“…Λίγα μόλις λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, η Περσεφόνη Πετρίδου, μια ψηλή αισθησιακή
σαρανταπεντάρα, με πληθωρικές καμπύλες και κολασμένο χαμόγελο, βγήκε από την
πολυκατοικία επί της οδού Ήβης. Είχε περάσει δυο ώρες κουβεντιάζοντας, πίνοντας και
συνευρισκόμενη σεξουαλικά με τον δικηγόρο Αριστοτέλη Μαρκίδη, τον έγγαμο εξηντάρη
εραστή της. Ήταν παντρεμένη με τον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερο αρχιτέκτονα Λάμπρο
Πετρίδη, με τον οποίο είχαν δύο γιους, 25 και 23 ετών.
Βυθισμένη στις σκέψεις δεν πήρε είδηση την απότομη μεταβολή του καιρού. Η
γλυκιά φθινοπωρινή βραδιά είχε αλλάξει πρόσωπο. Ο αέρας δυνάμωσε κάνοντας τα ψηλά
δέντρα στις δυο πλευρές του σκοτεινού δρόμου να μοιάζουν μεθυσμένοι χορευτές. Το
τοπίο τής έφερε στο μυαλό αμερικάνικα θρίλερ χαμηλού κόστους παραγωγής. Ένιωσε ένα
ψυχρό χάδι στην πλάτη, που παρέπεμπε σε μια απροσδιόριστη απειλή. Τάχυνε το βήμα.
Έφτασε στο Πεζό. Άνοιξε βιαστικά την τσάντα κι έβγαλε τα κλειδιά. Εκείνη τη στιγμή,
άκουσε έναν ανεπαίσθητο θόρυβο. Σαν κάποιος να πλησίαζε. Στράφηκε πίσω της. Ένας
ψηλός, αδύνατος άντρας με φούτερ και κουκούλα στεκόταν απέναντι. Στο χέρι κρατούσε
ένα περίστροφο.
Ο άντρας την κοίταζε αμίλητος. Το παγωμένο βλέμμα του την έκανε να
ανατριχιάσει. Τέντωσε το χέρι και την σημάδεψε. Η γυναίκα είδε την αποτρόπαιη μάσκα
του τρόμου να την αγκαλιάζει με αόρατα χέρια κι ένιωσε τα παγωμένα δάχτυλα να
ψαχουλεύουν τον λαιμό της.
«Μην το κάνεις… σε παρακαλώ!»
Τρείς πυροβολισμοί ήρθαν σαν απάντηση στην ικεσία της. Οι βολίδες σφηνώθηκαν
ψηλά, στους μηρούς. Παραπάτησε κι έγειρε προς τα πίσω. Έπεσε πάνω στην πόρτα του
αυτοκινήτου. Τα χέρια της υψώθηκαν αβέβαια σαν να προσπαθούσε να προστατέψει το
σώμα της απ’ αυτό που καταλάβαινε ότι θα ακολουθούσε. Την πλησίασε λίγο
περισσότερο. Τράβηξε ξανά τη σκανδάλη. Άλλοι δυο πυροβολισμοί χαμηλά, στην κοιλιά.
Η Περσεφόνη γλίστρησε απαλά προς τα κάτω και σωριάστηκε ανάσκελα στον δρόμο. Ο
άντρας πλησίασε λίγο ακόμα. Τα δευτερόλεπτα μέχρι τους επόμενους πυροβολισμούς
αργοσύρθηκαν σαν βαριεστημένες χελώνες. Άλλες δυο βολίδες στο στήθος. Έμεινε να την