πληθυντικό ευγενείας αλλά σε ενικό αριθμό: Ιλιάδα: «Μήνιν άειδε, θεά, Πηληιάδεω Αχιλλήος.». Οδύσσεια: «Άνδρα μοι έννεπε, μούσα, πολύτροπον ος μάλα πολλά.». Τα ρήματα άειδε και έννεπε είναι στον ενικό αριθμό, αφού αναφέρονται σ' ένα πρόσωπο. Ταυτόχρονα εκφράζουν τον απεριόριστο σεβασμό του ποιητή για την προστάτισσά του, τη μούσα της επικής ποίησης.


            Από την αρχή μέχρι το τέλος των ομηρικών ποιημάτων όλοι οι χαρακτήρες, οι αρχηγοί, οι στρατιώτες, οι θεοί, οι κήρυκες, οι θεράποντες, οι θήτες, οι γονείς, τα παιδιά, οι αοιδοί, οι οικοδέσποινες και οι ξένοι επικοινωνούν μεταξύ τους φυσιολογικά κι αποτελεσματικά στον ενικό αριθμό. Μπορεί η δουλοπρέπεια ή η εξάρτηση να εκφράζεται μ' άλλους τρόπους, ποτέ όμως με λέξεις και προσφωνήσεις σε πληθυντικό.
            Στη λυρική ποίηση μπορούμε επίσης να επισημάνουμε την ίδια αμφίδρομη χρήση του ενικού, είτε πρόκειται για ένδειξη σεβασμού κι εκτίμησης είτε όχι. Όταν η Σαπφώ ζητεί τη βοήθεια της Αφροδίτης, δεν καταφεύγει σε πληθυντικό ευγενείας αλλά σ' ένα απέριττο κι ειλικρινή ενικό: «Χρυσόθρονη αθάνατη Αφροδίτη, κόρη του Δία, δολοπλέχτρα, σε ικετεύω, μη βαραίνεις την ψυχή μου με λύπες και με βάσανα».
            Εξ ίσου ευθύβολη κι απροσποίητη είναι κι η ερώτηση της θεάς:

«. ποιον θες
να πείσω, για να 'ρθεί ξανά
στην αγκαλιά σου; Πες μου, Σαπφώ,
ποιος σε αδικεί;»

            Κι ένα άλλο σαπφικό απόσπασμα φανερώνει καθαρά τη λεκτική συγγένεια ανάμεσα στη δασκάλα και τη μαθήτριά της:

Η μαθήτρια:            «Σαπφώ, τί κακό είναι αυτό
                                    που μας βρήκε, σ' αφήνω
                                    άθελά μου.»
Η δασκάλα:            «Πήγαινε στο καλό,
                                    και να με θυμάσαι.»

            Επιπρόσθετα ο πληθυντικός ευγενείας είναι ο μέγας απών απ' όλη την ελληνική τραγωδία και κωμωδία, από τις αφηγήσεις του Ηρόδοτου και τις δημηγορίες του Θουκυδίδη, από τα ειδύλλια του Θεόκριτου και τα επιγράμματα του Καλλίμαχου. Ο κατάλογός μας μπορεί να επεκταθεί και να συμπεριλάβει όλα τα κείμενα της ελληνορωμαϊκής εποχής, της βυζαντινής περιόδου και της Τουρκοκρατίας.
            Στον υπ' αριθμόν 22 νεκρικό διάλογο του Λουκιανού συναντούμε την περίφημη απάντηση του κυνικού φιλόσοφου Μένιππου προς τον πορθμέα Χάροντα: «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Ο Μένιππος δεν διανοείται να χρησιμοποιήσει κάποιον πληθυντικό ευγενείας («λάβοιτε»), για να μη θίξει τον εγωισμό του Χάροντα. Η απόκρισή του αυτή δείχνει ότι οι αρχαίοι μιλούσαν στον ενικό, ακόμα κι όταν βρίσκονται στα πρόθυρα του Άδη. Μ' ένα λόγο οι αρχαίοι ήταν «αφοσιωμένοι» στον ενικό μέχρι θανάτου».

            Ο πληθυντικός ευγενείας είναι, λοιπόν, γλωσσικό φαινόμενο της νεότερης Ελλάδας. Είναι ένα ξενόφερτο προϊόν, που μπήκε στο θησαυροφυλάκιο της γλώσσας μας ίσως στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Είναι ένας μετανάστης, που πολιτογραφήθηκε για καλά στην επικοινωνιακή μας συμπεριφορά. Χώρα καταγωγής του είναι αναμφισβήτητα η Γαλλία. Οι Γάλλοι ευγενείς κι αριστοκράτες ήθελαν πάντα ένα ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα, που θα τους ξεχώριζε από τον «απλοϊκό» λαό. Έτσι έπλασαν τον πληθυντικό ευγενείας (pluriel de politesse) και τον επέβαλαν στις άλλες κοινωνικές τάξεις.
            Ο πληθυντικός ευγενείας πέρασε στη γλώσσα μας από μερικές εξέχουσες οικογένειες της Αθήνας το δέκατο ένατο αιώνα και στις αρχές του εικοστού. Οι οικογένειες αυτές «το έπαιζαν», όπως λέει ο λαός, αριστοκράτες. Μιλούσαν μισά ελληνικά και μισά γαλλικά και γενικά πιθήκιζαν τους γαλλικούς τρόπους καλής συμπεριφοράς. Ωστόσο πρέπει να υπενθυμίσουμε και να τονίσουμε, ότι στη νεότερη Ελλάδα δεν υπήρξαν ποτέ ούτε ευγενείς ούτε αριστοκράτες ευρωπαϊκού τύπου, υπήρξαν μόνον αριστοκρατικές νοσταλγίες και αριστοκρατικά καμώματα.
            Μια απ' αυτές τις αποκαλούμενες αριστοκρατικές οικογένειες της Αθήνας είχε την τύχη να γνωρίσει ο λόρδος Βύρων. Μάλιστα ο ρομαντικός Άγγλος ποιητής ερωτεύθηκε τη μικρή κόρη της οικογένειας αυτής, την Τερέζα Μακρή. Στο ποίημα, που της αφιέρωσε το 1810, ο Βύρων εκφράζει την αγάπη του για την Τερέζα σε τέσσερα εξάστιχα. Οι πέντε στίχοι κάθε εξάστιχου είναι στα αγγλικά κι ο έκτος στα ελληνικά:
            Παραθέτω την πρώτη εξάστιχη στροφή του ποιήματος:

"Maid of Athens, ere we part,
Give, oh give me back my heart!
Or, since that has left my breast,
Keep it now, and take the rest!
Hear my vow before I go,
Ζωή μου, σας αγαπώ."

            Χαρακτηριστικά ο Βύρων προσφωνεί τη Ζωή (Τερέζα) σε πληθυντικό ευγενείας («σας αγαπώ»). Φαίνεται, ότι ακόμη και οι ερωτικές εξομολογήσεις γίνονταν στον πληθυντικό εκείνη την εποχή. Αλλά και τα παιδιά μιλούσαν συχνά στους γονείς τους στον πληθυντικό - κάτι που επεκράτησε μέχρι τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα και τα άλλα αστικά κέντρα. Όσο για το σεις και το σας των ερωτευμένων, αυτό δεν άντεξε στη φθορά του χρόνου.

            Σήμερα ο πληθυντικός ευγενείας δεσπόζει σ' όλο τον ελληνόφωνο κόσμο. Το απαιτούν οι κανόνες καλής και πολιτισμένης συμπεριφοράς. Ανήκει στους δημόσιους υπαλλήλους, τους δικηγόρους, τους γιατρούς, τους ιερείς και τους ιεράρχες, τους πολιτικούς, τους ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων και τ' άλλα επίσημα και σοβαροφανή πρόσωπα, όπως θα έλεγε ο μακαρίτης Καβάφης. Κι εδώ δεν πρέπει να παραλείψουμε ν' αναφέρουμε τις νύφες και τους γαμπρούς, που επιμένουν να συνομιλούν με τα πεθερικά τους στον πληθυντικό. Ίσως το γεγονός αυτό να εξηγείται από τη φοβία που προξενεί σε μερικούς η στερεότυπη ιδέα της «κακιάς πεθεράς».
            Στα δημοτικά σχολεία, τα γυμνάσια, τα λύκεια και τα πανεπιστήμια οι δάσκαλοι μιλούν στους μαθητές στον ενικό. Αντίθετα οι μαθητές αναμένεται να προσφωνούν και να χαιρετούν τους δασκάλους τους στον πληθυντικό. Υποτίθεται, ότι οι μαθητές εκδηλώνουν το σεβασμό τους κατά αυτόν το γλωσσικό τρόπο. Δεδομένου ότι ο σεβασμός κερδίζεται, δεν επιβάλλεται, η γλώσσα δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιείται τόσο αυταρχικά. Μονόδρομος λοιπόν είναι ο σεβασμός κι όχι αμοιβαίος μέσα στα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα.
            Το ίδιο συμβαίνει και στους εκκλησιαστικούς κύκλους. Εμείς, ο λαός, διαθέτουμε πληθυντικό για τους ιερωμένους, ενώ αυτοί επιφυλάσσουν συνήθως τον ενικό για μας. Το περίεργο εδώ είναι, ότι στο Χριστό λέμε «σοι, Κύριε», ενώ στον παπά και το δεσπότη λέμε«σεις, πάτερ» και «σεις, σεβασμιότατε» αντίστοιχα. Προφανώς στην εκκλησιαστική ιεραρχία ο Χριστός τοποθετείται πιο κάτω στη γλωσσική μας εκτίμηση από τους επισκόπους και τους ιερείς του. Έτσι παρατηρούμε, ότι τα γλωσσικά κριτήρια στο χώρο της εκκλησίας είναι κάπως συγχυσμένα.
            Παρόμοια και κωμικοτραγικά πράγματα βλέπουμε να συμβαίνουν στον πολιτικό στίβο. Μέσα στη βουλή επικρατεί ο πληθυντικός τυποποιημένης ευγένειας, ασχέτως αν οι βουλευτές και οι υπουργοί γνωρίζουν ο ένας τον άλλο για δεκαετίες. Μια συζήτηση στην αίθουσα της βουλής μπορεί ν' αρχίσει ευγενικά με το σεις και το σας και να τελειώσει με εκφράσεις του τύπου: «Κάθισε κάτω ρε, μη μιλάς»! Άσε που έξω από τη βουλή, στις δεξιώσεις, στις ψησταριές και τα ξενοδοχεία οι ίδιοι οι πολιτικοί πετούν τον πληθυντικό στον αέρα και τα λένε μεταξύ τους σε ελευθεριάζοντα ενικό. Το επιμύθιο της όλης υπόθεσης είναι, ότι μέσα στη βουλή οι τριακόσιοι εκπρόσωποί μας συνδιαλέγονται στον πληθυντικό για τα μάτια του κόσμου, κρατώντας έτσι τα προσχήματα και διαιωνίζοντας την υποκρισία.
            Τα παραπάνω παραδείγματα και οι μαρτυρίες που παρέθεσα οδηγούν προς μία κατεύθυνση: την κατάργηση του πληθυντικού ευγενείας από τη γλώσσα μας. Καιρός είναι να τον ρίξουμε για πάντα στον καιάδα της λησμονιάς ή στο βάραθρο της ευθανασίας.




8 σχόλια:

  1. Πήραμε το εξής σχόλιο:


    Πρώτα απ' όλα κείμενα σαν αυτό - και πολλά άλλα που έχουμε κατα καιρούς επιληφθεί - θα πρέπει να συγκεντρωθούν σε μια ενιαία ανάρτηση που να αφορά θέματα της γλώσσας μας. Θα μπορούσαν, μαζί με τα σχόλια να αποτελέσουν ένα ενδιαφέρον υπόβαθρο για μια γενικευμένη θεώρηση όχι μόνο της εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας αλλά και της ψυχοσύνθεσης ενός πληθυσμού που κατοικώντας σ' αυτή την γωνιά της γης ανέπτυξε ένα τέτοιο γλωσσικό μόρφωμα.
    Ο συντάκτης του κειμένου παρέλειψε να αναφερθεί σε μια "εξειδίκευση" του πληθυντικού αριθμού της γλώσσας μας που είναι ο δυϊκός αριθμός. Ο αριθμός αυτός εξέπεσε στην πορεία των χρόνων, μέσα από την αίσθηση ότι πέραν του ενός ατόμου όλα τα άλλα είναι "πλήθος". Όμως η αρχική ύπαρξή του - που μας την υπενθυμίζει η πρόθεση "αμφί" - αποδεικνύειε το πόσο λεπτολόγος είναι η ελληνική γλώσσα.
    Όντως η χρήση του πληθυντικού - και κυρίως στο δεύτερο πρόσωπο - έχει "ταξικό" περιεχόμενο. Προφανώς έχει την ρίζα της στην Γαλλία αλλά πολύ σύντομα την ενστερνίστηκαν και οι λοιποί ευρωπαϊκοί λαοί. Στην Ελλάδα την "επέβαλαν" οι Βαυαροί του Όθωνα, σαν έκφραση και τρόπο συμπεριφοράς. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της "επιβολής" είναι το πρώτο θεατρικό έργο που γράφτηκε στην "απελευθερωμένη" πια Ελλάδα, το 1835, από τον Μιχαήλ Χουρμούζη "Ο Λεπρέντης", όπου οι απλοί άνθρωποι του λαού (Περμαθούλα, οι υπηρέτες, η τζατζά Διαλεχτή) απευθύνονται προς αλλήλους αλλά και προς τους "ανωτέρους" τους στον ενικό σε αντίθεση με τους "σπουδασμένους" (γιατρός) ή τους πλούσιους (Φιλάρετος, Βιτορίτζα) που απευθύνονται σε όλους στον πληθυντικό, με αποκορύφωση τον Λεπρέντη που θέλει να προσεταιριστεί τους δεύτερους αλλά προέρχεται απότους πρώτους και αυτός ο διχασμός τον γελοιοποιεί περισσότερο.
    Ανέκαθεν μου έκανε εντύπωση η "ταυτότητα" του δεύτερου ενικού προσώπου με το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο στην Αγγλική γλώσσα. Είναι προφανώς μια επινόηση των Άγγλων για να ξεμπερδέψουν μια και καλή από την χρήση είτε του ενικού είτε του πληθυντικού, αφήνοντας την ευχέρεια στον αποδέκτη μιας φράσης να κρίνει αν ο συνομιλητής του του συμπεριφέρεται ευγενικά ή μη.
    Τέλος, πέραν από την "απαξιωτική" για το Θείο χρήση του ενικού στις προσφωνήσεις προς τον Θεό, σε αντίθεση με αυτές προς του ιερωμένους του, παρατηρώ ότι χρησιμοποιείται και η "προστακτική" έγκλιση όταν απευθυνόμαστε προς τον Θεό (στο Πάτερ ημών "... τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον ...(!), ... και άφες αυτοίς τα οφελήματα ημών ...(!) κ. α.), γεγονός που αποδεικνύει την καθ' υπαγόρευσιν λειτουργίαν του Θείου για την εξυπηρέτηση ανθρωπίνων αναγκών.
    Μανόλς Πουλής

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Το "Πάτερ ημών" είναι προσευχή τής Εκκλησίας. Τη δίδαξε ο ίδιος ο Χριστός προς τους Μαθητές - Αποστόλους του. Την προσευχή αυτή τη λέμε ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ στην Εκκλησία, πρωτίστως. Είναι κοινή προσευχή. Γι αυτό και λέμε: "δος ημίν"! Εάν η προσευχή αυτή δεν ήταν κοινή αλλά μια προσωπική προσευχή (τέτοιες υπάρχουν πολλές στην Ορθόδοξη Εκκλησία), τότε δεν θα λέγαμε "δος ημίν" (δηλαδή δώσε μας) αλλά θα λέγαμε δώσε μου.

      ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΤΣΙΑΠΗΣ - ΓΑΛΑΝΟΣ
      Πτυχιούχος Θεολογικής Αθηνών
      Δημοσιογράφος

      Διαγραφή
  2. Πήραμε από το συμμαθητή μας Αποστόλη Νικολάου το εξής σχόλιο:

    Διάβασα , ομολογουμένως όψιμα , με πολλή προσοχή το άρθρο του Γιάννη Καρβέλα , που αναρτήθηκε από το ΣΤ Γυμνάσιο1969 , ο οποίος υποστηρίζει ότι ο πληθυντικός της ευγενείας είναι : α ) ένα γλωσσικό φαινόμενο ξενικής προέλευσης που επιβλήθηκε στη γλώσσα μας ίσως στις αρχές του 19ου αιώνα , την εποχή της Βαυαροκρατίας , όπως συμπληρώνει ο Μανόλης Πουλής στο σχόλιό του ̇ ότι δεν υπάρχει πληθυντικός της ευγενείας στην αρχαία ελληνική Γλώσσα , αλλά ένας πληθυντικός που αποτείνεται στο πλήθος. β) ότι η αρχαία Γλώσσα χρησιμοποιεί τον πληθυντικό μόνο με την αριθμητική του έννοια και γ) ότι ο πληθυντικός της ευγενείας είναι ο μέγας απών από όλη την τραγωδία …τα δικανικά κείμενα …


    Θα υποστηρίξουμε ακριβώς το αντίθετο, ότι , δηλαδή , ο πληθυντικός ευγενείας έχει τις καταβολές του κατ’ ευθείαν στην αρχαία ελληνική Γλώσσα .

    Ένα γενικό σχόλιο . Με την ελληνική Γλώσσα πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί . Μοιάζει με ένα ποτάμι που νεροτρώει από δω , νεροτρώει από εκεί , εδώ και χιλιάδες χρόνια έως ότου βρει το δρόμο της . Είναι πολυσχιδής , πολύπλοκη, την μίλησαν , κάποτε , εκατομμύρια άνθρωποι , και παρόλο που την ομιλούν πάνω – κάτω δεκαπέντε εκατομμύρια πολίτες σήμερα , δεν έχει παύσει να μας εκπλήσσει ευχάριστα και να μας αιφνιδιάζει με την πολυμορφία , την ποικιλία και το σφρίγος της.


    Ας μου επιτραπεί να αποτολμήσω τις ακόλουθες παρατηρήσεις.


    Παρατήρηση Πρώτη : Το συμπέρασμά τους αυτό προέρχεται από μια σύγκριση , ως επί το πλείστον , ανομοιογενών στοιχείων , κατά τη γνώμη μου. Συγκρίνεται η Γραπτή αρχαία ελληνική Γλώσσα με την Προφορική Νεοελληνική. Προφανώς , μας λείπει παντελώς η προφορική αρχαία ελληνική Γλώσσα . Δεν γνωρίζουμε πώς μιλούσαν μεταξύ τους στην καθημερινή τους ζωή π. χ. στην Αθήνα λ. χ.του Περικλή. Αγνοούμε την τοπολαλιά . Αλλιώς μιλούσαν στην Αθήνα , στη Θήβα , στη Σπάρτη…πώς απευθυνόταν ο δούλος στον κύριό του … ο μέτοικος …ο είλωτας…η γυναίκα…Γίνεται , επομένως , σύγκριση ανόμοιων πραγμάτων με δεδομένο ότι ο πληθυντικός της ευγενείας είναι κατ’ εξοχήν φαινόμενο του προφορικού λόγου σήμερα .


    Παρατήρηση Δεύτερη : Η παραβατική γραμματικώς και συντακτικώς αντίστιξη υποκειμένου και ρήματος είναι αρκετά συχνή στο γραπτό αρχαίο ελληνικό Λόγο και μάλιστα με πολλές παραλλάξεις όσον αφορά τον αριθμό.
    Θυμίζουμε τα πιο γνωστά :


    Την αττική Σύνταξη : << τα παιδία παίζει >> ( αντί παίζουσι ) , όπου το υποκείμενο του ρήματος είναι ουδετέρου γένους και πληθυντικού αριθμού, ενώ το ρήμα τίθεται στο γ΄ ενικό πρόσωπο .

    Το Βοιώτιον Σχήμα : << έστι γαρ έμοιγε και βωμοί >> ( αντί εισί ) , όπου το υποκείμενο πληθυντικού αριθμού γ΄προσώπου , αρσενικού ή θηλυκού γένους συντάσσεται με ρήμα ενικού αριθμού .

    Το σχήμα κατά το Νοούμενο :<< Το μεν γαρ πλήθος κραυγή πολλή επίασαν>> ( αντί έπεισιν) ( = έκανε επίθεση το πλήθος με μεγάλη κραυγή ) , όπου ο ενικός αριθμός του υποκειμένου (το πλήθος) συστοιχίζεται με τον πληθυντικό αριθμό του ρήματος (επίασαν , γ΄πληθυντικό) .


    Παρατήρηση Τρίτη : Πράγματι, στην πρώτη επίκληση προς τη Μούσα στο ( Α΄ ) προοίμιο της Οδύσειας , όπως και στο προοίμιο της Ιλιάδας , έχουμε χρήση ενικού αριθμού : << Άνδρα μοι έννεπε …>> . Όμως , μόλις εννέα στίχους πιο κάτω , στη δεύτερη επίκληση έχουμε χρήση πληθυντικού αριθμού <<… ειπέ και ημίν >>. Προφανώς , ο Όμηρος , ως τριτοπρόσωπος αφηγητής , εννοεί με το ημίν το ακροατήριο . Αλλά τότε γίνεται προβληματική η πρώτη επίκληση με τη χρήση του ενικού αριθμού μοι .


    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. συνέχεια στο προηγούμενο σχόλιο του Αποστόλη Νικολάου:


    Ας παρακολουθήσουμε την αντίστιξη ενικού και πληθυντικού αριθμού στα δικανικά κείμενα .

    Λυσίου , Υπέρ Αδυνάτου , 22 , όπου απολογείται ο Αδύνατος : << ο δαίμων αποστέρησεν ημάς , η πόλις ημίν εψηφίσατο τούτο το αργύριον…>> Ένας είναι ο αδύνατος , έπρεπε να χρησιμοποιήσει ενικό αριθμό (εμέ ,..εμοί ) .

    Άλλο παράδειγμα : Λυσίου , Απολογία προς Σίμωνα ,14. <<… ότι μεν τοίνυν ούτος ην ο αδικήσας , ω βουλή , και ο επιβουλεύσας ημίν ,[ αντί : εμοί ] και ουκ εγώ τούτω…>>.(ότι , λοιπόν , αυτός ήταν που διέπραξε αδικίες, βουλευτές , και αυτός που σκέφτηκε κακό εναντίον μας,[ ένας είναι ! ] και όχι εγώ εναντίον του ) .

    Άλλο παράδειγμα : Λυσίου , κατά Δειογείτονος ,3. <<…τούτω μεν άπαντα πιστεύειν , ημάς δε εις τον λοιπόν χρόνον ηγείσθαι χείρους είναι …> >[ αντί : εμέ και χείρονα ] ( αυτόν να τον πιστεύετε , ενώ εμένα να με θεωρείτε συκοφάντη …) .

    Στο ίδιο έργο , στο 21 . << …εφ’ ω ημείς ουχ ήκιστα ωργίσθημεν >>[αντί : εγώ ωργίσθην] (… για το οποίο εμείς εξοργισθήκαμε πάρα πολύ…) . Και ,όμως , πιο πάνω λέει <> (έχω την αξίωση ) και λίγο παρακάτω << δοκεί μοι >> ( μου φαίνεται ).

    Άλλο παράδειγμα : Σοφοκλέους , Αντιγόνη , στ. 679 – 680. Ομιλεί ο Κρέοντας: << …κρείσσον γαρ , είπερ δει , προς ανδρός εκπεσείν , κουκ αν γυναικών ήσσονες καλοίμεθα αν >> ( αντί : καλοίμην αν ) ( γιατί είναι προτιμότερο , εάν πρέπει βέβαια , να εκθρονιστώ από άντρα και δεν θα θεωρηθώ( θα θεωρηθούμε) κατώτερος (οι ) από μια γυναίκα ).

    Άλλο παράδειγμα : Σοφοκλέους , Αντιγόνη , στ 734 : << …πόλις γαρ ημίν, αμέ χρη τάσσειν , ερεί ;>> [αντί : εμοί (ομιλεί ο Κρέοντας στον έντονο διάλογο με το γιο του Αίμονα) ( η πόλη , λοιπόν , θα μου ( μας ) υπαγορεύσει τι να προστάζω ( ομε ) ; )

    Άλλο παράδειγμα : Σοφοκλέους , Οιδίπους Τύραννος , στ. 330 – 331. Ομιλεί Οιδίπους στον έντονο διάλογο που έχει με τον μάντη Τειρεσία : << τι φης ; ξυνειδώς ου φράσεις , αλλά εννοείς ημάς ( αντί :εμέ) προδούναι και καταφθείραι την πόλιν ;>> ( τι λες, δεν θα πεις , παρόλο που γνωρίζεις , αλλά εννοείς να με (μας) προδώσεις και να καταστρέψεις την πόλη ; )

    Και λίγο παρακάτω στ. 435 – 436 , όπου ομιλεί ο Τειρεσίας . << ημείς τοιοίδ’ έφυμεν. ( αντί : εγώ … έφυν ) Ως μεν σοι δοκεί , μώροι , γονεύσι δ’ ,οι σ’ έφυσαν , έμφρονες >>( αντί : μώρος …έμφρων ). ( εγώ τέτοιος γεννήθηκα ̇ [ εμείς τέτοιοι γεννηθήκαμε ] όπως εσύ νομίζεις ανόητος [ανόητοι ] . Για τους γονείς σου , όμως , που σε γέννησαν , είμαι συνετός [είμαστε συνετοί ] . )

    Και λίγο παρακάτω , στ. 1419 -1420 : << Οίμοι , τι δήτα λέξομεν (αντί : λέξω) προς τόνδε έπος ; / Τις μοι φανείται πίστις ένδικος ; …>> ( ομιλεί ο Οιδίπους στο διάλογο με τον Κρέοντα : Ποιο λόγο θα πω [ πούμε ] σ’ αυτόν…)

    Παρατηρούμε , επομένως , αυτοαναφορές προσωπικές σε πληθυντικό αριθμό αλλά και μια πολυτροπική μεταμόρφωση του αρχαίου ελληνικοί λόγου που λαθραία αναγνωρίζεται και ως παραμορφωτική πολυτροπία , πολλές φορές .

    Μετεξέλιξη αυτής της αναντιστοιχίας του αριθμού ανάμεσα στο υποκείμενο και στο ρήμα είναι η σημερινή μορφή του πληθυντικού της ευγενείας , με τον οποίο ερχόμαστε σε επαφή με τους ανθρώπους, που μας είναι άγνωστοι και με τους οποίους εξοικειωνόμαστε και όταν γνωριστούμε , τον καταργούμε , γιατί πια δεν μας χρειάζεται .

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μα στα παραδείγματα που αναφέρεις πρόκειται για την περίπτωση όπου το ομιλούν πρόσωπο, χρησιμοποιεί πληθυντικό για τον ίδιον τον εαυτόν του άρα έχουμε μία μορφή "pluralis majestatis" (= πληθυντικός μεγαλοπρέπειας) και όχι για "πληθυντικό ευγενείας" όπως τον χρησιμοποιούμε σήμερα. Δεν είμαι επιστήμων-γλωσσολόγος (ή και 'γω δεν ξέρω τι) ώστε να γνωρίζω αν υπάρχει σύνδεση αλλά γνωρίζω αρχαία ελληνικά και μάλλον δεν πείθομαι από τα επιχειρήματα που διάβασα στο σχόλιό σου.

      Διαγραφή
  4. συνέχεια και τέλος του σχόλιου :

    Είμαστε μια κοινωνία που κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ανωνυμία και γι’ αυτό χωράει μέσα της ο πληθυντικός της ευγενείας .Στα υποσύνολά της ,όμως, κυριαρχεί ο άρχοντας ενικός . Ας δοκιμάσει κάποιος από τους συμμαθητές μας να τολμήσει απευθυνόμενος στον άλλον τον πληθυντικό της ευγενείας << κύριε , Πέτρο τι κάνετε ; >>, θα του φανεί τουλάχιστον περίεργο . Ο ίδιος , όμως , όταν απευθύνεται σε έναν άγνωστο του λέει : << έχετε την ευγενική καλοσύνη να μου δώσετε την φωτιά σας ; >>. Γι’ αυτό και στις κλειστές κοινωνίες , επειδή γνωρίζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους ,δεν χρειάζονται τον πληθυντικό της ευγενείας .

    Παράλληλα , οι μόνοι που δεν θα επέτρεπαν να εμφιλοχωρήσει κάποια γαλλική συνήθεια στην Ελλάδα του 19ου αιώνα θα ήταν οι Βαυαροί . Πρώτον , διότι αυτή η διείσδυση θα προερχόταν από τη Γαλλία και οι Βαυαροί απεχθάνονταν τόσο πολύ τους Γάλλους που δεν θα το επέτρεπαν με κανένα τρόπο , μόνο και μόνο επειδή θα ήταν Γαλλικό . Και δεύτερον , διότι οι Βαυαροί ήταν εκείνοι που έκαναν τεράστιες προσπάθειες να συνδέσουν τους Έλληνες της εποχής εκείνης κατευθείαν με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ώστε να διαγραφεί όσο γινόταν από τη συνείδηση των τότε Ελλήνων η βάναυση για τετρακόσια περίπου χρόνια Τουρκοκρατία . Απόηχος της κίνησης αυτής των Βαυαρών είναι σχεδόν όλα τα υπάρχοντα νεοκλασικά οικοδομήματα της Αθήνας που θυμίζουν έντονα την αρχαία Ελλάδα .

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Πληθυντικος ευγενιας η μηπως μεροληψιαςς η υποδουλωσης;; ιδου το ερωτημα.Γιατι σ έναν πχ 50αρη κουλουρτζή δεν τρεχει τιποτα να μιλησουμε στον ενικο ενώ σ έναν 50αρη καθηγητη η εφοπλιστη επιβλλεται να απευθυνθούμε στον πληθυντικο;;Μηπως λογω θεσης κα τσεπης;;Αληθεια, γιατι καποιοι και καλα να θεωρούνται ανωτεροι από καποιους αλλους;;;Επειδή τα βρηκαν ετοιμα απ τους παπουδες τους η μορφωθηκαν περισσοτερο;;Και λοιπον;;Μηπως αξιζει λιγοτερο σεβασμο ο καστανας που δουλευει στο κρυο, απ τον επιχειρηματια που καθεται στο ζεστο γραφειακι του;;Δε νομιζω!!!Εξ αλλου, καπιος μορφώνεται για να βελτιώσει την προσωπικοτητα του και ν απκτησει εφοδια, όχι όμως για να του κανουν....τεμενάδες!!!Μηπως αυτος λοιπον ο πληθυντικος, που δεν είναι τοσο ευγενειας, αλλα πληθυντικος μονοδρομικος, του τεμενα, της μεροληψίας και της δουλκοτητας, θαπρεπε να εκλειψει τελικα;;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ο καστανάς σαφώς και ΔΕΝ αξίζει λιγώτερο σεβασμό από τον καθηγητή, ούτε π.χ. ο οδοκαθαριστής έχει λιγώτερη αξία από τον γιατρό. Τα επιχειρήματα όμως περί ζεστού γραφείου, ή επειδή "τα βρήκαν έτοιμα", κλπ δεν με πείθουν, ακούγονται κάπως ...πολιτικώς φορτισμένα, άρα παρωχημένα. Ο πληθυντικός ευγενείας μάλλον είναι (από όσα διάβασα ΕΔΩ) εισαχθέν προϊόν λόγω της ...πατροπαράδοτης ΝΕΟ-ελληνικής ευρω-λιγούρας (για την ακρίβεια, "καψούρας" για την Εσπερία) άρα στην ουσία άσχετος με την αρχαιοελληνική μας παράδοση. Εκεί τοποθετώ εγώ το ...στοίχημά μου, στην συνειδητή-ασυνείδητη εγκατάλειψη της παράδοσής μας και όχι στην "μεροληψία", την "υποδούλωση", κλπ, δηλ. στοιχεία τα οποία υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν σε κάθε κοινωνία σε κάθε χρονική στιγμή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή