του Άκη Γαβριηλίδη
Κατά
τον τελευταίο χρόνο, γνώρισε μεγάλη διάδοση στα συμβατικά και τα κοινωνικά μέσα
ενημέρωσης και δικτύωσης, και επαναλήφθηκε διαδοχικά τόσες φορές που άρχισε να
αποκτά συνοχή και πειστικότητα αφηγηματικού σχήματος, μία συγκεκριμένη γραμμή
ανάγνωσης –και απόπειρα διαχείρισης- των κοινωνικών αγώνων της τελευταίας
περιόδου. Πρόκειται για το αναλυτικό –και κανονιστικό- σχήμα του «ακραίου
κέντρου». Το σχήμα αυτό εκφράστηκε αρχικά κυρίως από καλλιτέχνες ή
δημοσιογράφους που πρόσκεινται σε κάποιο από τα τρία κόμματα της σημερινής
κυβέρνησης, και μόνο στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια των δύο προεκλογικών
περιόδων, υιοθετήθηκε από πολιτικούς και τροφοδότησε σε σημαντικό βαθμό τα επιχειρήματα της
αντιπολίτευσης ενάντια στο ΣΥΡΙΖΑ. Συχνά είχε μία ευδιάκριτη διάσταση ταξικής
περιφρόνησης και μνησικακίας, η οποία εξίσου συχνά μπορεί να μετατρεπόταν και
σε εθνική αυτοπεριφρόνηση και αυτομαστίγωση, όπως ακριβώς το «οι ενδιάμεσοι
γύφτοι» που είχε εκτοξεύσει ο Σαββόπουλος περί το 90 κατά των χυδαίων ΠΑΣΟΚων
(των «Φωτόπουλων», όπως θα λέγαμε σήμερα) συνυπήρχε με το «Κωλοέλληνες». Και
φυσικά, πάνω απ’ όλα, συνυπήρχε με το μίσος της ομιλούσας προς τον ίδιο τον
(προηγούμενο) εαυτό της, που είχε αφεθεί να παρασυρθεί από όσα τώρα αποκηρύσσει
με βδελυγμία.
Γι’ αυτό ακριβώς, όσο και αν το σχήμα αυτό
αξιοποιήθηκε στην προεκλογική αντιπαράθεση, θα ήταν λάθος να το αναγάγουμε στο
κομματικό παιχνίδι και να το θεωρήσουμε ως απλό προϊόν και εργαλείο του.
Καταρχάς διότι οι περισσότεροι απ’ όσους το επεξεργάστηκαν και το πρότειναν,
διεκδικούν για τον εαυτό τους το ρόλο της «κοινωνίας των πολιτών», της «Ελλάδας
της δημιουργίας» (σε αντιδιαστολή προς το λαϊκισμό, τον παρασιτισμό, την
ασυδοσία της «άλλης Ελλάδας», η οποία όμως δυστυχώς είναι η κυρίαρχη, γι’ αυτό
και τη μισούμε). Αλλά επίσης, διότι ως σχήμα διαθέτει μία αυτοτέλεια και μία
ελκτική δύναμη, η οποία συνδέεται με το γεγονός ότι μπορεί να προσδώσει ένα
νόημα και έναν προσανατολισμό σε κάποιους, των οποίων η ύπαρξη αλλιώς θα
εμφανιζόταν ως χαώδης και ανυπόφορη.
Ένα από τα βασικά σημεία «αγκύρωσης» του
σχήματος αυτού στην κοινωνική πραγματικότητα, και από τα βασικά του θέματα,
υπήρξε η «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται». Φυσικά αυτό το «όπου»
συνιστά έκφραση ενός πολύ έντονου σκανδαλισμού των ακροκεντρώων για αυτό που
τους φαίνεται ως ανυπόφορη χρήση «δύο μέτρων και δύο σταθμών» και ως
«προνομιακή» αντιμετώπιση της αριστερής βίας σε σχέση με τη δεξιά.
Αντί πολλών άλλων δυνατών, θα παραθέσω στη συνέχεια ένα εκτενές απόσπασμα –σχεδόν το σύνολο δηλαδή- από ένα άρθρο στο Βήμα όπου όλα αυτά τα θέματα συμπυκνώνονται με διδακτική σχεδόν καθαρότητα και περιεκτικότητα. Οι υπογραμμίσεις δικές μου.
Προφανώς κάθε νοήμων άνθρωπος
καταδικάζει τους τραμπουκισμούς τύπου Κασιδιάρη. Αυτό είναι το εύκολο.
Επιτέλους, όμως, ας προσπαθήσουμε έστω για μια φορά να το πάμε παραπέρα από τον
απλό αποτροπιασμό, να συνθέσουμε την πλήρη εικόνα.
Μήπως σαν κοινωνία ευνοήσαμε
επί χρόνια όλα αυτά τα φαινόμενα, με γιαουρτώματα, με μούτζες, με
προπηλακισμούς κτλ. “Καλά τους κάνουν” δε λέγαμε τότε; “Να καεί το μπ…λο η
Βουλή” δεν κραυγάζαμε εκστασιασμένοι; Ορισμένοι θα πουν ότι συγχέω την
αγανάκτηση των πολιτών με τον τραμπουκισμό ενός πολιτικού προσώπου. Μα
προφανώς όλα συνδέονται με κάποιον τρόπο!
Σάμπως και η Χρυσή Αυγή με αυτό
το σκεπτικό δεν υπερψηφίστηκε από μερίδα συμπολιτών μας; Για να «μπει στη Βουλή
και να πλακώσει τους κακούς και διεφθαρμένους πολιτικούς»; Εξάλλου το
γιαούρτωμα δεν είναι μορφή βίας; Το ξύλο στον κ. Κ. Χατζηδάκη δεν είναι βία; Αν
χωρίζεις τη βία σε αποδεκτή ή μη ανάλογα από πού προέρχεται αντί να την
καταδικάσεις πάραυτα, όλα γίνονται ένας χυλός που το αυτονόητο γίνεται θέμα υπό διαπραγμάτευση
και εμείς εν αγνοία μας(;) ρίχνουμε νερό στο μύλο των άκρων…
Κατά βάθος είναι αυτό που λέει
η Σώτη Τριανταφύλλου στην “Süddeutsche Zeitung” …
κ.λπ., κ.λπ.
Στην
πλοκή αυτού του επιχειρήματος, από καθαρά λογική άποψη υπάρχει ένα στοιχείο που
ξενίζει, που περισσεύει ξεκάρφωτο σαν κλωστή, και που, αν το τραβήξουμε, μπορεί
να μας βοηθήσει να «ξηλώσουμε» τους κόμπους που του δίνουν νόημα –και που το
βοηθούν να δώσει νόημα. Γιατί άραγε «γίνονται όλα ένας χυλός» αν «χωρίζεις τη βία σε αποδεκτή ή μη ανάλογα από πού
προέρχεται αντί να την καταδικάσεις πάραυτα»;
Είναι
κατανοητό ότι ο αρθρογράφος, για δικούς του πολιτικούς ή/ και ιδεολογικούς
λόγους, επιθυμεί να ενοποιήσει μια σειρά από φαινόμενα και να τα θεωρήσει της
ίδιας τάξεως. Σύμφωνοι. Από πού κι ως πού όμως μπορεί να ισχυρίζεται ότι εάν δεν ενοποιήσουμε
αυτά τα φαινόμενα, τότε προκύπτει «χυλός»; Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει· ανέκαθεν, σε οποιαδήποτε
διαδικασία παραγωγής νοήματος, από τη διαχείριση των συναισθημάτων μέχρι και
την τυπική λογική, η ικανότητα να χωρίζουμε, να διακρίνουμε μεταξύ διαφόρων ατομικών
περιπτώσεων, συνδεόταν με μεγαλύτερη σαφήνεια και με καλύτερη ικανότητα
προσανατολισμού. Ασφαλώς μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι μία συγκεκριμένη
διάκριση είναι εσφαλμένη, ανακριβής, αναποτελεσματική κ.ο.κ. Το να ισχυρίζεται
όμως επιπλέον ότι η διάκριση «κάνει τα πάντα έναν χυλό», μάλλον αποτελεί
προβολή του δικού του ανομολόγητου άγχους μήπως η άρνηση του
διαχωρισμού –την οποία εισηγείται αυτός- τα κάνει όλα έναν χυλό, και της
προσπάθειάς του να απαλλαγεί από αυτόν τον κίνδυνο κατάργησης του νοήματος
επιρρίπτοντάς το στους αντιπάλους του, διά της μεθόδου «φωνάζει ο κλέφτης για
να φοβηθεί ο νοικοκύρης».
Μία άλλη, ακόμα καθαρότερη και άμεση έκφραση αυτού του χυλού
βρίσκουμε σε μία συνέντευξη που παραχώρησε ο
(«αναρχοφιλελεύθερος», σύμφωνα με τον δικό του αυτοχαρακτηρισμό) πεζογράφος
Κυριάκος Αθανασιάδης στο περιοδικό Lifo. Eκεί, μετά από σχετική «πάσα» που του
δίνει ο ερωτών, ο οποίος προφανώς συμμερίζεται το νοηματικό σχήμα του ακραίου
κέντρου («Θεωρείς ότι νίκησε ο (συχνά
ανώνυμος) λαϊκισμός του «Κρεμάλες!» και του «ΟΥΣΤ» ή υπάρχει ακόμα ελπίδα για
την κοινή λογική;»), ο Αθανασιάδης απαντά:
Έχουμε χάσει, και μένει απλώς να πονέσουμε
πολύ — και φυσικά να ματώσουμε. Θα έχει πολύ αίμα το μέλλον, δυστυχέστατα. Κι
εγώ απεχθάνομαι και μισώ με όλη μου την ψυχή τη βία. Αλλά θα έρθει, και δε θα
είναι πια μόνον λεκτική (για μένα δεν υπάρχει κατηγοριοποίηση της βίας, η
μούντζα είναι σφαίρα επειδή γεννά τη σφαίρα, όπως η μυϊκή πίεση στη σκανδάλη
του περιστρόφου — να φοβόμαστε τα γιαούρτια απ’ όπου κι αν προέρχονται).
Η
άποψη ότι «δεν υπάρχει κατηγοριοποίηση της βίας» και ότι «η μούντζα είναι
σφαίρα επειδή γεννά τη σφαίρα» είναι πραγματικά ανήκουστη,
τερατώδης και επικίνδυνη,
και είναι πολύ εύκολο να δειχθεί ότι βασίζεται σε μία σειρά από λογικές και
πραγματολογικές αυθαιρεσίες. Επιπλέον, ισχυρίζομαι ότι η άποψη αυτή όχι μόνο
δεν αποτελεί έκφραση κανενός φιλελευθερισμού, όπως αυτοπροβάλλεται, αλλά είναι
ευθέως ολοκληρωτική.
Από
καθαρά λογική άποψη, ο συλλογισμός «η μούντζα είναι σφαίρα επειδή γεννά τη
σφαίρα» είναι παιδαριώδης. Αν το Α γεννά το Β, τότε προφανώς –και ευτυχώς- αυτό
σημαίνει ότι το Α δεν είναι το Β. Απλώς το γεννά.
Με
τη μεταφορά της γέννησης, φυσικά, ο ομιλών θέλει να υπονοήσει ότι οι μούντζες οδηγούν στις σφαίρες. Ωστόσο, αυτό δεν αλλάζει
τίποτε: όλοι ξέρουμε ότι η οδός Πειραιώς οδηγεί στην πλατεία Ομονοίας, αλλά αυτό ποτέ δεν
οδήγησε κανέναν να ισχυριστεί ότι η οδός Πειραιώς είναι η πλατεία
Ομονοίας!! Όλοι καταλαβαίνουμε ότι εδώ αυτό το «οδηγεί» είναι δυνητικός
ενεστώτας, πράγμα που σημαίνει ότι η σύνδεση ανάμεσα στο Α και στο Β είναι ενδεχομενική
και όχι νομοτελειακή: εάν κάποιος πάρει την οδό Πειραιώς, ενδέχεται να
φτάσει στην Ομόνοια, αλλά προφανώς ενδέχεται και να μη φτάσει, να διασχίσει
απλώς εκατό μέτρα και να μπει σε ένα σπίτι ή ένα κατάστημα, να στρίψει αριστερά
ή δεξιά και να κατευθυνθεί αλλού κ.ο.κ. Η αυθαίρετη κατάργηση της απόστασης
ανάμεσα στα πολλαπλά ενδεχόμενα και η μοιρολατρική συρρίκνωσή τους σε ένα και
μοναδικό, είναι αυτή που
προκαλεί το χυλό.
Ας
κάνουμε όμως τη χάρη στο σχήμα αυτό και ας εκλάβουμε τον ισχυρισμό του ως
ενδεχομενικό και όχι ως νομοτελειακό, ως a posteriori και όχι ως a priori. Εν
τοιαύτη περιπτώσει, θα πρέπει να εξετάσουμε συγκεκριμένα, εν όψει κάθε ατομικής
περίστασης, εάν οι μούντζες και τα «γιαούρτια απ’ όπου κι αν προέρχονται»
οδήγησαν πράγματι σε σφαίρες ή όχι. Αυτή λοιπόν η εξέταση, στην περίσταση για
την οποία μιλάμε, διαψεύδει πανηγυρικώς τον ισχυρισμό.
Η
περίσταση αυτή είναι φυσικά οι συγκεντρώσεις των Αγανακτισμένων στο Σύνταγμα,
και όσα συνέβησαν εκείνη την περίοδο, λίγο πριν και λίγο μετά. Την περίοδο
αυτή, λοιπόν, πράγματι, πάρα πολλοί άνθρωποι, δεκάδες, ίσως εκατοντάδες
χιλιάδες, μούντζωναν το κοινοβούλιο. Ωστόσο, ποτέ δεν εκτοξεύθηκε έστω και μία σφαίρα. (Εκτοξεύθηκαν αντίθετα άφθονα
δακρυγόνα και άλλα χημικάεναντίον αυτών
που μούντζωναν, για τα οποία δεν πληροφορούμαστε τις απόψεις του ευαίσθητου και
αντι-βίαιου συγγραφέα εάν εντάσσονται και αυτά στην αδιαφοροποίητη βία ή όχι).
Επίσης, ρίχτηκαν κάποια γιαούρτια. Ούτε όμως αυτά «ήταν» σφαίρες, ούτε οδήγησαν
στη ρίψη σφαιρών στον ένα και πλέον χρόνο που μεσολάβησε έκτοτε.
Αντιθέτως
μάλιστα, έχουμε πολύ σοβαρούς λόγους να υποθέσουμε πως, αν οι άνθρωποι αυτοί δενείχαν
προσφύγει στις μούντζες και στα γιαουρτώματα, τότε η επιθετικότητα και η
ματαίωση που είχε γεννηθεί μέσα τους πιθανότατα θα είχε αναζητήσει άλλες
διεξόδους για να εκτονωθεί, στις οποίες δεν αποκλείεται να περιλαμβάνονταν και
οι σφαίρες. Άρα, φαίνεται ότι σε μερικές τουλάχιστον περιπτώσεις η λεκτική ή
συμβολική έκφραση επιθετικότητας όχι μόνο δεν κλιμακώνεται ντετερμινιστικά σε
ένοπλη, αλλά τη ματαιώνει και την καθιστά περιττή, λειτουργώντας ως
υποκατάστατο.
Ο ισχυρισμός λοιπόν ότι τα δύο φαινόμενα
τελούν σε αναγκαία σχέση αιτίου και αποτελέσματος ελέγχεται ως κραυγαλέα
ανακριβής. Όποιος διαδίδει ανεύθυνα τέτοιες απόψεις, καλό θα ήταν να έφερνε και
κάποιο ιστορικό παράδειγμα μούντζας ή γιαουρτώματος που να οδήγησε πράγματι σε
πυροβολισμούς. Μάλλον δεν υπάρχει ούτε ένα. Ένοπλη πολιτική βία, ή και μη
πολιτική φυσικά, έχει υπάρξει στο παρελθόν στην Ελλάδα, χωρίς να έχει προηγηθεί
καμία μούντζα και κανένα γιαούρτωμα. Και, κυρίως, το αντίστροφο, για το οποίο
δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ποσοτικά δεν υπάρχει επαρκές δείγμα: ο
καθένας από μας γνωρίζει ότι, εδώ και δεκαετίες, κάθε Κυριακή στα ελληνικά
γήπεδα, και οποιαδήποτε άλλη μέρα στους ελληνικούς δρόμους, γινόταν και γίνεται
προσφυγή στη χειρονομία της μούντζας –και ενίοτε σε άλλες χειρονομίες, ακόμη
επιθετικότερες- σχεδόν ανά δευτερόλεπτο. Εάν κάθε φορά η κίνηση αυτή «γεννούσε
τη σφαίρα όπως η μυϊκή πίεση στη σκανδάλη του περιστρόφου» (!!), τότε θα ήταν
ένα θαύμα πώς όλοι εμείς έχουμε την τύχη να βρισκόμαστε ακόμη στη ζωή. Επίσης,
τη δεκαετία του 60 οι τεντυμπόηδες γιαούρτωναν αφειδώς ο ένας τον άλλο και τους
περαστικούς. Εάν ευσταθούσε η τερατολογία/ κινδυνολογία του Αθανασιάδη, θα
έπρεπε να αναμένουμε ο καθένας απ’ αυτούς να πάρει μετά και ένα περίστροφο και
να αρχίσει να πιέζει τη σκανδάλη. Όπως όλοι ξέρουμε, όμως, τίποτε τέτοιο δεν
συνέβη. Ακόμη και ο νόμος που κήρυσσε ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα τη δραστηριότητα
αυτή, εφαρμόστηκε πολύ σπάνια και απρόθυμα από τους δικαστές και κάποια στιγμή
καταργήθηκε.
Αυτή ακριβώς η σιωπηρή άρνηση των Ελλήνων δικαστών να εφαρμόσουν
ένα νόμο εκδικητικό και παράλογο, και μάλιστα επί δικτατορίας, μας προϊδεάζει
για τη βασική θέση που θέλω να υποστηρίξω κλείνοντας και που ίσως φανεί
αιφνιδιαστική: το αφηγηματικό και κανονιστικό σχήμα του «ακραίου κέντρου»,
μολονότι ρητορικά επικαλείται την αντίθεσή του στον «ολοκληρωτισμό της
αριστεράς» και στο «δογματισμό της ιδεαλιστικής ουτοπίας», κατά παράδοξο τρόπο το
ίδιο ακριβώς συνιστά
αυτό το οποίο καταγγέλλει: βασίζεται στην αφελή πίστη ότι είναι δυνατόν να υπάρξει
ανθρώπινη κοινωνία πλήρους αρμονίας χωρίς καμία επιθετικότητα, και ότι για να
φτάσουμε εκεί θα πρέπει να εξαλείψουμε οποιοδήποτε δείγμα έκφρασης
επιθετικότητας, όσο μικρό και αν είναι αυτό, διότι ακριβώς «δεν υπάρχει
διαφοροποίηση» μεταξύ μικρών και μεγάλων. Αυτή η προσέγγιση πέφτει η ίδια θύμα
του μαξιμαλισμού και της ισοπέδωσής της και μετατρέπεται στο αντίθετό της, όπως
ακριβώς η ισοπεδωτική ταξινόμηση μιας σειράς ετερογενών ουσιών υπό την ετικέτα
«ναρκωτικά» και η άρνηση οποιασδήποτε διάκρισης μεταξύ αυτών τελικά ευνοεί τη
χρήση των πιο επιβλαβών και τη μετάβαση από π.χ. το χασίς στα σύνθετα (με βάση
το σκεπτικό «αφού όλα είναι ναρκωτικά και αφού με το ένα δεν έπαθα τίποτα, ούτε
με το άλλο θα πάθω»).
Όπως
γνωρίζουν πολύ καλά όλοι οι σοβαροί αναλυτές της πολιτικής, της νομικής και της
ψυχικής πραγματικότητας, η ζωή των υποκειμένων (είτε ατομικών είτε συλλογικών)
συνίσταται στη διαχείρισηκαι όχι την εξάλειψη της επιθετικότητας.
Εάν
κανείς πάρει στα σοβαρά την πεποίθηση ότι «δεν υπάρχει κατηγοριοποίηση της
βίας» και προσπαθήσει να οργανώσει μία κοινωνία –και ένα δικαστικό σύστημα- με
βάση αυτήν, τότε με μαθηματική ακρίβεια θα προκύψει ένας ολοκληρωτικός
εφιάλτης. Κάθε φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο –για να μην πω κάθε
δίκαιο γενικά,
οποιασδήποτε μορφής- βασίζεται λογικά και πρακτικά στην προϋπόθεση ότι υπάρχει κατηγοριοποίηση
της βίας, και μάλιστα ότι η αποστολή τού ποινικού δικαίου είναι να
διενεργεί διαρκώς αυτήν ακριβώς την κατηγοριοποίηση. Εάν «η μούντζα
είναι σφαίρα», τότε είναι περιττός οποιοσδήποτε ποινικός κώδικας και
οποιοσδήποτε δικαστής: όποιος μουντζώνει θα έπρεπε να συλλαμβάνεται και να
«καταδικάζεται πάραυτα» σε ισόβια, ή σε όποια τέλος πάντων ποινή φαντάζονται
οι ευγενείς ψυχές που «μισούν τη βία με όλη τους την ψυχή και φοβούνται τα
γιαούρτια απ’ όπου κι αν προέρχονται» –αλλά πάντοτε στην ίδια ποινή. Στον τρέχοντα οριενταλισμό
της καθημερινής μας γλώσσας θα είχε κανείς την τάση να πει ότι «αυτά μόνο στο
Ιράν γίνονται», αλλά ακόμα και η σαρία έχει τη δική της και μάλιστα πολύ
λεπτομερή περιπτωσιολογία. Στη νεωτερικότητα, αποτελεί όρο ύπαρξης και
λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης ότι αυτός που τελεί έργω εξύβριση
τιμωρείται ελαφρότερα από αυτόν που τελεί ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, και ότι
ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα υπάρχει μία ολόκληρη άβυσσος ενδιάμεσων ατομικών
περιπτώσεων· δουλειά του δικαστή, και του νομοθέτη, είναι να οργανώσει αυτό το
χάος και, ακριβώς, να χωρίσει το
κάθε είδος βίας από όλα τα υπόλοιπα. Ίσως η φιλοδοξία αυτή να είναι επίσης
ουτοπική ή πρακτικά τρομερά δύσκολη και ασταθής. Ωστόσο, η κατάργηση κάθε
διάκρισης και κατηγοριοποίησης μόνο φαινομενικά διευκολύνει αυτό το έργο. Στην
πράξη, το καθιστά άνευ νοήματος, και είναι αυτή που το οδηγεί στο χάος και την ανεξέλεγκτη
βία. Τόσο αυτό, όσο και –κυρίως- την κοινωνία στην οποία καλείται να
εφαρμοστεί.
Επιτέλους η σελίδα υπερβαίνει τις φοβίες και αναστολές και ανεβάζει ένα κείμενο γνώμης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα ήθελα πάρα πολλά να πω, αλλά πρέπει να την κοπανήσω (έχει αρχίσει, ήδη, ο Παναθηναϊκός).
Θα περιοριστώ (επιφυλλασόμενος να επανέλθω) να προσθέσω στα όσα ορθά αναφέρει το άρθρο, ότι είναι πολύ επικίνδυνο όσο και δόλιο να εξισώνουμε τη βία που ασκείται οργανωμένα με μεμονωμένες και ασύνδετες εκδηλώσεις βίας, ιδαίτερα όταν η πρώτη ασκείται συστηματικά από ένα κόμμα ή πολιτική παράταξη.
Ενδιαφέρουσα θέση αγαπητοί συμμαθητές, παρότι σχοινιοτενής η ανάλυση άξιζε τον κόπο γιατί με βόηθησε να κατανοήσω ποιός είμαι και να αποκτήσω ταυτότητα (τ' ακούς Σωτήρη;), έτσι λοιπόν διαπίστωσα με δυσαρέσκεια ομολογώ, πως είμαι ένας ακραίος κεντρώος της ολοκληρωτικής τάσης, ή μήπως τα μπέρδεψα; Σε κάθε περίπτωση καλά να περάσετε στη συνάντηση σας και θα περιμένουμε με ενδιαφέρον το οπτικοακουστικό υλικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπογοητεύτηκα. Περίμενα κάπου να διαβάσω γιατί κόπηκαν "μαχαίρι" τα γιαουρτώματα και οι δημοκρατικοί τραμπουκισμοί, μόλις μια συγκεκριμένη παράταξη αισθάνθηκε ότι χτυπάει την πόρτα της εξουσίας. Άρα όντως η οδός Πειραιώς δεν βγάζει πάντα στην Ομόνοια γιατί υπάρχει η χρονική διάσταση των πραγμάτων. Σαν την κίνηση στην Πειραιώς, η οδός Βίας έχει κι αυτή τις δικές της αυξομειώσεις. Ανάλογα με το τι συμφέρει τη γνωστή παρεούλα της αφόρητης έλλειψης του καινούργιου.
ΑπάντησηΔιαγραφήσυμφωνούμε όλοι εδώ,μόλις η ΔΗΜ.ΑΡ. χτύπησε την πόρτα της εξουσίας κόπηκαν μαχαίρι τα γιαουρτώματα και οι δημοκρατικοί τραμπουκισμοί
ΑπάντησηΔιαγραφήΠερί βίας
ΑπάντησηΔιαγραφήΠεριμένοντας να τελειώσει το ματς Barcelona vs Granada, στην Ισπανική Primera Division, αναρωτιόμουνα πόση αγχωτική βία εξάσκησε ο τερματοφύλακας της φιλοξενούμενης ομάδας, αρνούμενος να δεχτεί γκολ επί ογδόντα επτά ολόκληρα λεπτά όπου οι γηπεδούχοι έχαναν την μια ευκαιρία μετά την άλλη. Και μάλιστα αυτός ο ανεκδιήγητος (καθ’ όλα εξαιρετικός) βιαστής ασκούσε ομαδική βία στους αντίπαλους παίχτες, στους θεατές του αγώνα στο γήπεδο, αλλά και στους θεατές από την τηλεόραση. Η απόγνωση όλων φάνηκε από την αντίδραση του Victor Valdez όταν ο Xavi κατάφερε να τον νικήσει.
Να μια μορφή βίας που δεν έτυχε της δέουσας προσοχής ούτε από τον αρθρογράφο, ούτε και από εκείνους τους σχολιαστές που ενώ επιβράβευσαν την ανάρτηση ενός κειμένου «θέσης», δεν ανέπτυξαν τον σχολιασμό τους επειδή άρχιζε το ματς του Παναθηναϊκού. Δεν ξέρω αν η Maribor επέβαλε την μετέπειτα σιγή τους – άλλη μια μορφή ηττοπαθούς βίας.
Άλλο ένα εντυπωσιακό στοιχείο είναι η συνεχής διασύνδεση που επιχειρείται ανάμεσα σ’ ένα κοινωνικό φαινόμενο – την βία – με την ρέουσα πολιτική και κομματική πραγματικότητα. Και μάλιστα σε επίπεδο … απογοήτευσης. Δεν πρέπει. Γιατί η αχλάδα έχει πίσω την ουρά ….
Όπως αντιλαμβάνομαι υπάρχει η διάθεση μιας … περιπαιχτικής αντιμετώπισης ενός σημαντικότατου φαινομένου της σύγχρονης κοινωνίας (κι όχι αποκλειστικά της Ελληνικής) της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται. Και αυτή τούτη η διάθεση εγκυμονεί κινδύνους βίας, επειδή συνεπάγεται την αποδοχή της ανεπιστρεπτί. Η διαρκής επίκληση όλων των πολιτικών φορέων για αποδοκιμασία της βίας από κάθε κατεύθυνση συνεπάγεται το ατιμώρητο των εξασκούντων και την άφεση των θυμάτων στο έλεος των βιαστών.
Όχι κύριοι, η πολιτική βία έχει ονοματεπώνυμο, όπως έχουν και οι ασκούντες αυτήν. Και η πολιτική βία δεν είναι μόνον η σωματική. Είναι και η ψυχολογική, η συναισθηματική, η βιολογική, η πνευματική, η ηθική και κάθε άλλη μορφή έκφρασης κυρίαρχης αντίθετης γνώμης από αυτήν που εκφράζει ατομικά ο καθένας από εμάς.
Η έννοια της «βίας» στην αρχαιότητα ταυτίστηκε με την επιβολή μιας δομής πάνω σε άλλη. Γι αυτό και στην ελληνική μυθολογία η «βία» παρουσιάζεται σαν αρχέγονη ομώνυμη θεότητα – Βία – αδελφή του Κράτους («κράτος»= η άσκηση δια της βίας της άποψης της κοινωνίας επί του ατόμου) του Ζήλου («ζήλος» = η έντονη διάθεση άσκησης μιας δράσης) και της Ανάγκης («ανάγκη» = η βία που ασκείται από τις αντικειμενικές συνθήκες). Ειδικά το κράτος και η βία ασκούσαν επί του ατόμου την αποτρεπτική ισχύ της εξουσίας (βλ. Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης»). Με βάση τα προηγούμενα η έννοια της βίας δεν είχε μόνο αρνητική μορφή αλλά και θετική – ανάλογα που τοποθετιόταν το άτομο.
Η απόρριψη κάθε μορφής βίας «απ’ όπου κι αν προέρχεται» – τσιτάτο των τελευταίων χρόνων που πηγάζει από ένα μη απενοχοποιημένο κοινωνικό ή πολιτικό μόρφωμα – είναι αφ’ εαυτού μια έμμεση μορφή βίας γιατί δεν έχει αποτρεπτική ισχύ. Η βία αντιμετωπίζεται με βία κι όποιος βαυκαλίζεται περί του αντιθέτου ας προσδοκά έναν οίκτο που δεν φαίνεται να συμμερίζεται η κυρίαρχη δομή. Και αυτό το γνωρίζουμε παιδιόθεν, ακόμα και στα παιχνίδια μας όπου απαιτείται σωματική επαφή (π.χ. το ποδόσφαιρο – μια και βρεθήκαμε θιασώτες του, άλλος του Παναθηναϊκού κι άλλος της Barcelona). Πόσο μάλλον όταν αντιμετωπίζαμε (κι εξακολουθούμε) τα γκλομπς ή τα δακρυγόνα ή τα ΜΑΤ ή τους κουκουλοφόρους ή τέλος τους εκσφενδονιστές γιαουρτιών ή αυγών.
Και θα μου πείτε πού θα πάει, ποιο θα είναι το τέλος.
Όσο θα υφίσταται η ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων, τόσο η βία θα διαιωνίζεται. Κι επειδή η ανισότητα δεν προβλέπεται να εξαλειφθεί μην προσδοκάτε εξάλειψη και της βίας. Αντίθετα μάλιστα, όσο αυτή (η ανισότητα δηλαδή) αυξάνει τόσο θα αυξάνεται και η βία.
Γι αυτό καλό θα είναι να μάθουμε να συνυπάρχουμε μ’ αυτήν και το κυριότερο να διαπαιδαγωγήσουμε την νεότερη γενιά με βάση την ύπαρξή της: να μην την αποδέχεται σαν αναπόφευκτη κατάσταση και να την αντιμετωπίζει στα ίσα με γνώμονα το κοινωνικό συμφέρον.
Αυτά προς το παρόν. Πολύ σύντομα θα τα πούμε κι από κοντά.
Με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΉ και τα άλλα περί μαμής της ιστορίας.
Έτσι υποστήριζε ο Γκάτσος και προφανώς συμφωνεί ο Μανόλης.
Και μάλλον έχουν (ιστορικά) δίκηο.
Η βία αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα ανθρώπινα ένστικτα, εμπλεκόμενο μάλιστα σε όλα τα υπόλοιπα, επιβίωση (κλοπή), αναπαραγωγή (βιασμός), αποδοχή από την ομάδα (εκεί και αν ισχύει).
Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζουμε ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός και η όποια πρόοδος (;) θεμελιώνεται στη χαλιναγώγηση των βασικών ενστίκτων.
Με τη διαδικασία της δημιουργίας κοινωνικών υπερδομών, μέσα από ηθικούς, νομικούς, θρησκευτικούς κανόνες, ήθη, και έθιμα (πολύ χρήσιμο, μεταξύ άλλων, το τοτέμ και ταμπού του Φρόϋντ) το άτομο προσπαθεί (λέω προσπαθεί γιατί πρόκειται για διαδικασία που απαιτεί συνεχή αγώνα και επιβεβαίωση) να χαλιναγωγήσει τα αρχέγονα (πρωτόγονα) ένστικτα και να ζήσει σε κοινωνία (που πάει να πει σε αρμονία) με τους συνανθρώπους του.
Μ΄ αυτή λοιπόν την έννοια, ας μου επιτραπεί να, διαφωνώ για τη (φυσική) αναγκαιότητα της «καλής» βίας, σαν κοινωνικού όπλου στο οποίο πρέπει να ασκηθούμε για να αντιμετωπίσουμε την άλλη την αναπότρεπτη και «κακή» που ασκείται από τους καταπιεστές.
Έλεγε ο Γκάντι ότι αν ακολουθήσουμε το δόγμα οφθαλμόν αντί οφθαλμού σύντομα όλος ο κόσμος θα αποτελείται από τυφλούς.
Η βία δεν έχει αρχή και τέλος, οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο, όπου οι χθεσινοί καταπιεζόμενοι αναδεικνύονται σε νέους καταπιεστές και σίγουρα δεν είναι δυνατός ο εξαγνισμός της βίας με βάση το αρχικό κίνητρο (που είναι έτσι κι΄ αλλιώς δύσκολο να ανιχνευθεί) αφού σύντομα έχουμε ξεχάσει ποιος έδωσε το πρώτο λάκτισμα (σαν μια παρτίδα πίνγκ πόγκ) και το κυριότερο αυτός που την ασκεί, έστω και με αγαθή πρόθεση, είναι βέβαιο ότι θα καταστεί τύραννος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘέλω να πω ότι ο σκοπός, σε καμία περίπτωση, δεν αγιάζει τα μέσα, αντίθετα τα μέσα καθορίζουν αναπότρεπτα (και παρά τις αντίθετες, ακόμα, προθέσεις) το αποτέλεσμα.
Δεν μου διαφεύγει πόσο δύσκολο είναι να βρουν ανταπόκριση και πολύ περισσότερο, να κυριαρχήσουν, απόψεις σαν τις παραπάνω, σε μια κοινωνία που ολοένα και περισσότερο διολισθαίνει σε ένα σύγχρονο μεσαίωνα, τέτοιας μορφής που ο ιστορικά βιωμένος, θα φαίνεται σαν ειδυλλιακή περίοδος, εξαιτίας των μέσων και δυνατοτήτων κοινωνικού ελέγχου και επιβολής.
Όμως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι με την άσκηση της «καλής» και «ωφέλιμης» βίας, θα αποτρέψουμε την άλλη (που επίσης τα ίδια χαρακτηριστικά ενδύεται) αντίθετα θα συντελέσουμε στη γρηγορότερη οπισθοδρόμηση.
Στην πολύ σύντομη αρχική παρέμβασή μου, στο εξαιρετικό (επιμένω, παρ΄ όλες τις επιφυλάξεις για το ύφος) αρχικό κείμενο, ήθελα απλώς να προλάβω να επισημάνω το υποκριτικό της γενικόλογης και αδιαφοροποίητης καταδίκης κάθε βίας, από οπουδήποτε και αν προέρχεται!!!!, γιατί όταν εξισώνεται η μεμονωμένη και περιστασιακή βία με αυτή που ασκείται συστηματικά και εδράζεται σε συγκεκριμένη ιδεολογία, έχει σκοπό, στόχευση και τελικό αποτέλεσμα, ουσιαστικά νομιμοποιούμαι αυτή την τελευταία (και κυρίως επικίνδυνη) μορφή βίας, υποβιβάζοντάς την σε ένα απεχθές και καταδικαστέο μεν, αλλά σύνηθες καθημερινό κοινωνικό φαινόμενο.
Μου ακούγεται παρόμοιο με αυτό του όλοι φταίμε το οποίο αναπόδραστα οδηγεί στο να μην φταίει κανείς.
Και τούτο γιατί δεν είναι ίδια η βία (καταδικαστέα πάντοτε) που ασκεί όποιος μεμονωμένα γιαούρτωσε κάποιον, ή έδειρε τον κ. Υπουργό στο δρόμο, ακόμα και αυτή του χούλιγκαν στο γήπεδο (αν φυσικά δεν είναι οργανωμένη σε επίπεδο συμμορίας) με την οργανωμένη, καθοδηγούμενη και με σαφή πολιτική στόχευση βία που ασκείται είτε από πολιτική παράταξη ή και από την ίδια την κυρίαρχη τάξη προκειμένου να διασφαλίσει τη μη ανατροπή της.
Επίσης να διευκρινίσω στο Μονόλη ότι, δυστυχώς γι΄ αυτόν, αλλά και για όλους τους υπόλοιπους, δεν ισχύει ότι «η Maribor επέβαλε την μετέπειτα σιγή μου – ως μια- άλλη μια μορφή ηττοπαθούς βίας». Άλλωστε δεν τρέχει και τίποτα ο Παναθηναϊκός χρειάζεται να αλλάξει άμυνα, κέντρο και επίθεση και όλα θα πάνε καλά.
Η σιγή μου οφείλεται στο Σαββατοκύριακο που επακολούθησε και προτίμησα (βοηθούσας και της δικαστικής απεργίας, καθώς και του καλού καιρού) να το περάσω με πολύ κολύμπι και ουζάκια στην παραλία, παρά δίπλα στον υπολογιστή.
Κατ΄ αρχή αγαπητοί συμμαθητές Μανώλη Πουλή, Σπύρο, Σοφιστή, Σωτήρη και όλοι οι υπόλοιποι, διάβασα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις ερμηνείες σας στο άρθρο που παραθέτει η σελίδα σας και θα ήθελα να μου επιτρέψετε να το σχολιάσω από μια διαφορετική σκοπιά στην προσπάθεια να προσεγγίσω το κίνητρο του συγγραφέα και το σκοπό του πονήματος. Για το ίδιο το άρθρο ήδη υπήρξαν εξαιρετικά σχόλια. Θα το προσεγγίσω λοιπόν από τη σκοπιά της κοινωνικής ψυχολογίας χρησιμοποιώντας και μερικούς όρους της κλινικής ψυχολογίας από όσα θυμάμαι απ’ τις παραδόσεις του καθηγητή μας Κ. Στεφανή που ακούγαμε με τον eydoc Θανάση κάποτε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ Αρη Γαβριηλίδη.
Στην Κλινική Ψυχολογία σύμφωνα με τη Φροϋδική σκέψη, υπάρχουν οι λεγόμενοι μηχανισμοί άμυνας του εγώ. Οι μηχανισμοί αυτοί προέκυψαν σαν ερμηνευτικά εργαλεία στην προσπάθεια να δοθούν εξηγήσεις στις διάφορες νευρώσεις (στην κοινωνική ψυχολογία το εγώ είναι το εμείς). Οι μηχανισμοί λοιπόν αυτοί που αναπτύσσονται μέσα μας είναι διαφορετικοί για τον καθένα μας και είναι σε άμεση συνάρτηση με το πνευματικό μας επίπεδο, και ο βασικός σκοπός που υπηρετούν είναι να περιορίσουν ή να απαλύνουν το άγχος της διαφορετικότητας στη συμπεριφορά του ατόμου σε σχέση με την κοινωνική ομάδα και την λιγότερο τραυματική για το άτομο συνύπαρξη. Ας αναφέρουμε μερικούς από τους μηχανισμούς άμυνας του εγώ, όπως η μετάθεση (φταίει κάποιος άλλος για το άγχος μας), η απώθηση (διώχνω το τραυματικό γεγονός στο υποσυνείδητο για να περιορίσω το άγχος μου), η εκλογίκευση (ο θάνατος είναι κληρονομικός..), και αρκετοί ακόμη που δεν αφορούν την παρούσα.. Στην περίπτωση του συγγραφέα είναι φανερή η προσπάθεια μετάθεσης. Το «κοινωνικό» άγχος της μη αποδοχής της βίας και μάλιστα από ένα συγκεκριμένο χώρο, εγώ θα έλεγα από μεγάλο αριθμό καθημερινών ανθρώπων, λειτουργεί σαν ισχυρό ενοχοποιητικό στοιχείο για τον χώρο που ο συγγραφέας υπερασπίζεται πολιτικά και μάλιστα η μετάθεση αυτή, ενοχοποιώντας ένα άλλο πολιτικό χώρο επειδή τάσσεται απέναντι στη βία, ανεξάρτητα αν καμία φορά γίνεται με τρόπο απόλυτο (νομίζω αυτό είναι το βασικό του επιχείρημα) , τον διευκολύνει να ξεπεράσει το σκόπελο της δικής του τοποθέτησης που θα ξεκαθάριζε από ποια πολιτική θέση διαλέγεται.
Πάντως πιο τίμιο είναι να λες τι πιστεύεις εσύ και γιατί, παρά να μεταθέτεις την ευθύνη της απολογίας αλλού χρησιμοποιώντας με άκομψο τρόπο πλην εμφανώς την «πιασιάρικη» μέθοδο της ετικέτας, χρησιμοποιώντας (μεταθέτοντας) ταμπέλλες όπως «ολοκληρωτικός» «ακραίος» για ένα χώρο που δεν φημίζεται ιδιαίτερα για τον «τσαμπουκά» του.
Πιστεύω αγαπητέ συγγραφέα πως με όρους πολιτικούς δεν μπορούν να σταθούν αυτά που γράφεις. Ερμηνεύσιμα είναι ως προς το σκοπό τους (την ενοχοποίηση δια της μετάθεσης) με εργαλείο ερμηνείας την κοινωνική ψυχολογία ή τη σκέτη κλινική ψυχολογία (προσοχή δεν γράφω Ψυχιατρική).
Τέλος θα μου επιτρέψεις να πιστεύω ότι η βία, πολιτικά, είναι εγγενές συστατικό των ομάδων που κατέχουν τη μία και μοναδική δογματική αλήθεια (Ισλάμ, Στάλιν, Χριστιανισμός κλπ). Στους χώρους που η αλήθεια παραμένει ως διαλεκτικό ζητούμενο η βία έχει πολύ μα πολύ μικρότερη θέση στη συνύπαρξη.
Συγχωρήστε την κατάχρηση της φιλοξενίας σας και εύχομαι και πάλι καλή διασκέδαση.
Αγαπητέ συμμαθητή Απόστολε (ο ενικός είναι αυτονόητος και για ιδεολογικούς λόγους, αλλά και ως εκ της συμμαθητικής σχέσης) δεν μπορείς να καταχρασθείς κάτι που δεν υφίσταται.
ΔιαγραφήΚαι εν προκειμένω δεν υφίσταται φιλοξενία. Στη σελίδα μας συμμετέχουν αυτοδίκαια όλοι (και όταν λέμε όλοι εννοούμε όλοι) οι συμμαθητές, χωρίς εξαιρέσεις, χωρίς διάκριση έτους αποφοίτησης, χωρίς, φυσικά, να αποκλείονται και μη "εκτικοί", ορισμένοι, εκ των οποίων, πλούτισαν με τις παρεμβάσεις τους το διάλογό μας. Αναμένουμε λοιπόν και ελπίζουμε σε περαιτέρω συμμετοχή σου.
Επίσης, επίτρεψέ μου, να ενώσω και εγώ τη δική μου πρόσκληση, σ΄ αυτή του Σπύρου.
Τώρα επί της ουσίας.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η ψυχαναλυτική προσέγγιση και ερμηνεία του άρθρου, εκ μέρους σου. Δεν θα αποπειραθώ να προσθέσω ό,τιδήποτε, γιατί οι γνώσεις μου στο αντικείμενο (όσα και αν έχω διαβάσει σχετικά) είναι αποσπασματικές και σίγουρα στερούνται επιστημονικής συγκρότησης, όπως η δική σου.
Δεν συμφωνώ, όμως, επί της ουσίας, στην άποψή σου περί λειτουργούντος μηχανισμού μετάθεσης, στο υποσυνείδητο (;) του αρθρογράφου, με το οποίο προσπαθεί να αποσείσει (απωθήσει με τη μετάθεση - απώθηση σε άλλο χώρο) της αποδιδόμενης, κοινωνικά και πολιτικά, μομφής, προς την παράταξη στην οποία ανήκει, για υπόθαλψη της βίας.
Και επειδή αντιλαμβάνομαι (αν δεν κάνω λάθος) ότι υπονοείς πως ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. βαρύνεται με μια τέτοια "μομφή" την οποία προσπαθεί, ο αρθρογράφος, να αποκρούσει με τη μέθοδο της "μετάθεσης" επίτρεψέ μου να σου πω ευθέως, πως κάθε παρόμοια προσπάθεια απόδοσης, στο συγκεκριμένο χώρο, μομφής τέτοιου είδους και σοβαρότητας στερείται και είναι επικίνδυνη για τη Δημοκρατία.
Δεν αγνοώ πως τέτοια παιχνιδάκια "έπαιξε" ακόμα και το Κ.Κ.Ε. δια των εκπροσώπων του, προεξάρχουσας της Γ.Γ. του, όμως το συγκεκριμένο κόμμα (παρά τις θεωρητικά ορθές αναλύσεις του) λειτουργεί, στην πράξη, σαν το καλύτερο στήριγμα του συστήματος (θα έλεγα ότι ισχύει το ρηθέν, από τον Γεώργιο Παπανδρέου, ότι λαμβάνει άριστα στα γραπτά και μηδέν στα προφορικά).
Ο συγκεκριμένος χώρος, αν μπορεί για κάτι να κατηγορηθεί, είναι η υπέρμετρη δημοκρατικότητά του και ο πλουραλισμός, τόσο στο εσωτερικό του (που έχει τύχει αισχρής εκμετάλλευσης) όσο και στην προς τα έξω δράση του.
Κατά τα λοιπά συμφωνώ απολύτως με όσα αναπτύσσεις και ιδιαίτερα για την τελευταία παράγραφο. Πράγματι η δογματική αντίληψη της αλήθειας αποτελεί, κατά τον Καζαντζάκη, πνευματική ψώρα,εκδηλώνεται με ιδιαίτερα επικίνδυνο τρόπο και εκδηλώσεις της διαπιστώνουμε και στη χώρα μας καθημερινά.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος όμως βρίσκεται στο ότι αυτή η νοοτροπία και συμπεριφορά βρίσκει ολοένα και περισσότερο ευήκοο ακροατήριο.
Με ειλικρινή αγάπη και εκτίμηση ο συμμαθητής σου.
και βέβαια ο απόστολος του 70 είναι ευπρόσδεκτος στην παρέα μας το σάββατο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατ' αρχή αγαπητοί συμμαθητές ευχαριστώ για την πρόσκληση στην οποία ειλικρινά θα ήθελα να ανταποκριθώ, θα είμαι όμως στη Σύρο από παρασκευή μέχρι τέλος της άλλης εβδομάδας κι έτσι παραμένουν οι ευχές μου για καλή διασκέδαση στο ακέραιο. Είναι σίγουρο ότι θα οργανώσουμε μιά πανεκτική συνάντηση για επιτοπια ανταλλαγή τσουγρισμάτων, και ιδεών, πάντα η ζύμωση ακόμα και στην ηλικία μας κάνει καλό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ Σοφιστή, από ότι είδες απέφυγα να θίξω πολιτικό χώρο και δεν υπονοούσα κανένα άλλο έξω από αυτόν που ο συγγραφέας υπερασπίζεται, αν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, τότε ας δεχθεί τα καλοπροαίρετα σχόλια για το χώρο του. Η θέση από την οποία σχολιάζω είναι θέση Δημοκρατικής Αριστεράς, όχι κατ' ανάγκη της ομότιτλης αλλά του χώρου που κάποτε συναπάρτιζε το ανανεωτικό (κατά δήλωσή του) κομμάτι της Αριστεράς που αποδέχεται ορισμένες σταθερές και συνοψίζει το στόχο του στην με κοινοβουλευτική διαδικασία δικαιότερη συμμετοχή (κατανομή) στη εργασία και φυσικά στον παραγόμενο πλούτο. Μιάς και συστήθηκα θα γνωριζεις από δω και στο εξής από ποιά θέση σχολιάζω, και ποιές πολιτικές επιλογές υπερασπίζομαι, και φυσικά θα είμαι παντα διαθέσιμος στην ανταλλαγή απόψεων, αρνούμενος τη βία σαν επιχείρημα, και πολύ περισσότερο τις ετικέτες, που πιστεύω να συμφωνείς πως είναι ο πιό χυδαία απλουστευτικός τρόπος διαλόγου.
ΥΓ. Το προηγούμενο σχόλιο μου για τον συγγραφέα θα μπορούσε να συνοψισθεί στη φράση "θα μας τρελλάνεις" (αυτό είναι χιούμορ). Με ειλικρινείς συμμαθητικούς χαιρετισμούς και να προφυλλάξετε το συνάδελφο μου eyedoc από τις καταχρήσεις, Θανάση σέρνεται ζάχαρο.. Καλή διασκέδαση..
Μακρυά από μένα η απονομή ετικετών.
ΔιαγραφήΌμως ο συντάκτης του κειμένου ρητά δηλώνει ότι αναφέρεται στο ΣΥ.ΡΙΖ.Α καθώς και στις εναντίον του επιθέσεις.
Επομένως και ο σχολιασμός εκεί (αναγκαστικά) αναφέρεται.
Όσον αφορά την άρνησή μου στη βία νομίζω ότι είναι σαφείς οι δύο αρχικές παρεμβάσεις μου, ώστε να μη χρειάζεται καμία ειδικότερη διευκρίνηση.
Λυπάμαι που δεν μπορείς να είσαι μαζί μας και ταυτόχρονα χαίρομαι για την αιτία, γιατί η Σύρος είναι μαγεία.
Όσον αφορά την προτροπή σου για το ζάχαρο φοβάμαι ότι θα πάει στράφι, μάλλον, ως άλλοι Ιασωνίδηδες, θα ανακράξουμε (συμπεριλαμβανομένου και του Θανάση) "θα τα φάωμεν ούλα".
Βλέπεις στη ζωή ό,τι αξίζει ή είναι αμαρτία ή βλάπτει.
Ευχαριστώ για την προφαγοποτιακή (κατά το προεγχειρητική)φροντίδα τον Αποστόλη, συμφωνώντας με το Δημήτρη για το πιθανό τελικό αποτέλεσμα. Θα τα πούμε (και θα τα... φάγομεν) από κοντά (τα θεάματα συμπεριλαμβάνονται).
Διαγραφήδε νομίζω να έχει σχέση με το συριζα ο γαβριηλίδης.
ΑπάντησηΔιαγραφή