...που έφυγε από τη ζωή, σαν σήμερα, πριν 18 χρόνια.
*όπως το πρωτοτραγούδησε ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις
Από τα πρώτα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, γραμμένο το 1943. Το 1949 ακούστηκε για πρώτη φορά στην ταινία του Γιάννη Φιλίππου ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ και το 1963 στην μουσική παράσταση ΜΑΓΙΚΗ ΠΟΛΙΣ
Στίχοι: Γιάγκος Αραβαντινός
Μουσική Μάνος Χατζιδάκις
Αγάπη μου, σε γύρευα σ' αυγή και σε φεγγάρι
και στα ψηλά τα σύννεφα, σε γύρευα τυφλός
μα ήρθε ο καιρός, ήρθε η βροχή κι η δροσερή σου χάρη
αγάπη μου, σε γύρεψα, γιατί ήσουν ουρανός
Κι αν ο Θεός που σ' έπλασε με μιαν ευχή μεγάλη
να 'χεις αστέρι στα μαλλιά
και μια χρυσή καρδιά
στ' αλώνια ευθύς υψώθηκε το χρυσαφένιο στάρι
αγάπη μου, σ' αγάπησα
γιατί ήσουν ουρανός
Αγάπη μου, πώς σ' έχασα, πώς η καρδιά μου εστάθη
και τα πουλιά σ' αρπάξανε μες στην πολλή βροχή
ήρθε νοτιάς, ήρθε βοριάς, το κύμα να σε πάρει
αγάπη μου, που μου 'φυγες γιατί ήσουν ουρανός.
"Ήρθε βοριάς ήρθε νοτιάς"
*όπως το πρωτοτραγούδησε ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις
Από τα πρώτα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, γραμμένο το 1943. Το 1949 ακούστηκε για πρώτη φορά στην ταινία του Γιάννη Φιλίππου ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ και το 1963 στην μουσική παράσταση ΜΑΓΙΚΗ ΠΟΛΙΣ
Στίχοι: Γιάγκος Αραβαντινός
Μουσική Μάνος Χατζιδάκις
Αγάπη μου, σε γύρευα σ' αυγή και σε φεγγάρι
και στα ψηλά τα σύννεφα, σε γύρευα τυφλός
μα ήρθε ο καιρός, ήρθε η βροχή κι η δροσερή σου χάρη
αγάπη μου, σε γύρεψα, γιατί ήσουν ουρανός
Κι αν ο Θεός που σ' έπλασε με μιαν ευχή μεγάλη
να 'χεις αστέρι στα μαλλιά
και μια χρυσή καρδιά
στ' αλώνια ευθύς υψώθηκε το χρυσαφένιο στάρι
αγάπη μου, σ' αγάπησα
γιατί ήσουν ουρανός
Αγάπη μου, πώς σ' έχασα, πώς η καρδιά μου εστάθη
και τα πουλιά σ' αρπάξανε μες στην πολλή βροχή
ήρθε νοτιάς, ήρθε βοριάς, το κύμα να σε πάρει
αγάπη μου, που μου 'φυγες γιατί ήσουν ουρανός.
Μάνος Χατζιδάκις - Ελένη & Σουζάνα Βουγιουκλή
Τέσσερις Στρατηγοι - Οδυσσέας Ελύτης
από τον "Κύκλο με την κιμωλία" του Μπέρτολτ Μπρέχτ
Η Μάρθα Φριντζήλα, ο Φοίβος Δεληβοριάς και η Ματούλα τραγουδούν Μάνο Χατζιδάκι σε ενορχήστρωση Παναγιώτη Τσεβά.
Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν
για πόλεμο στο μακρινό το Ιράν.
Ο πρώτος από πόλεμο δεν κάτεχε,
ο δεύτερος στις κακουχιές δεν άντεχε.
O τρίτος ήταν υποκείμενο γελοίο
κι ο τέταρτος φοβότανε το κρύο.
Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν
αλλά δε φτάνουνε ποτέ στο Ιράν.
ΥΓ1. Η συμπλήρωση της αρχικής ανάρτησης έγινε σύμφωνα με τις υποδείξεις στο 3ο σχόλιο
Μάνος Χατζιδάκις - Ο Ηθοποιός
Published on May 3, 2012 by errikos20
Μουσική, στίχοι, τραγούδι: Μάνος Χατζιδάκις Δίσκος: 2000 Μ.Χ. (1999)
Απο την "Οδό Ονείρων" (1962)
Μουσικό έργο σε κείμενο Αλέξη Σολομού και Μάνου Χατζιδάκι με στίχους των ίδιων και του Νίκου Γκάτσου, σκηνικά και κοστούμια του Μίνου Αργυράκη. Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Χόρν
Απο την "Οδό Ονείρων" (1962)
Μουσικό έργο σε κείμενο Αλέξη Σολομού και Μάνου Χατζιδάκι με στίχους των ίδιων και του Νίκου Γκάτσου, σκηνικά και κοστούμια του Μίνου Αργυράκη. Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Χόρν
ΥΓ1. Η εκ νέου συμπλήρωση της ανάρτησης έγινε σύμφωνα με την υπόδειξη στο 4ο σχόλιο
Τον Μάνο Χατζιδάκι – για να είμαι ειλικρινής – δεν τον είχα σε μεγάλη εκτίμηση, όταν ήμουνα παιδί. Αιτία ήταν η «πολιτική» του πρόκριση απέναντι στον «αντίποδά» του τον Μίκη Θεοδωράκη. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την «σπουδή» που επέδειξε το καθεστώς της Ε.Ρ.Ε. τον Αύγουστο του 1960 ή 1961, δεν θυμάμαι καλά, σε ένα «διαγωνισμό»(;) τραγουδιού που γινόταν στο Φάληρο, να στείλει στρατιωτικό ελικόπτερο στην Επίδαυρο, όπου ο Χατζιδάκις διηύθυνε την ορχήστρα σε θεατρική παράσταση, για να τον μεταφέρει στο πόντιουμ του διαγωνισμού και να διευθύνει την ορχήστρα με το πουλαίν του την Νάνα Μούσχουρη (*), απέναντι στον Θεοδωράκη και την Μαίρη Λίντα. Παιδί τότε, σε διακοπές στην Κρήτη, παρακολουθούσα τα γεγονότα από το ραδιόφωνο με τους γονείς μου και τις αντιδράσεις τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό τότε όμως που κυλούσε νερό στις όχθες του Ιλισσού – τον θυμάστε – πέρασαν πολλά χρόνια. Άλλαξα γνώμη, όπως ήταν φυσικό, αλλά δυο γεγονότα θα μου μείνουν στην μνήμη μου για την προσωπικότητα του ανθρώπου.
Στην οδό Κλαδά, παράλληλο της Θεοδωρήτου Βρεσθένης, σ’ ένα ημιυπόγειο, έμενε η γιαγιά Πραξία μια πρόσφυγα από την Πόλη στον διωγμό του ‘22, που ήταν η γιαγιά όλων των παιδιών της γειτονιάς. Μας μάζευε σε μια μικρή αυλή, μας διάβαζε παραμύθια, μας έλεγε ιστορίες από την Πόλη, πολύ αγαπητή σ’ όλους τους γείτονες. Δεν είχε κανένα πόρο ζωής κι όλοι την βοηθούσανε, αλλά και πάλι η οικονομική κατάσταση της εποχής δεν επέτρεπε και σπουδαία πράγματα.
Κάπου κάπου την επισκεπτόταν αργά τα βράδια ένας παχουλός κύριος, που ποτέ δεν μάθαμε ποιος ήταν. Μόνο στην κηδεία της αρχές της δεκαετίας του ’70, μάθαμε ότι αυτός που την συντηρούσε και την επισκεπτόταν ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις! Που της στάθηκε σαν παιδί της μέχρι την τελευταία της στιγμή.
Το 1973 στις 5 του Μάη, στο Θέατρο Μακεδονικών Σπουδών στην Θεσσαλονίκη ήταν μαζεμένοι πάνω από 1500 φοιτητές. Ήμουνα κι εγώ εκεί, στριμωγμένος στην μεσαία σκάλα του πέμπτου εξώστη, για να παρακολουθήσουμε την πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι στην Θεσσαλονίκη με τον τενόρο Σπύρο Σακκά, μετά την επιστροφή του από την Αμερική.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο καθεστώς τότε, χούντα, βλέποντας τέτοια συνάθροιση φοιτητών, είχε στείλει ένα σωρό χωροφύλακες και ασφαλίτες με πολιτικά, για να προλάβουν τίποτα «περίεργο». Μην ξεχνάμε, πριν από μερικούς μήνες είχαν γίνει τα γεγονότα στην ταράτσα της Νομικής στην Αθήνα και τα επεισόδια στην Πλατεία Χημείου στην Θεσσαλονίκη (**).
Όλος αυτός ο «συρφετός» παρακολούθησε όρθιος το πρώτο μέρος της συναυλίας, στους διαδρόμους του Θεάτρου, στο φουαγιέ, στους εξώστες. Το πρώτο μέρος κύλησε ήρεμα, με τον συνθέτη να παρουσιάζει ρομαντικές μπαλάντες στο πιάνο και τον Σακκά, νεαρό τότε, να ξεδιπλώνει τις φωνητικές του δυνατότητες και τον κόσμο να χειροκροτεί τους καλλιτέχνες. Όπως ήταν φυσικό οι «εκπρόσωποι του καθεστώτος έπλητταν αφάνταστα, αλλά το καθήκον, καθήκον.
Έκπληκτοι οι θεατές διαπίστωσαν ότι μετά το διάλειμμα όλοι αυτοί είχαν αποσυρθεί από την σάλα και τους εξώστες και είχαν συγκεντρωθεί στο φουαγιέ του θεάτρου, αφού «εκτίμησαν» ότι δεν συνέτρεχε λόγος, έ, και δεν άντεχαν άλλο τις κορώνες του Σακκά. Βγαίνει λοιπόν ο Χατζιδάκις στη σκηνή, κάθεται στο πιάνο, βγαίνει κι ο Σακκάς και χωρίς αναγγελία αρχίζουν την μπαλάντα: «Τέσσερεις Στρατηγοί κινούν και παν’ / να καταλάβουνε το μακρινό Ιράν …»
Χίλια πεντακόσια άτομα χειροκροτούν όρθια! Πανδαιμόνιο! Οι πόρτες ανοίγουν και εισβάλλουν τα «όργανα» και καταλαβαίνουμε τι έγινε!
(*) Το ξέρατε ότι η Νάνα (Αθηνά κατά κόσμον) Μούσχουρη ήταν νεοκοσμίτισσα; Έμενε στην οδό Εκαταίου και ο Χατζιδάκις την «δέχτηκε» σαν ερμηνεύτρια καίτοι φορούσε γυαλιά, πράγμα απαράδεκτο για κείνη την εποχή.
(**) Στην πλατεία του Χημείου στα δυτικά όρια της Πανεπιστημιούπολης Θεσσαλονίκης, έγινε, στις 25/2/1973, μια συγκέντρωση φοιτητών που συγκάλεσε ο χουντικός φοιτητικός σύλλογος για να κατευνάσει τις αντιδράσεις των φοιτητών απέναντι στις «στημένες» φοιτητικές εκλογές από το καθεστώς. Τότε έπεσε και ο πρώτος νεκρός στο φοιτητικό κίνημα στην Θεσσαλονίκη. Την ημέρα της συναυλίας στις 5 Μάη «πυρπολήθηκε» μπροστά στην Πολυτεχνική Σχολή ο φοιτητής της Οδοντιατρικής Ρουκουνάκης, από την Κριτσά Λασιθίου, «για ερωτικούς λόγους…» όπως ανακοίνωσε τότε η αστυνομία, αλλά «εκτέλεση» από το καθεστώς για να αποκρυφτούν τα βασανιστήρια στα οποία τον είχαν υποβάλλει.
Παρακαλώ την σύνταξη να βρεί την εκτέλεση του τραγουδιού "Ήρθε Βοριάς, Ήρθε Νοτιάς" με τις αδελφές Βουγιουκλή καθώς και την μπαλάντα "τέσσερεις Στρατηγοί" και ει δυνατόν να τις αναρτήσει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικό το αφιέρωμα (όπως πάντα) με τη συμβολή και του Μανόλη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘαυμάσια η ερμηνεία από τις αδελφές Βουγιουκλή, αν και προσωπικά προτιμώ αυτή του ίδιου του συνθέτη. αν μπορέσετε να βρείτε (ζητώ συγγνώμη για τις κατά συρροή παραγγελιές, αλλά οι η περί τα πληροφορικά –ανύπαρκτες- γνώσεις μου, δεν μου επιτρέπουν να το κάνω ο ίδιος) την ερμηνεία του στον ηθοποιό, ελπίζω, θα συμμερισθείτε την άποψή μου, ότι είναι υπέρτερη και αυτής (εκπληκτικής) του Χορν.
Ο Μ.Χ. εκτός από εκπληκτικός μουσικός ήταν και εξαίρετος χειριστής του λόγου επιβεβαιώνοντας την άποψή μου ότι μιλάμε όπως σκεπτόμαστε και σκεπτόμαστε όπως μιλάμε, γι΄ αυτό επιτρέψτε μου να σας παραθέσω ένα «βιογραφικό σημείωμα», έτσι όπως το έγραψε ο ίδιος σε πρώτο πρόσωπο.. Αξίζει να το διαβάσετε..
«Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ, με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες, έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία-πανσπερμία απ' όλες τις γωνιές της Ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες. Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ' την Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ' την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ΄ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη «ευρωπαϊκή», φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Προσπάθησα όλον το καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το '32 στην Αθήνα όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου.
Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ' επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ' όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ' απομάκρυναν ύπουλα απ' τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι' αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Έτσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ' το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ότι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία. Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν' αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι έλληνες σωβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ' ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.
Το '66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς - ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το '72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε Πολύτροπον, ίσαμε τη μεταπολίτευση του '74, όπου και τόκλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων - μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό το '75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ' έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ' ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα σ' αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού, εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα.
Το καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι:
Αδιαφορώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.
Πιστεύω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ' αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθέντες συνήθειές μας.
Περιφρονώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα. Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου, μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός.»
Σαν επίμετρο θα παραθέσω τον εξαιρετικά επίκαιρο αφορισμό του:
«Δύο είναι οι εχθροί της πολιτικής και του πολιτισμού: ο λαϊκισμός και ο ελιτισμός.»
Πήραμε το πάρα κάτω σχόλιο:
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεκαοχτώ χρονών παιδί, κατέβηκα το καλοκαίρι του '62 απ` την επαρχία στην Αθήνα. (Έπρεπε να περάσω επιτυχώς τις εξετάσεις στη γερμανική γλώσσα, στο πανεπιστήμιο Αθηνών, ώστε να έχω δικαίωμα συναλλάγματος στη Γερμανία όπου έφευγα για σπουδές - έτσι ήταν τότε).
Εκείνη την εποχή, η Αθήνα απέπνεε το άρωμα μιάς καλλιτεχνικής και πνευματικής "αναγέννησης", μετά τα πικρά χρόνια του εμφύλιου με όσα τον ακολούθησαν. Ένιωθα ότι "κάτι γίνεται", ένα αεράκι ελπίδας διαπερνούσε όλη την ατμόσφαιρα. Τότε ήταν, που με προτροπή της θείας μου Ελευθερίας, πήγα στην παράσταση "οδός ονείρων" του Μάνου Χατζιδάκι, σ`ένα ανοιχτό θέατρο στις αρχές της λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Βγήκα απ` την παράσταση άφωνος, καταγοητευμένος, καθαρμένος, σαν να είχα κάνει ένα λουτρό ψυχής. Ήταν η πρώτη επαφή μου με το Μ.Χ. Λίγες μέρες αργότερα, τον συνάντησα να περπατάει στο πεζοδρόμιο της Αλεξάνδρας κοντά στο θέατρο. Επιστρατεύοντας όλα τα κουράγια μου και παραμερίζοντας τους δισταγμούς μου, τον χαιρέτησα:
-Καλημέρα σας κύριε Χατζιδάκι!
-Καλημέρα παιδί μου, μου απάντησε μ`ένα χαμόγελο.
Η μουσική του Μ.Χ. με συντρόφεψε τον πρώτο καιρό της δύσκολης προσαρμογής στο ψυχρό γερμανικό περιβάλλον: από ένα παλιό μαγνητόφωνο (απο εκείνα με τη φαρδιά μαγνητοταινία), άκουγα συνεχώς τις "πασχαλιές μέσα απ`τη νεκρή γη" κι ήταν η μουσική αυτή που με έφερνε κοντά στην πατρίδα και με συντρόφευε τις ώρες της μοναξιάς.
Ακόμα και τη γυναίκα μου τη γνώρισα μέσα από ένα τραγούδι του Μάνου: όταν την πρωτοείδα σε μιά φοιτητική συγκέντρωση, μου ζήτησε να παίξω με τη κιθάρα το "χάρτινο το φεγγαράκι".
Ο Μάνος μαζί με το Μίκη, γέμισαν μουσικά (και όχι μόνο) τις ζωές όλων μας και τους κουβαλάμε σαν πολύτιμη παρακαταθήκη.
Ας είναι καλά η θεία μου η Ελευθερία (φιλόλογος τότε σε κάποιο Γυμνάσιο στο Παγκράτι, αγαπημένη φοιτήτρια του Ι. Κακριδή και παλιά ΕΑΜίτισα), που με έμπασε σ`ένα κόσμο ομορφιάς και υψηλής αισθητικής. Η ίδια με πήγε στο υπογειάκι της Σταδίου όπου πρωτοπαρακολούθησα παράσταση με τον Κ.Κουν. Το καλοκαίρι εκείνο ανέβαζε κι ο Μίκης την "όμορφη πόλη", δεν είχα όμως αρκετά χρήματα για να ζήσω κι εκείνη την παράσταση...
Αντώνης Τυμπανίδης
Αντώνη
ΑπάντησηΔιαγραφήπολύ συγκινητική η παρέμβασή σου.
Σε ζηλεύω πολύ γιατί είχες αυτή την ευτυχισμένη εμπειρία.
Εκείνο το καλοκαίρι ήταν σταθμός σε μία πνευματική αναγέννηση που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται στη χώρα μας, μετά τον εμφύλιο και τα χρόνια της τρομοκρατίας που ακολούθησαν, μια αναγέννηση που διακόπηκε βίαια από τη χούντα, η οποία εκτός των άλλων ευτέλισε το ήθος ενός λαού, γκρεμίζοντας ότι άφησε όρθιο ο εμφύλιος.
Από το παράθυρο του γραφείου μου βλέπω, πλέον, τα ερείπια του θεάτρου που αναφέρεσαι, ένα χώρο που έχει μεταβληθεί σε ερειπιώνα, απέραντο σκουπιδότοπο και τόπο "φιλοξενίας" άστεγων μεταναστών (και ίσως όχι μόνο).
Πολλές φορές σκέπτομαι ότι αποτελεί ένα ζωντανό παράδειγμα της μεταπολεμικής μας διαδρομής, ένας λιτός χώρος όπου όμως έλαβαν χώρα γεγονότα υψηλού αισθητικού επιπέδου και σήμερα ότι σας περιέγραψα. Μια ελληνική μικρογραφία.
Είπα ότι σε ζηλεύω γιατί εμείς, λόγω ηλικίας, αλλά κυρίως γιατί δεν υπήρξε η θεία Ελευθερία (όνομα και πράγμα) απωλέσαμε αυτές τις σπάνιες στιγμές. Ότι ακούμε, σήμερα, κυρίως τα τραγούδια, από εκείνη την παράσταση δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να αποκαταστήσει, έστω και στο ελάχιστο, την απώλεια, μάλλον την υπογραμμίζει.
Η Ελλάδα μεταπολεμικά ευτύχησε να έχει, σε όλους τους τομείς, γιγάντιες πνευματικές και καλλιτεχνικές προσωπικότητες.
Στο χώρο της μουσικής ευτύχησε να έχει τρεις πανύψηλες κορυφές, τον Τσιτσάνη (πρέπει να του κάνουμε ειδικό αφιέρωμα), το Μάνο και το Μίκη και καμιά δεκαπενταριά, τουλάχιστον, ακόμα δημιουργούς των οποίων η ύπαρξη, αν δεν βρισκόταν δίπλα σ΄ αυτούς τους ογκόλιθους, θα αποτελούσε (και αποτελεί) από μόνη της ύψιστη τιμή για κάθε χώρα.
Τουλάχιστον μας άφησαν νερό να πορευόμαστε.
Καλό σου βράδυ.
Μπράβο και πάλι μπράβο Γιώργο, πάντα άξιος.Ξέρω πόσο δύσκολο ήταν να το βρεις, δεν πολυκυκλοφορεί. Δεν συμφωνείς ότι άξιζε τον κόπο; δεν είναι καταπληκτικός;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα μπράβο σε σένα Σοφιστή, που χάρη στην υπόδειξή σου απολαύσαμε μια εκπληκτική ερμηνεία του τραγουδιού από τον Μάνο, την οποία -εγώ τουλάχιστον - άκουσα για πρώτη φορά!
ΔιαγραφήΚατ' αρχήν καλημέρα σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλπίζω η επίδραση του αποτελέσματος των εκλογών της 17ης Ιούνη να έχει αρχίσει να παρέρχεται, γιατί διαπιστώνω μια συναισθηματική "μελαγχολία" στα σχόλιά σας, σαν δηλαδή να εκφράζετε την ρομαντική άποψη ... "τί ωραία που ήταν τότε!"
Ίσως και να ήταν.
Η πατρίδα μας πέρασε πολυτάραχους καιρούς, ειδικά τον περασμένο αιώνα, που όμως ανέδειξαν σπουδαίους ανθρώπους στον χώρο της πολιτικής, της επιστήμης, της τέχνης, της φιλοσοφίας και των γραμμάτων. Από την στιγμή που πιστέψαμε ότι θα μπορέσουμε κι εμείς να ζήσουμε μια περίοδο ειρήνης και ευημερίας τότε αναδείχτηκαν όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά της φυλής μας, γιατί σταμάτησε ο "συναγερμός" του κινδύνου να λειτουργεί μέσα μας και να μας καλέι σε εγρήγορση. Πάντως κι εκείνη την εποχή συνέβαιναν - σε αντίστοιχο μέγεθος - αυτά που συμβαίνουν και σήμερα. Το πρόβλημα βρίσκεται σ' αυτό που δυστυχώς διατύπωσε ο Μητσοτάκης την δεκαετία του '90: "... σε δέκα χρόνια κανείς δεν θα θυμάται τίποτα" (σ.σ. αφορούσε την ονομασία της F.Y.R.O.M.).
Μπορούμε ωστόσο να ανπολούμε τις παλιές καλές εποχές.
Αν θυμάμαι καλά το Θέατρο της λεωφόρου Αλεξάνδρας λεγόταν ΘΕΑΤΡΟ PARK εξ αιτίας του Πάρκου του Πεδίου του Άρεως. Μικρός τότε εγώ δεν έζησα την εμπειρία της "Όμορφης Πόλης", το 1962. Μόνο τότε, ακριβως απέναντι και λίγο χαμηλότεραπρος την Πατησίων, για ένα καλοκαίρι παιζόταν "Ο Πατούχας" του Κονδυλάκη, από την Λαϊκή Σκηνή του Μάνου Κατράκη, με τον ίδιο στον ομώνυμο ρόλο. Τί εντύπωση είχε κάνει στην παιδική μου ψυχή - μόλις έντεκα χρονών - ο Κατράκης ... θεόρατος στα παιδικά μου μάτια πάνω στην σκηνή!
Δυο χρόνια αργότερα, στην ... στιγμιαία πολιτιστική άνοιξη μετά το έρεβος της πρώτης Καραμανλικής επταετίας, στο Θέατρο PARK παραστάθηκαν οι "Ορνιθες" του Αριστοφάνη, η παράσταση του θεάτρου Τέχνης, σε σκηνοθεσία του μεγάλου Κάρολου, σκηνικά και κοστούμια Τσαρούχη και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Πρωταγωνιστής ο Χριστόφορος Νέζερ, δεν θυμάμαι ποιός ήταν ο συμπρωταγωνιστής, ούτε και ποιόν από τους δυο ρόλους έκανε (Πεισθέταιρο ή Ευελπίδη). Είδα τότε αυτήν την παράσταση (1964), την ίδια ακριβώς παράσταση που ... κόστισε στον Τσάτσο την ... κότα που τον ακολουθούσε στα σκίτσα του Δημητριάδη.
Θυμήθκα τα περιστατικά μετά το σχόλιο του Αντώνη και μάλιστα σε σχέση με την χίμαιρα που αναζητήσαμε στιγμιαία την περασμένη Κυριακή. Μη σκιάζεστε όμως, ποτέ δεν τελειώνει ο αγώνας!
Πήραμε το πάρα κάτω σχόλιο:
ΑπάντησηΔιαγραφήΜιλώντας, Δημήτρη, για το θέατρο PΑRK, είναι θλιβερή η διαπίστωση ότι η Ελλάδα, εκτός από απέραντο φρενοκομείο (όπως είπε κάποτε ο Καραμανλής), και εκτός από μπουρδέλο κατάντησε επιπλέον απέραντος σκουπιδότος, εκεί που κάποτε ανθούσε πολιτισμός.
Όσο για τις "όρνιθες" Μανόλη, είχα την τύχη να παρακολουθήσω τη θαυμάσια αυτή παράσταση με τους ίδιους ακριβώς συντελεστές, το καλοκαίρι του `65 ή `66, όταν ήρθε το θέατρο Κουν στο Μόναχο και θεωρήθηκε,βέβαια, το μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς.
Αντώνης Τυμπανίδης