ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Ο πρίγκιψ του ελληνικού noir Γρηγόρης Αζαριάδης...


[ συνέντευξη στον Πάνο Γιαννάκαινα ]
http://superiorbooks.gr/

Όσοι λατρεύουν την αστυνομική Λογοτεχνία τον ξέρουν καλά, τον έχουν διαβάσει και του έχουν αποδώσει την θέση που του αξίζει, δίπλα στα «μεγαθήρια» της ελληνικής γραμματείας: τον Γιάννη Μαρή,τον Πέτρο Μάρκαρη και τον τον Τμίμμυ Κορίνη, αλλά και τους νεότερους, την Χίλντα Παπαδημητρίου, τον Θοδωρή Καλλιφατίδη, τον Πέτρο Μαρτινίδη, τον Τεύκρο Μιχαηλίδη, τον Ντίνο Οικονόμου, τον Ανδρέα Αποστολίδη, τον Γιάννη Ρεμούνδο, τον Μάρκο Κρητικό, τον Στέλιο Παπαγρηγορίου, τον Γιώργο Μπράμο και αρκετούς ακόμη που με την πένα τους μας κράτησαν σε αγωνία ατέλειωτες ώρες ανάγνωσης!

Ο λόγος για τον Γρηγόρη Αζαριάδη, που έκανε την εμφάνισή του το 2012 και κατάφερε μέσα σε τρία χρόνια, με μόλις δύο βιβλία, να κερδίσει τον τίτλο τού «πρίγκιπα» του σύγχρονου ελληνικού μυθιστορήματος: Το Παλιοί λογαριασμοί και το Η τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου (αμφότερα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη).

Με αφορμή τις φήμες περί του τρίτου κατά σειρά εκδοτικού εγχειρήματος που αναμένεται εντός των επομένων μηνών, το Superior Books συνάντησε και μίλησε με τον συγγραφέα για όλα όσα έχουν να κάνουν με το λογοτεχνικό είδος στο οποίο εξειδικεύεται -και όχι μόνον!
Με αφορμή τις φήμες περί του τρίτου κατά σειρά εκδοτικού εγχειρήματος που αναμένεται εντός των επομένων μηνών, το Superior Books συνάντησε και μίλησε με τον συγγραφέα για όλα όσα έχουν να κάνουν με το λογοτεχνικό είδος στο οποίο εξειδικεύεται -και όχι μόνον!



Εδώ και χρόνια, την στιγμή που καθ΄όλα άξιοι Έλληνες εκπρόσωποί της δημοσιεύουν τα «διαμάντια» τους (που πολλοί συνάδελφοι στο εξωτερικό θα ζήλευαν), μια μερίδα «αμετανόητων» επιμένει να χαρακτηρίζει το αστυνομικό μυθιστόρημα ως «παραλογοτεχνία». Τι θα απαντούσατε εσείς για αυτήν την αδόκιμη υποτίμηση;
Το αστυνομικό μυθιστόρημα στις μέρες μας είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή». Αυτή η δήλωση έχει γίνει στο πρόσφατο παρελθόν από τον Π. Μάρκαρη, τον πατριάρχη του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος, κι έχει προσυπογραφεί από τον βετεράνο συγγραφέα Φ. Φιλίππου, αλλά και πολλούς άλλους Έλληνες αστυνομικούς συγγραφείς. Και με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο.
Το σύγχρονο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα αναφέρεται σε σημαντικό βαθμό στα σύγχρονα προβλήματα που ταλανίζουν την κοινωνία μας. Οικονομική κρίση, διαφθορά, διαπλοκή, είναι από τα βασικά θέματα, που αναδεικνύονται μέσα από τις σελίδες των ελληνικών αστυνομικών. Πέρα από την θεματολογία, ο τρόπος γραφής είναι πραγματικά σε υψηλό επίπεδο και δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από τον αντίστοιχο των συναδέλφων που υπηρετούν κλασικά λογοτεχνικά είδη. Κάποιοι μάλιστα αστυνομικοί συγγραφείς τούς υπερβαίνουν. Οπότε, θεωρώ ότι ο χαρακτηρισμός «παραλογοτεχνία» καταρρέει αυτομάτως.
Το σύγχρονο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα ανατέμνει λεπτομερειακά όλα τα προαναφερόμενα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και βάζει βαθιά το μαχαίρι στις πληγές που έχουν δημιουργήσει η διαφθορά, η διαπλοκή και οι πελατειακές σχέσεις κομμάτων και πολιτών. Και το κάνει με ένα ιδιαίτερο τρόπο, που δεν απαντά και στα ευρύτερα καθοριζόμενα ως κοινωνικά μυθιστορήματα.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ένα ολοένα αυξανόμενο ποσοστό γυναικών, που μέχρι πρόσφατα φανατικά  και αμετανόητα διάβαζαν κοινωνικά μυθιστορήματα, έχουν μεταστραφεί στο Αστυνομικό, αποτελώντας μια σημαντική δεξαμενή άντλησης νέων αναγνωστών αστυνομικών μυθιστορημάτων. Και ο βασικότερος λόγος είναι ότι στα αστυνομικά τίθενται σοβαρά κοινωνικά προβλήματα, τα οποία όμως παρουσιάζονται με πιο απλό και κατανοητό τρόπο για τον αναγνώστη. Επιπροσθέτως, η αστυνομική πλοκή που μεσολαβεί κάνει την ανάγνωση ελκυστικότερη και πολύ πιο ενδιαφέρουσα.
  


 Επιμένω στο προηγούμενο ερώτημα, ακριβώς επειδή στα βιβλία σας δεν αρκείστε στο έντονο σασπένς και την πλοκή, αλλά αφήνεστε να… παρασυρθείτε και στην επισήμανση ορισμένων θεμάτων που, αν μη τι άλλο, προβλημάτισαν ή και ακόμη προβληματίζουν την κοινωνία μας -χαρακτηριστικά της «γνήσιας» Λογοτεχνίας. Οφείλει τέτοιου είδους αναφορών ο «αστυνομικός» λογοτέχνης;

Κι εγώ θα επιμείνω στην προηγούμενη απάντηση ! Προσωπικά, δεν έχω πρόβλημα να παραδεχτώ ότι αφήνομαι να παρασυρθώ από την αναφορά στα συγκεκριμένα κοινωνικά θέματα. Ο σύγχρονος συγγραφέας του αστυνομικού κοινωνικού μυθιστορήματος δεν μπορεί να γράφει… εν κενώ. Γράφει μέσα στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που ασφυκτιά σ΄ένα κλίμα εφιαλτικής οικονομικής κρίσης και, συνακόλουθα, μιας ζοφερής κρίσης αξιών, που επιτίθεται ανελέητα διαλύοντας τον κοινωνικό μας ιστό. Δεν είναι δυνατόν να βγαίνει από την πόρτα του και να βλέπει εκατοντάδες άστεγους και συνανθρώπους να ψάχνουν στα σκουπίδια, κι εκείνος να σφυρίζει αδιάφορα και να πηγαίνει ατάραχος να απολαύσει τον φρέντο καπουτσίνο του.
Τελικά, το θέμα δεν είναι αν οφείλει να κάνει τέτοιου είδους αναφορές, αλλά αν αισθάνεται ότι δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια σε αυτά που συμβαίνουν καθημερινά στον κοινωνικό του περίγυρο.
Ο σύγχρονος συγγραφέας του αστυνομικού κοινωνικού μυθιστορήματος δεν μπορεί να γράφει… εν κενώ. Γράφει μέσα στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που ασφυκτιά σ΄ένα κλίμα εφιαλτικής οικονομικής κρίσης και, συνακόλουθα, μιας ζοφερής κρίσης αξιών, που επιτίθεται ανελέητα διαλύοντας τον κοινωνικό μας ιστό.

Συχνά με ρωτούν: Τι ακριβώς πρεσβεύει η μεγάλη σχολή νουάρ και ποια τα χαρακτηριστικά της στον χώρο της Τέχνης; Βεβαίως έχουν κατά νου την έβδομη Τέχνη, αλλά αρκετοί εμφανίζονται μυημένοι και στον χώρο του βιβλίου…

Το νουάρ είναι μια τεράστια συζήτηση κι επιδέχεται πολλών προσεγγίσεων. Αν θέλουμε να αποφύγουμε ακαδημαϊκούς όρους και να δούμε τα πράγματα με κατανοητό και ρεαλιστικό τρόπο, θα πρέπει να καταφύγουμε στον χώρο του κινηματογράφου. Σίγουρα το νουάρ φέρνει στο μυαλό ατμόσφαιρα… Σκοτάδι, κακοφωτισμένοι δρόμοι, μπαρ με χαμηλωμένα φώτα που σκορπάνε περίεργες ανταύγειες στον χώρο, καπνός, σκληροί άντρες και μοιραίες γυναίκες, που αντέχουν στο ποτό και… υπονοούν και τον έρωτα. Κρυφές αγάπες, προδοσίες και… κάποιοι φόνοι στο βάθος της εικόνας!
Με δυο λόγια, πιστή εφαρμογή των αθάνατων κλισέ του κόσμου της νύχτας: Σκοτάδι εναντίον φωτός, έρημοι δρόμοι εναντίον σαλονιών, άνθρωποι στα όρια του νόμου και της παρανομίας εναντίον αξιοπρεπών δημόσιων και ιδιωτικών υπαλλήλων -όλων των «καθωσπρέπει».
Και η διαφθορά σε πρώτο πλάνο κι όχι κρυμμένη κάτω από το λούστρο μιας δήθεν νόμιμης και κοινωνικά αποδεκτής συμπεριφοράς. Και οι μοναχικοί ήρωες διασχίζουν με κουρασμένο βήμα τους σκοτεινούς δρόμους ψάχνοντας κάποιο παράθυρο που θα μπορούσε να τους οδηγήσει σ’ έναν λίγο πιο φωτεινό κόσμο…

Η «επέλαση» της λεγόμενης σκανδιναβικής σχολής σαφώς τάραξε τα λίγο πολύ «λιμνάζοντα ύδατα» της παγκόσμιας αστυνομικής Λογοτεχνίας. Προς στιγμήν φάνηκε ότι αυτοί οι σύγχρονοι… Βίκινγκς θα πέταγαν στο «καναβάτσο» ακόμη κι αυτούς τους παραδοσιακούς μύστες της αγγλοσαξωνικής crime σχολής, όπως ο Ρέιμοντ Τσάντλερ ή ο Αμερικανός Τζέιμς Μάλαχαν Κέιν. Το ελληνικό κοινό, επίσης, δεν κατάφερε να αντισταθεί στην μαγεία της γραφίδας τους. Ως Έλληνας συγγραφέας αστυνομικού, νιώσατε κάποια στιγμή την επιτυχία τους ως δικό σας «παραγκωνισμό»;

Εδώ χρειάζεται να ανοίξουμε μεγάλη κουβέντα. Εν πάση περιπτώσει, θα καταθέσω την προσωπική, ως συνήθως και αιρετική, άποψή μου. Η Σκανδιναβική Σχολή αστυνομικού μυθιστορήματος είναι οπωσδήποτε πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά σαφώς υπερτιμημένη και χρήζει… λιποαναρρόφησης! Τα μυθιστορήματα των 600 και βάλε σελίδων μπορεί να εξυπηρετούν σε μεγάλο βαθμό τις κλιματολογικές ανάγκες των Σκανδιναβών, που θέλουν να διαβάζουν ογκώδη βιβλία τις ατέλειωτες νύχτες, αλλά αν αφαιρούσαμε καμιά διακοσαριά σελίδες και η πλοκή δεν θα επηρεαζόταν ουσιαστικά και θα αποκτούσαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Ο βασικός λόγος της μεγάλης εμπορικής επιτυχίας τους είναι αφενός το εξαιρετικό marketing των εκδοτών και αφετέρου το κοινωνικό υπόβαθρο, καθώς μας έδωσαν μια ζοφερή εικόνα: Την σκοτεινή πλευρά μιας επιφανειακά ευημερούσας κοινωνίας.
Οπωσδήποτε, υπάρχουν πολύ καλοί Σκανδιναβοί συγγραφείς, ιδιαίτερα στα πρώτα έργα τους, επειδή στη συνέχεια ακολουθούν το μοντέλο marketing και προώθησης στην Αγορά της Ευρώπης, συχνά αντιγράφοντας εαυτόν στα επόμενα μυθιστορήματα. Δεν μπορεί να μην υποκλιθείς στον Μανκέλ, στον Νταλ, στον Νέσμπο, που πέραν της σκληρής αστυνομικής πλοκής έχουν δημιουργήσει κι εντυπωσιακούς κεντρικούς ήρωες, που διατρέχουν όλα τα έργα τους. Βέβαια, κάποια στιγμή πρέπει να αποδώσουμε την τιμή των πρωτοπόρων στο ζευγάρι Σγιέβαλ – Βαλέε, που έγραψε τα αστυνομικά του μυθιστορήματα σαράντα και βάλε χρόνια πριν (των 250 παρακαλώ σελίδων… συγκρίνετέ το με το marketing των σημερινών 600 σελίδων που λέγαμε) και παράλληλα δημιούργησε τον αρχετυπικό ήρωα επιθεωρητή Μπεκ, που όλοι οι μεταγενέστεροι ψιλοαντέγραψαν.
Ως ταπεινός Έλληνας αστυνομικός συγγραφέας όντως συνειδητοποιώ ότι τα οικονομικά δεδομένα στην χώρα μας απαγορεύουν στους Έλληνες εκδότες να ακολουθήσουν ανάλογες στρατηγικές προώθησης και να υποστηρίξουν με αποτελεσματικότερο τρόπο τα εγχώρια αστυνομικά μυθιστορήματα, μερικά εκ των οποίων θα μπορούσαν -υπό προϋποθέσεις- να κάνουν μιαν αξιόλογη διεθνή καριέρα.
Η Σκανδιναβική Σχολή αστυνομικού μυθιστορήματος είναι οπωσδήποτε πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά σαφώς υπερτιμημένη και χρήζει… λιποαναρρόφησης!


Η αλήθεια είναι πως, προκειμένου να διεκπεραιώσουν την συγγραφή, τα ιερά «τέρατα» της Σκανδιναβίας (αλλά και της Ιρλανδίας τώρα τελευταία) διαθέτουν μέσα που εδώ στην Ελλάδα οι συγγραφείς ούτε τολμούν να διανοηθούν: Ομάδα έρευνας, γραμματειακή υποστήριξη, κρατικές επιχορηγήσεις ή οικονομική στήριξη από ιδιωτικούς φορείς και, τέλος, μια τεράστια Αγορά πρόθυμη να διαβάσει το «προϊόν». Είναι φανερό πως, λαμβανομένων όλων αυτών υπόψη, η ελληνική συγγραφή αστυνομικού καλείται να αντεπεξέλθει σε έναν άνισο αγώνα –ωστόσο η επιμονή των Ελλήνων είναι θαυμαστή. Πώς βλέπετε το μέλλον της ελληνικής αστυνομικής Λογοτεχνίας, τι «αφουγκράζεστε» από τον κόσμο που σας διαβάζει, τι πιστεύετε ότι λείπει στο είδος σας, ώστε η προσπάθειά σας να λάβει την θέση που της αρμόζει;
Είναι μια πικρή αναπόφευκτη αλήθεια. Ο Μανκέλ, ο Νέσμπο, ο Νταλ κι άλλοι σύγχρονοι Σκανδιναβοί, έχουν στην διάθεσή τους (και επί πληρωμή) ολόκληρο επιτελείο από βοηθούς, ντετέκτιβς, ψυχολόγους, νομικούς κ.λπ., που εργάζονται παράλληλα και ουσιαστικά αποτελούν μια ομάδα, που αναλαμβάνουν να καλύψουν συγκεκριμένους τομείς της πλοκής. Ουσιαστικά συγγράφουν το μυθιστόρημα! Από την άλλη πλευρά, για να δούμε τους συσχετισμούς, εγώ για το επόμενο μυθιστόρημά μου έκανα προσωπική έρευνα επί 18 μήνες, μιλώντας με αστυνομικούς, ψυχολόγους, εγκληματολόγους… μέχρι και με ιατροδικαστή! Μόνος μου! Καταλαβαίνετε την διαφορά…
Όσο για το μέλλον της ελληνικής αστυνομικής Λογοτεχνίας, όσο οι εκδότες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα στην προώθηση των έργων των Ελλήνων συγγραφέων (τόσο σε θέματα επενδύσεων όσο και νοοτροπίας), το μέλλον προδιαγράφεται δυσοίωνο. Και είναι κρίμα, γιατί επιμένω ότι υπάρχουν αξιόλογοι αστυνομικοί συγγραφείς που δεν υστερούν των αντίστοιχων Ευρωπαίων.
Από την εποχή των «λαϊκών αναγνωσμάτων» του περιοδικού Τύπου φτάσαμε αισίως στην αυτόνομη φόρμα και την αυθύπαρκτη παρουσία του αστυνομικού μυθιστορήματος. Όλοι γνωρίζουν πλέον τα βιβλία του Γιάννη Μαρή ή του Πέτρου Μάρκαρη -κυρίως λόγω της επιμονής των εκδοτών και όχι τόσο εξαιτίας μιας καθυστερημένης, ίσως, ανάπτυξης ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού. Βεβαίως, οι νεότεροι του είδους, όπως ο Αποστολίδης και ο Φιλίππου, ο Μαμαλούκας, η Παπαδημητρίου, ο Γκάκας και ο Ρεμούνδος, παραμένουν στην σκιά. Πώς το ερμηνεύετε και σε τι κατά την γνώμη σας οφείλεται η επιμονή του κοινού να προτιμά τους ξένους συγγραφείς του είδους (συμπέρασμα βασισμένο στα νούμερα των πωλήσεων των αντίστοιχων τίτλων);

Οι βασικότεροι λόγοι έχουν ήδη προαναφερθεί. Πολλοί από τους Ευρωπαίους συγγραφείς είναι όντως εξαιρετικοί κι έχουν γράψει καταπληκτικά αστυνομικά μυθιστορήματα, τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα, οι εκδότες τους προωθούν αποτελεσματικά τα βιβλία τους κεφαλαιοποιώντας την δυναμική διαφημιστική υποστήριξη και τα πανευρωπαϊκά πλάνα marketing, που τους έχουν κάνει γνωστούς στο ευρύτερο κοινό.
Σε αντιδιαστολή, οι Έλληνες εκδότες, λόγω και των οικονομικών προβλημάτων, διστάζουν να επενδύσουν και να προωθήσουν τα έργα των Ελλήνων συγγραφέων. Αν κι υπάρχουν παραδείγματα κάποιων που τόλμησαν και δικαιώθηκαν.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο εκδότης μου Σ. Γαβριηλίδης με την προώθηση του έργου του Πέτρου Μάρκαρη, που έχει μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και του μοναδικού Θ. Καλλιφατίδη, που βέβαια ζει και δημιουργεί εδώ και δεκαετίες στην Σουηδία.
Οπωσδήποτε, μια συλλογική προσπάθεια των Ελλήνων εκδοτών, που θα είχε στόχο τον καταμερισμό και την σημαντική μείωση του κόστους προώθησης των βιβλίων, ίσως έδινε την ευκαιρία σε πολλά αξιόλογα αστυνομικά μυθιστορήματα να διευρύνουν τις πωλήσεις στην χώρα μας.
Και βέβαια υπάρχει και η αδυναμία των, κατά τα άλλα πολύ σημαντικών και αξιόλογων, βιβλιοφιλικών blogs, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν ουσιαστικότερα τα σύγχρονα αστυνομικά μυθιστορήματα. Κάποια αποφεύγουν να αναφερθούν στο αστυνομικό, κάποια άλλα το αντιμετωπίζουν με δυσπιστία και κάποια ανεβάζουν κριτικές ερασιτεχνικού επιπέδου. Λίγα μόνο από αυτά τα blogs έχουν πραγματικά βοηθήσει στην προώθηση του αστυνομικού μυθιστορήματος. Σου προκαλούν την αίσθηση ότι δεν έχουν κατανοήσει την ανάδειξη σημαντικών κοινωνικών θεμάτων μέσα από τα αστυνομικά μυθιστορήματα και την δυνατότητα να προσελκύσουν ένα ευρύτερο κοινό. Το ίδιο ισχύει και για τον Τύπο γενικότερα.


Οι ήρωές σας είναι άνθρωποι της «διπλανής πόρτας», όπως συνηθίζεται να λέμε -μια συνταγή που επιτυχώς εφήρμοσε ο Αμερικανός Ντόναλντ Γουέστλεϊκ αλλά και, εν μέρει, ο συμπατριώτης του Έλμορ Λέοναρντ. Δεν τους «αγιοποιείτε», συχνά τους μέμφεστε ή τους στηλιτεύετε με σαρκασμό, άλλοτε πάλι τους περιβάλλετε με μιαν ιδιάζουσα στοργή, μα στο τέλος δεν φείδεστε την «ανθρωποθυσία» -όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του ήρωα-αστυνόμου στο πρώτο σας βιβλίο, το Παλιοί λογαριασμοί. Σε τι εξυπηρετεί αυτή η «μεταχείριση» από την πλευρά σας, πέρα από την «οικονομία» του μύθου και την κατάκτηση της «αληθοφάνειας» που θεωρείται, ούτως ή άλλως, ως υποχρέωση ενός επιτυχημένου συγγραφέα;

Ένας άνθρωπος, που ζει σε μια πόλη γεμάτη αντιφάσεις, όπως η Αθήνα, και κυκλοφορεί με τις κεραίες τεντωμένες, συλλαμβάνει διαρκώς κωδικοποιημένα μηνύματα από τον κοινωνικό περίγυρο. Οι καθημερινές σκηνές στους δρόμους, τα καφέ, το Μετρό, τα μπαρ και τις ταβέρνες, καταγράφονται στον κομπιούτερ του εγκεφάλου σαν ακατέργαστες πληροφορίες και με το κατάλληλο ερέθισμα συνδυάζονται και βγαίνουν αυτόματα σαν εικόνες στο λευκό χαρτί που έχεις μπροστά σου. Όπως είναι λογικό, όλες αυτές οι εικόνες αναφέρονται στους καθημερινούς ανθρώπους, στους ανθρώπους «της διπλανής πόρτας», που όσο κι αν κάποιοι τους αντιμετωπίζουν συγκαταβατικά είναι πέρα για πέρα αληθινοί. Περπατάνε, μιλάνε, γελάνε, κλαίνε, ιδρώνουν… Όσο κι αν κλυδωνίζονται έχοντας αποδυθεί σε μιά καθημερινή σκληρή μάχη για την επιβίωση, εν μέσω της ασφυκτικής οικονομικής κρίσης, διατηρούν ζωντανά τα δικά τους συναισθήματα και παλεύουν να διατηρήσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο στην προσωπική τους ζωή.
Προφανώς, δεν είναι «άγιοι». Κάνουν λάθη, κάποιες φορές διολισθαίνουν στα όρια νόμου και παρανομίας, σαν αυθεντικοί ήρωες κλασικού φιλμ νουάρ. Όσο αξίζουν την μομφή και τον σαρκασμό, άλλο τόσο αξίζουν την στοργή και την αγάπη μας! Τελικά είναι απόλυτα αληθινοί. Αυτοί λοιπόν είναι είναι οι άνθρωποι που στροβιλίζονται στο οπτικό μας πεδίο και είναι απόλυτα φυσιολογικό να πρωταγωνιστούν στα έργα μας.
Θα ήθελα να προσθέσω κάτι ακόμη. Στην διάρκεια της έρευνας για το τρίτο μου βιβλίο, που έχω ήδη αναφερθεί, ήρθα σε επαφή με άτομα από το Ανθρωποκτονιών (Τμήμα Εγκλημάτων κατά ζωής κ.λπ.). Αυτοί κι αν είναι «άνθρωποι της διπλανής πόρτας». Ήθελα να δω πώς είναι, τον τρόπο που σκέπτονται, ακόμη και τον τρόπο που λειτουργούν. Βλέπετε, κάποιοι φίλοι θεώρησαν τους αστυνομικούς μου ήρωες μη ρεαλιστικούς, επειδή άκουγαν Pink Floyd, κάπνιζαν, έκανα σεξ κι είχαν πολιτικοκοινωνικούς προβληματισμούς! Εκτός του ότι οι άνθρωποι που συνομίλησα θεώρησαν όλα τα παραπάνω εντελώς φυσιολογικά, αλίευσα και την πληροφορία ότι υπήρχε και μέλος του Τμήματος που έπαιζε και παίζει (έχοντας αποχωρήσει πλέον) σε ροκ μπάντα που έχει στο ρεπερτόριό της και Pink Floyd !
Οι σύγχρονοι λοιπόν αστυνομικοί ντύνονται όπως κι οι ήρωες του CSI, έχουν στο γραφείο τους Mont Blanc, προβληματίζονται με τον κοινωνικό περίγυρο και θέλουν μιά Αστυνομία σαν κι αυτή που θέλουμε όλοι. Αυτούς λοιπόν τους χαρακτήρες εγώ θέλω να τους απεικονίσω στα μυθιστορήματά μου. Και -πιστέψτε με- είναι εντελώς αληθινοί.
Οι σύγχρονοι αστυνομικοί ντύνονται όπως κι οι ήρωες του CSI, έχουν στο γραφείο τους Mont Blanc, προβληματίζονται με τον κοινωνικό περίγυρο και θέλουν μια Αστυνομία σαν κι αυτή που θέλουμε όλοι.



Είναι σαφές πως, από το πρώτο σας κιόλας βιβλίο, δεν θελήσατε να ακολουθήσετε την συνταγή τού detective fiction, τουλάχιστον όσον αφορά τον κεντρικό σας ήρωα υπαστυνόμο Μίραλη. Ωστόσο η ιστορία συνεχίζεται στο δεύτερο βιβλίο, το Η τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου. Πόσο κοντά βρίσκονται ο Φίλιπ Μάρλοου του Τσάντλερ και ο Μίραλης του Αζαριάδη, πόσα κοινά στοιχεία έχουν και ποια η άποψή σας για τους λεγόμενους σίριαλ ντετέκτιβς με το απαράμιλλο ύφος, τις αναγνωρίσιμες πρακτικές – τακτικές και την παντοτινή επιτυχία τους στην διαλεύκανση ενός εγκλήματος – γρίφου;

Η συγγένεια του Μίραλη με τον Μάρλοου αφορά βασικά στην σκοτεινή, μοναχική πλευρά του χαρακτήρα των δύο ηρώων. Είναι δυό τύποι που «στο τέλος της μέρας θα έχουν κάνει αυτό ακριβώς που θέλουν κατά βάθος, αφήνοντας πίσω τους ένα κάρο εχθρούς…κι αν βγήκε τίποτε καλό από αυτό θα ήταν το προσωπικό τους μπόνους». Ιδιωτικός ντετέκτιβ ο Μάρλοου, υπαστυνόμος στο Ανθρωποκτονιών ο Μίραλης κι όμως, παρά τις τόσο διαφορετικές συνθήκες εργασίας, είναι κι οι δυο μοναχικοί λύκοι, ξεκομμένοι από την αγέλη, που λειτουργούν καλύτερα στην ερημιά των κακοφωτισμένων δρόμων.
Έτι περαιτέρω, ο Μίραλης κατατρύχεται από ψυχολογικά προβλήματα και ανισορροπεί ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Τον ελκύει περισσότερο το ταξίδι κι όχι η Ιθάκη αυτή καθαυτή. Κι αυτό αντανακλάται στις αμφιβολίες του σε όλη την διαδικασία των ερευνών μέχρι το φινάλε των «Παλιών Λογαριασμών». Κατ’ αυτή την έννοια, φέρνει περισσότερο στους καταραμένους ήρωες του Μανσέτ. Από την αρχή της ιστορίας μυρίζει… πτωμαΐνη! Καταλαβαίνεις ότι δύσκολα θα την βγάλει καθαρή…
Το ανοιχτό τέλος, οι συνεχείς ανατροπές και η δυνατότητα πολλαπλών ερμηνειών του φινάλε, αποτελούν άλλωστε σημείο αναφοράς στα μυθιστορήματά μου. Συμβολική μεταφορά τού προβληματισμού ότι δεν μπορούμε να κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου στην σημερινή κοινωνική συγκυρία. Περισσότερο μας ταιριάζει «ο ύπνος του λαγού» με το ένα μάτι ανοιχτό για παν ενδεχόμενο…
Στα βιβλία σας διέκρινα επανειλημμένα απαξιωτικές αναφορές για την τάξη των ευπόρων μεγαλοαστών, ιδίως των νεόπλουτων -ωστόσο οφείλω να ομολογήσω πως δεν υπάρχει αντίστοιχη «θέωση» του λαϊκού κόσμου του καθημερινού μόχθου, του προλετάριου μεροκαματιάρη που πασχίζει, μέσα σε τόσες αντιξοότητες, για τον «επιούσιο». Αντιθέτως, διέκρινα μια στωική διάθεση, μιαν αδιόρατη ειρωνική κριτική για τους ευκολόπιστους και άτολμους που αφήνονται έρμαια της εκμετάλλευσης από την ελίτ της εξουσίας του χρήματος. Μιλά ο επαναστατημένος Γρηγοριάδης, ο πολίτης που κουράστηκε να υπομένει την διαφθορά και να κυβερνάται από την διαπλοκή και τα «σκοτεινά» συμφέροντα της καθεστηκυίας τάξης;

Μιλάει ακριβώς ο πολίτης που κουράστηκε και σιχάθηκε τα φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής της άρχουσας τάξης, των κυβερνητικών και κομματικών στελεχών, και θεωρεί πως έχει δικαίωμα και υποχρέωση να ασκήσει ανελέητη κριτική στους εκπροσώπους τους.
Παράλληλα, όσο κι αν κατανοεί και νοιώθει «εμπάθεια» με την ψυχολογική έννοια του όρου (μπαίνει στην θέση τους), αντιμετωπίζει όλους τους καθημερινούς απλούς ανθρώπους, τους «εραστές του καναπέ» με στωική διάθεση, σαρκασμό και σκληρή κριτική. Ανατριχιάζει καθώς τους παρατηρεί να βλέπουν την ζωή τους να διαλύεται και το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια τους κι εκείνοι να παραμένουν αδρανείς, παθητικοί θεατές στο καθημερινό τους δράμα, και να σφυρίζουν αδιάφορα λες και παρακολουθούν τηλεοπτικό σήριαλ.
Αυτό φαίνεται καθαρά και στην περίπτωση των θυμάτων των δολοφονιών. Στο Παλιοί λογαριασμοί μιλάμε για ιεράρχες της διαφθοράς και της διαπλοκής. Στο Η τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου, πέραν της διαφθοράς στον δημόσιο βίο τους, καταστρέφουν αδίστακτα και την ζωή των ανθρώπων από το στενό τους περιβάλλον.

Δεν μπορούμε να κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου στην σημερινή κοινωνική συγκυρία. Περισσότερο μας ταιριάζει «ο ύπνος του λαγού» με το ένα μάτι ανοιχτό για παν ενδεχόμενο…

Σημαντική θέση στην αφήγησή σας λαμβάνει (συνειδητά) το σεξ. Άλλοτε το αγχωμένο, ευκαιριακό, βιαστικό σεξ των λίγων λεπτών, κι άλλοτε πάλι αυτό της απόλαυσης και της ηδονής. Πόσο σημαντικό είναι το σεξ στην αστυνομική Λογοτεχνία, ποια η θέση του και πώς προάγει τον μύθο;
Χμμμ… Καλή ερώτηση! Πάντα απορούσα με την επίμονη υποβάθμιση του σεξ στα έργα μεγάλων δημιουργών, για παράδειγμα στον Κλιντ Ίστγουντ, που θαυμάζω απεριόριστα. Αυτός ο έρημος ο Dirty Harry δεν είχε πάει ποτέ με γυναίκα; Το σεξ είναι μια φυσιολογική λειτουργία που καταλαμβάνει υψηλή θέση στην κλίμακα προτεραιοτήτων των περισσότερων ανθρώπων. Όπως είναι το φαγητό, ο ύπνος και τα συναφή. Προφανώς, για πολλούς δημιουργούς, το σεξ καταλαμβάνει μάλλον χαμηλότερη θέση στην κλίμακα των προτεραιοτήτων ή πάλι επικρατούν οι αναστολές, η υποκρισία κι ο καθωσπρεπισμός, και εξακοντίζουν την χρήση του σεξ στο πυρ το εξώτερον!
Θεωρώ τον εαυτό μου φυσιολογικό -στο συγκεκριμένο θέμα τουλάχιστον! Και στα μυθιστορήματά μου δίνω στο σεξ ανάλογη θέση με αυτή που δίνω και στην ζωή μου. Επί πλέον, το σεξ είναι απαραίτητο συστατικό στην ζωή των αστυνομικών ηρώων μου, ακριβώς επειδή τονίζει την ανθρώπινη πλευρά τού χαρακτήρα κι ενισχύει την αληθοφάνειά τους. Αποτελεί ελιξήριο και αντίδοτο, στο πλαίσιο μιας σκληρής, επικίνδυνης καθημερινότητας, που μπορεί να κρύβει περιπέτειες σε σκοτεινά ζοφερά μονοπάτια όπου ποτέ δεν ξέρεις τι σε περιμένει…
Πάντα απορούσα με την επίμονη υποβάθμιση του σεξ στα έργα μεγάλων δημιουργών, για παράδειγμα στον Κλιντ Ίστγουντ, που θαυμάζω απεριόριστα. Αυτός ο έρημος ο Dirty Harry δεν είχε πάει ποτέ με γυναίκα;



Στην γραφή σας δεν υπάρχουν «σκληρές» σκηνές, οι γνωστές «hard-boiled» του άφθονου αίματος -τουλάχιστον έτσι όπως οι ξένοι συνάδελφοί σας συνηθίζουν. Αντ΄αυτών, η έντονη παρουσία μια περισσότερο βαθιάς διαλεκτικής, ενός γνήσιου προβληματισμού κοινωνιολογικού και πολιτικού χαρακτήρα, προσδίδουν στο ύφος και την τεχνική σας στοιχεία γνήσια διαλογικής, χωρίς να αναιρείται ο «αστυνομικός» χαρακτήρας του βιβλίου. Είναι αποτέλεσμα μιας ευρύτερης ματιάς του συγγραφέα στα δρώμενα της εποχής μας, μιας θεώρησης ίσως που δεν θέλει να περιοριστεί στα στενά διακριτικά ενός βιβλίου περιπέτειας, ή αποτέλεσμα της «φυγόκεντρης» δύναμης στην οποία συχνά υποκύπτουν οι νέοι συγγραφείς και ίσως της «απειρίας» που τους χαρακτηρίζει κατά την διαδικασία εντοπισμού και υιοθέτησης της φόρμας και του ύφους που τους εκφράζει;
Σαφώς και δεν υπάρχουν σκληρές και τρομακτικές σκηνές, με το αίμα να ρέει σαν ποτάμι, όπως βλέπουμε σε αυτές που περιγράφει εξαιρετικά ας πούμε ο αγαπημένος μου Μανσέτ. Οι δικοί μου φόνοι είναι… καθαροί! Πέραν του συμβολισμού, αυτό γίνεται για έναν ακόμη λόγο: Θέλω να επιμείνω σε μια «καθαρή» σκηνή του εγκλήματος με ελάχιστα έως καθόλου ίχνη, πράγμα που εξ αρχής καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εξιχνίαση του φόνου και δίνει ιδιαίτερο χρώμα στην πλοκή του μυθιστορήματος.
Άλλωστε δεν πιστεύω ότι ένα κομματιασμένο πτώμα που πλέει σε λίμνες αίματος υπερέχει έναντι κάποιου αξιοπρεπούς… συναδέλφου του, που φέρει μόνο μια σφαίρα στην καρδιά ή το μέτωπο. Ίσα ίσα που το δεύτερο λειτουργεί σε διαφορετικό επίπεδο, αναγκάζοντας τον αναγνώστη να αποστασιοποιηθεί από αίματα και ακρωτηριασμένα πτώματα, και να επικεντρωθεί σε σημαντικότερα θέματα, όπως το κίνητρο για την δολοφονία.
Αναζητώντας το κίνητρο, οι ήρωες των μυθιστορημάτων μου ερευνούν σε μεγαλύτερο βάθος τον κοινωνικό χαρακτήρα του εγκλήματος ή τον ψυχολογικό, όπως συμβαίνει στο επόμενο βιβλίο μου, δηλαδή αναζητούν τα πραγματικά αίτια που κρύβονται πίσω από την πράξη. Η ανακάλυψη του κινήτρου ή η αποκάλυψη του κοινωνικού χαρακτήρα του εγκλήματος, αν θέλετε, αναδεικνύει τελικά και τον συμβολισμό της ίδιας της πράξης.
Οι δικοί μου φόνοι είναι… καθαροί! Δεν πιστεύω ότι ένα κομματιασμένο πτώμα που πλέει σε λίμνες αίματος υπερέχει έναντι κάποιου αξιοπρεπούς… συναδέλφου του, που φέρει μόνο μια σφαίρα στην καρδιά ή το μέτωπο.

Σύμφωνα με τον «δεκάλογο» της νουάρ αστυνομικής Λογοτεχνίας, το happy end θεωρείται ως απαράδεκτο; Από την εποχή του Ντάσελ Χάμετ έως αυτήν του Τζέιμς Έλροϊ και του Ίαν Ράνκιν, ο κεντρικός ήρωας είναι αναγνωρίσιμος όχι μόνο από το ταλέντο του στα «δύσκολα» αλλά και από τις κακές του συνήθειες, τις εξαρτήσεις και τις… αμαρτίες του. Αντιλαμβάνομαι όλα αυτά ως συστατικά στοιχεία του νουάρ, όπως επίσης το γεγονός ότι εσείς κλίνετε περισσότερο προς την λεγόμενη «γαλλική σχολή» του Ζορζ Σιμενόν και του Μορίς Ατιά. Πώς «συλλαμβάνετε» τους ήρωες των βιβλίων σας; Γιατί τους «απογυμνώνετε» από το προστατευτικό μυθοπλαστικό περίβλημα του άτεγκτου και σκληρού αστυνομικού και τους εμφανίζετε ως τρωτούς και καθημερινούς, απλούς ανθρώπους, χωρίς καμμία «επική» διάθεση, γεμάτους ελαττώματα και «αμαρτίες» όμοιες με αυτές που όλοι έχουμε «καταγράψει» και προσπαθούμε να κρύψουμε στην προσπάθεια ενός κάποιου… εξωραϊσμού του εαυτού μας;
Οξύμωρο σχήμα. Αντιφατικό. Όσο κι αν στην πλοκή των μυθιστορημάτων μου ακολουθώ μιά μάλλον κινηματογραφική οπτική, που τελικά μου επιτρέπει μια προσέγγιση που φλερτάρει επίμονα κι επικίνδυνα ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, στην δημιουργία των κεντρικών χαρακτήρων προτιμώ να τους χτίζω όσο τον δυνατόν πιο ρεαλιστικούς, πιο κοντά στην καθημερινή ζωή. Οι «άνθρωποι της διπλανής πόρτας» που λέγαμε… Βέβαια, αυτοί οι άνθρωποι τελικά είναι δισυπόστατοι, όπως κι οι περισσότεροι από εμάς.
Κάτω από την επιφάνεια του σκληρού αστυνομικού, που είναι αφοσιωμένος στο καθήκον, κρύβεται ένα σκοτεινό κι επικίνδυνο φλερτ με την αμαρτία και την παρανομία. Κάποιες φορές βέβαια αυτό το φλερτ καταλήγει σε… σεξ, κάποιες άλλες μένει πλατωνικό. Σημασία όμως έχει το πώς νοιώθει ο ήρωας μέσα του.
Οι ήρωές μου είναι επηρεασμένοι, όπως κι εγώ, από την γαλλική σχολή του νουάρ. Μανσέτ και Ιζζό. Θα κυνηγήσουν μέχρι τέλους να κάνουν αυτό που έχουν στο μυαλό τους, χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες. Είναι ευφυείς, έχουν έντονη προσωπικότητα, αλλά το μυαλό τους είναι τίγκα στις μαύρες σκέψεις και δεν έχουν λύσει κάποια σημαντικά ψυχολογικά θεματάκια με αποτέλεσμα να ταλαντεύονται σαν κάποιου είδους εκκρεμές.
Θα δανειστώ ένα παράδειγμα από μυθιστόρημά μου, ελαφρά παραφρασμένο: «…οδηγούσε με ταχύτητα φόρμουλας στο αριστερό μέρος του δρόμου… Κάποιες στιγμές χωρίς καν να το συνειδητοποιήσει πέρναγε την διαχωριστική γραμμή και βρισκόταν στο αντίθετο ρεύμα…». Φανταστείτε τώρα την διαχωριστική γραμμή σαν τα σύνορα μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας ή αντίστοιχα μεταξύ νόμου και παρανομίας. Ίσως έτσι πάρετε μιαν ιδέα για την φωτεινή και την σκοτεινή πλευρά που αντιπαλεύουν στον εγκέφαλο των ηρώων των μυθιστορημάτων μου.
Κάτω από την επιφάνεια του σκληρού αστυνομικού, που είναι αφοσιωμένος στο καθήκον, κρύβεται ένα σκοτεινό κι επικίνδυνο φλερτ με την αμαρτία και την παρανομία.

Η υπόθεση «αστυνομική Λογοτεχνία» τείνει να εξελιχθεί σε ένα αυτόνομο παγκοσμιοποιημένο είδος, ιδίως μετά την εμφάνιση και επιτυχή επίδοση εκπροσώπων όπως ο Ιταλός Αντρέα Καμιλέρι, οι Ισπανοί Μανουέλ Μονταλμπάν και Εδουάρδο Μεντόθα, οι Σουηδοί Στιγκ Λάρσον, Χένινγκ Μάνκελ, Τζο Νέσμπο και το ζεύγος Λαρς Κέπλερ, ο Δανός Γιούσι Άντλερ – Όλσεν, ο Ισλανδός Άρναλδουρ Iνδρίδασον, ο Βρετανός Ρόμπερτ Χάρις και τόσοι άλλοι. Ποιους Έλληνες θα βάζατε δίπλα σε όλους αυτούς;
Θα προτιμούσα να μιλήσουμε για την ελληνική αστυνομική Λογοτεχνία εντελώς διαχωρισμένα, χωρίς να «τοποθετήσουμε Έλληνες συγγραφείς δίπλα» στους αντίστοιχους Ευρωπαίους. Πέραν του Π. Μάρκαρη, που έχει μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και προσωπικά θεωρώ ότι συμπεριλαμβάνεται στην ελίτ των Ευρωπαίων αστυνομικών συγγραφέων, υπάρχουν στην χώρα μας πολλοί αξιόλογοι αστυνομικοί συγγραφείς με σημαντικά έργα στο ενεργητικό τους.
Από την λίγο παλιότερη γενιά, θα ξεκινούσα από τον Φ. Φιλίππου, την Α. Κακούρη και τον ιδιόρρυθμο δημιουργό της «ΜΑΣΚΑΣ», που συντρόφεψε ρομαντικά τα εφηβικά μας χρόνια, τον Τζίμυ Κορίνη. Θα συνέχιζα με τον Α. Αποστολίδη, με το πολυσχιδές έργο του που απλώνει τα δίχτυα του και στην σκηνοθεσία, τον εξέχοντα εκπρόσωπο του ελληνικού νουάρ Σ. Γκάκα, που έχει γράψει δυό αληθινά διαμάντια, και τον μαιτρ των μαθηματικών Τ. Μιχαηλίδη.  Ακολουθούν οι νεώτεροι Τ. Δανέλλη, Κ. Καλφόπουλος και οι πολύ νεώτεροι Γ. Ράγκος, Χ. Παπαδημητρίου, Ν. Γαλανόπουλος και Δ. Μαμαλούκας. Ιδιαίτερη περίπτωση ο μοναχικός καβαλάρης Π. Μουζουράκης.
Τέλος, στα πολύ πρόσφατα χρόνια, θα σημείωνα και την παρουσία της Γ. Παπαλυμπέρη, της Β. Παπαδοπούλου και των Β. Μπέκα και Κ. Σταυρόπουλου.
 Δηλώνετε κατ’ επανάληψη σταθερός λάτρης του αστυνομικού. Τι περιμένουμε στο άμεσο μέλλον από εσάς;

Μόλις έχω ολοκληρώσει το τρίτο μου μυθιστόρημα, το οποίο ελπίζω ότι θα είναι έτοιμο προς έκδοση στο τέλος του Οκτώβρη του 2015. Πάντα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Μετά τους «Παλιούς λογαριασμούς» το 2012 και την «Τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου» το 2013 -δυο μυθιστορήματα με έντονες κοινωνικές αναφορές να αναφύονται κάτω από την αστυνομική πλοκή και εξοντωτική κριτική στους ιεράρχες της διαφθοράς και της διαπλοκής-, έρχεται τώρα μια «καθαρή» αστυνομική ιστορία. Στην ζυγαριά κοινωνικά θέματα κατά αστυνομικής πλοκής, εδώ το βάρος πέφτει αποφασιστικά υπέρ της δεύτερης.
Μια σειρά από ανεξιχνίαστες δολοφονίες ξεκινάει το 2013 στην Αθήνα. Οι φόνοι διαπράττονται τα μεσάνυχτα. Απόλυτο σκοτάδι, κανείς αυτόπτης μάρτυρας, κανένα ίχνος στην σκηνή του εγκλήματος. Τα θύματα δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Η ομάδα του Τμήματος εγκλημάτων κατά ζωής κλπ,  που αναλαμβάνει την υπόθεση θα αναγκαστεί στην πορεία των ερευνών να γυρίσει πολλά χρόνια πίσω. Καταλαβαίνετε ότι δεν μπορώ να αποκαλύψω περισσότερα …
Λόγω της μακράς εξαντλητικής έρευνας, που αναφέρθηκε σε προηγούμενες απαντήσεις, έχω δώσει ιδιαίτερο βάρος στην ρεαλιστική περιγραφή των αστυνομικών που χειρίζονται την υπόθεση αυτών των δολοφονιών, όχι μόνο από πλευράς εμφάνισης και χαρακτήρα, αλλά ακόμη περισσότερο από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν μια εντελώς ιδιόρρυθμη ακολουθία φόνων. Το ίδιο βέβαια ισχύει και γιά τους ψυχολόγους, ακόμη και τους ιατροδικαστές, που εμπλέκονται στην υπόθεση. Χωρίς να φανεί αλαζονικό, αν τα γεγονότα που περιγράφονται συνέβαιναν στην πραγματικότητα, ο τρόπος αντιμετώπισης από πλευράς Ελληνικής Αστυνομίας δεν θα ήταν και πολύ διαφορετικός…
Σαν τρόπος γραφής, αυτή την φορά δοκιμάζω να δραπετεύσω  από τα προηγούμενα μυθιστορήματα. Σίγουρα, υπάρχει η σκληρή γλώσσα κι ο κοφτερός διάλογος, το διαστροφικό χιούμορ κι οι σκηνές νύχτας και σεξ, αλλά παράλληλα έχω προσπαθήσει να διατηρήσω στοιχεία από την ελληνική πραγματικότητα και ταυτόχρονα να ενσωματώσω κάποια μικρά ψήγματα από την σκανδιναβική σχολή.



Φωτογράφος: Γκίκας Μελαχροινός, e-mail: gmelachrinos@me.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου