Το 1982 δούλευα σε μεγάλη βιομηχανική Αμερικανική εταιρεία στην Νέα Υόρκη. Η ύφεση άρχιζε και στο Διοικητικό Συμβούλιο γινόταν η συζήτηση για το πόσο κόσμο θα απολύσουμε.
Ήμουν υπεύθυνος για το σχέδιο κερδοφορίας και είχα
μαζέψει όλες τις προτάσεις από 42 χώρες.
Όλοι είχαν προτείνει περικοπές προσωπικού - 15.000
υπάλληλοι παγκοσμίως. Ο κάθε Αντιπρόεδρος έκανε τις προτάσεις του.
Ο Πρόεδρός μας δεν μιλούσε.
Κοιτάζαμε όλοι ο ένας τον άλλον και δεν είχαμε ιδέα
γιατί ήταν αμίλητος. Όταν τελειώσαμε, ξαφνικά ο Πρόεδρος ζήτησε την άδεια να
μιλήσει. Ο λόγος του έχει μείνει αποτυπωμένος στο μυαλό όλων που ήμασταν εκεί,
και αν και έχουν περάσει 28 χρόνια, τον θυμάμαι λες και ήταν χθες. Θα τον
αναπαραγάγω όσο πιο σωστά μπορώ, διότι η αξίες που περιέχει είναι αθάνατες και
μπορούν να φανούν χρήσιμες σε αυτό που θα ζήσουμε σύντομα.
«Ο καθαριστής
όταν περνά την πόρτα του εργοστάσιου είναι σύζυγος, πατέρας παιδιών που πάει
στο σπίτι που χρωστάει και κοιτάζει με υπερηφάνεια αυτά που δημιούργησε και, αν
και λίγα, του είναι αρκετά. Αποφασίζουμε σήμερα να τον διώξουμε. Να χάσει την
δουλειά του, να πάει σπίτι άνεργος με μια επιταγή δυο μηνών. Tί θα πει στα
παιδιά του; Τί θα πει στην γυναίκα του, πώς να τους εξηγήσει ότι από αύριο
χάνει την αξιοπρέπειά του; Και εάν σε τρεις μήνες δεν έχει βρει δουλειά θα
χάσει το σπίτι του και ίσως και την γυναίκα του. Δεν μπορώ να βάλω την υπογραφή
μου σε ένα σχέδιο που καταδικάζει την ζωή και την ύπαρξη τόσων ανθρώπων. ΑΛΛΑ,
την ιδία στιγμή, έχω και υποχρέωση στους μετόχους μου που μου εμπιστεύτηκαν τις
οικονομίες τους, και εάν δεν κάνω κάτι, τα συνταξιοδοτικά ταμεία δεν θα έχουν
λεφτά για τις συντάξεις. Οι απολύσεις που όλοι μου προτείνετε μειώνουν τα ετήσια
έξοδα κατά $ 135.000.000. Έκανα ένα απλό υπολογισμό και προτείνω το εξής
σχέδιο:
85% ελάττωση του μισθού μου, 75% ελάττωση του μισθού
όλων των αντιπρόεδρων, 50% ελάττωση μισθού των γενικών διευθυντών, 40% των
υψηλόμισθων στελεχών κλπ. Καμία απόλυση. Θέλω τους αριθμούς σε μια ώρα».